Η υλοποίηση της
στρατηγικής των τραπεζών
για την οριστική
απαλλαγή τους από το
υφιστάμενο απόθεμα μη
εξυπηρετούμενων δανείων
(ΜΕΔ) διαμόρφωσε το
δείκτη ΜΕΔ σε μονοψήφιο
ποσοστό για τις τέσσερις
σημαντικές τράπεζες,
τονίζει η κεντρική
τράπεζα, συμπληρώνοντας
ότι η κεφαλαιακή
επάρκεια του τραπεζικού
τομέα βελτιώθηκε
περαιτέρω και
διαμορφώθηκε σε
ικανοποιητικό επίπεδο,
άνω του ελάχιστου
εποπτικού ορίου,
ενισχυόμενη από την
επίτευξη κερδοφορίας
μετά από δύο ζημιογόνες
χρήσεις. Επιπλέον, η
ρευστότητα του
τραπεζικού τομέα
βελτιώθηκε χάρη στην
αύξηση των καταθέσεων
και παρά την εθελοντική
αποπληρωμή μέρους της
χρηματοδότησης από την
Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα.
Να συνεχιστούν οι
προσπάθειες για μείωση
των κόκκινων δανείων
Η εν δυνάμει ενίσχυση
των γεωπολιτικών
κινδύνων, η διατήρηση
του πληθωρισμού σε υψηλό
επίπεδο, οι σταδιακά
διαμορφούμενες αδυναμίες
στο χρηματοπιστωτικό
σύστημα της Ευρωπαϊκής
Ένωσης και ειδικότερα
στην αγορά των
επαγγελματικών ακινήτων,
αλλά και ο κίνδυνος
εμφάνισης εξωγενών
αναταράξεων στις αγορές
χρήματος και κεφαλαίου,
συνθέτουν και
καταδεικνύουν με τον πιο
εμφατικό τρόπο το
ευμετάβλητο διεθνές
χρηματοπιστωτικό
περιβάλλον. Στο πλαίσιο
αυτό, ο ελληνικός
τραπεζικός τομέας
καλείται να προσαρμοστεί
άμεσα, αντιμετωπίζοντας
προκλήσεις όπως η
περαιτέρω βελτίωση της
ποιότητας των στοιχείων
ενεργητικού και της
κεφαλαιακής επάρκειας
και η επίτευξη
διατηρήσιμης
κερδοφορίας, σημειώνει η
ΤτΕ.
Το ποσοστό μη
εξυπηρετούμενων δανείων
στο σύνολο των δανείων
(Δεκέμβριος 2022: 8,7%)
μειώθηκε, αλλά παραμένει
σημαντικά υψηλότερο του
αντίστοιχου ευρωπαϊκού
μέσου όρου. Συνεπώς, οι
ενέργειες των τραπεζών
θα πρέπει να συνεχιστούν
προκειμένου να
επιτευχθεί περαιτέρω
σύγκλιση, τονίζεται.
Επιπρόσθετα, ο
πληθωρισμός και η
επιβράδυνση της
οικονομικής
δραστηριότητας ενδέχεται
να επηρεάσουν τη
χρηματοοικονομική
κατάσταση των μη
χρηματοπιστωτικών
επιχειρήσεων και των
νοικοκυριών και να
συμβάλουν στη δημιουργία
νέων ΜΕΔ.
Η επιστροφή των τραπεζών
στην κερδοφορία το 2022
χαρακτηρίζεται σαν
θετική εξέλιξη, ενώ και
το 2023 αναμένεται
περαιτέρω ενίσχυση των
οργανικών εσόδων.
Βραχυπρόθεσμα, η αύξηση
των βασικών επιτοκίων
της ΕΚΤ ενισχύει τα
καθαρά έσοδα των
τραπεζών από τόκους,
καθώς ένα πολύ μεγάλο
μέρος των δανείων έχει
συναφθεί με κυμαινόμενο
επιτόκιο. Εντούτοις,
μεσοπρόθεσμα η επίδραση
αυτή ενδέχεται να
μετριαστεί από την
αύξηση του κόστους
χρηματοδότησης των
τραπεζών, λόγω αφενός
της σταδιακής αύξησης
των επιτοκίων καταθέσεων
και αφετέρου του
αυξημένου κόστους
έκδοσης ομολόγων για την
άντληση ρευστότητας και
την κάλυψη εποπτικών
απαιτήσεων, εξηγεί η
ΤτΕ.
Η κεφαλαιακή επάρκεια
των τραπεζικών ομίλων
ενισχύθηκε σημαντικά το
2022, κυρίως λόγω της
αύξησης των εποπτικών
ιδίων κεφαλαίων των
τραπεζών μέσω της
εσωτερικής δημιουργίας
κεφαλαίου και
δευτερευόντως λόγω της
έκδοσης πρόσθετων μέσων
κεφαλαίου. Συγκεκριμένα,
ο Δείκτης Κεφαλαίου
Κοινών Μετοχών της
Κατηγορίας 1 (Common
Equity Tier 1 ratio –
CET1 ratio) σε
ενοποιημένη βάση
αυξήθηκε σε 14,5% το
Δεκέμβριο του 2022, από
13,6% το Δεκέμβριο του
2021, και ο Συνολικός
Δείκτης Κεφαλαίου (Total
Capital Ratio – TCR) σε
17,5%, από 16,2%
αντιστοίχως.
Οι πρόσφατες αναταράξεις
στα τραπεζικά συστήματα
των ΗΠΑ και της Ελβετίας
καθιστούν αναγκαία την
εγρήγορση όλων των
εμπλεκόμενων φορέων και
έφεραν στο προσκήνιο, με
εμφατικό τρόπο, την
ανάγκη ολοκλήρωσης της
τραπεζικής ένωσης. Η
πρόσφατη πρόταση της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής για
την αναθεώρηση του
πλαισίου διαχείρισης
κρίσεων είναι ένα βήμα
προς τη σωστή κατεύθυνση
και θα πρέπει – μεταξύ
άλλων – να πλαισιωθεί
από τη δημιουργία ενός
ευρωπαϊκού συστήματος
ασφάλισης καταθέσεων
(European Deposit
Insurance Scheme –
EDIS). Ταυτόχρονα,
αναδεικνύεται η σημασία
της προσήλωσης στην
άσκηση συνετών
οικονομικών πολιτικών
για τη θωράκιση της
ελληνικής οικονομίας και
την επίτευξη του στόχου
της επενδυτικής βαθμίδας
για το αξιόχρεο του
Ελληνικού Δημοσίου,
καθώς οι θετικές
επιδράσεις θα εμπεδώσουν
περαιτέρω το κλίμα
εμπιστοσύνης στην
ελληνική οικονομία και
θα ενισχύσουν τη
χρηματοπιστωτική
σταθερότητα,
σημειώνεται. |