|
Όπως
γράφει ο Άγης Μάρκου
στον Οικονομικό
Ταχυδρόμο, στη
Νέα Υόρκη από την άλλη
πλευρά διεξάγεται το
συνέδριο
της JP Morgan με τη
συμμετοχή των διοικήσεων
των μεγαλύτερων
ελληνικών τραπεζών, οι
οποίες στο περιθώριό του
θα έχουν επαφές με τα
μεγαλύτερα επενδυτικά
σπίτια του πλανήτη.
Σε αυτές θα παρουσιάσουν
τις προοπτικές του
εγχώριου κλάδου σε ένα
κοινό που αναζητά
ευκαιρίες υψηλών
αποδόσεων αυτήν την
περίοδο για να
διοχετεύσει την
πλεονάζουσα ρευστότητα
που έχει σωρευτεί μετά
το τελευταίο ράλι σε
μετοχές και ομόλογα
διεθνώς.
Οι συναντήσεις για
Πειραιώς
Στην αμερικανική
μεγαλούπολη βρίσκεται
από την περασμένη Τρίτη
η διοικητική ομάδα της
Τράπεζας Πειραιώς, που
είχε το προηγούμενο
διήμερο συναντήσεις με
περισσότερα από
30 funds, στο πλαίσιο
της διαδικασίας πώλησης
έως και του 27% των
μετοχών της από το
Ταμείο Χρηματοπιστωτικής
Σταθερότητας (ΤΧΣ).
Πρόκειται για μία
συναλλαγή, που λόγω του
ύψους της, έχει ήδη μπει
στα ραντάρ των
μεγάλων funds που
αναζητούν deals με όγκο
και επιχειρήσεις που
υπόσχονται υψηλές
υπεραξίες.
Σύμφωνα με τραπεζικούς
κύκλους, σε αυτές τις
συζητήσεις, που
συντόνισαν οι δύο
σύμβουλοί της
τράπεζας, UBS και Goldman Sachs,
επιβεβαιώθηκε η αυξημένη
όρεξη για επενδύσεις στο
ελληνικό
χρηματοπιστωτικό
σύστημα.
Όπως εξηγούν, πέραν των
εκτιμήσεων για την
περαιτέρω βελτίωση των
θεμελιωδών μεγεθών του
κλάδου, κομβικό ρόλο για
την προσέλκυση φρέσκων
κεφαλαίων στην εγχώρια
αγορά παίζει το ευνοϊκό
μακροοικονομικό
περιβάλλον της χώρα μας.
Το 2024 η Ελλάδα
αναμένεται να εμφανίσει
ξανά υψηλότερους ρυθμούς
ανάπτυξης σε σχέση με
την υπόλοιπη Ευρώπη, ενώ
η προοπτική μείωσης των
επιτοκίων από την ΕΚΤ
αποτελεί συνθήκη ικανή
για να δώσει επιπλέον
ώθηση στην οικονομική
δραστηριότητα.
Η Κομισιόν προβλέπει ότι
το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά
2,3% έναντι 2,4% το
2023, ενώ ο πληθωρισμός
θα επιβραδυνθεί στο 2,8%
από 4,3%, λειτουργώντας
υποστηρικτικά στον
κλάδο.
Η πιστωτική επέκταση
Επίσης, με θετικό μάτι
βλέπουν οι ξένοι τα
περιθώρια επιτάχυνσης
των ρυθμών πιστωτικής
επέκτασης και ενίσχυσης
των καθαρών εσόδων από
τόκους.
Πρόκειται για μία
κρίσιμη παράμετρο για τη
λήψη των επενδυτικών
τους αποφάσεων, μιας και
από εφέτος η ευρωζώνη θα
εισέλθει εκτός απροόπτου
σε καθεστώς χαλαρότερης
νομισματικής πολιτικής.
Στο πλαίσιο αυτό, οι
ελληνικές τράπεζες θα
έχουν τη δυνατότητα να
αναπληρώσουν τις
απώλειες στο επιτοκιακό
τους εισόδημα από τις
υφιστάμενες χορηγήσεις
μέσω της αύξησης των
νέων εκταμιεύσεων.
Προς αυτήν την
κατεύθυνση θετικά θα
λειτουργήσουν τόσο τα
δάνεια του Ταμείου
Ανάκαμψης, όσο και οι
υψηλοί δείκτες
ρευστότητας που
διατηρούν οι τέσσερις
συστημικοί όμιλοι.
Επίσης, υπάρχουν
σημαντικά περιθώρια
αύξησης των εσόδων από
προμήθειες, καθώς σε
σύγκριση με τα υπόλοιπα
ευρωπαϊκά πιστωτικά
ιδρύματα παραμένουν πολύ
χαμηλά ως ποσοστό του
ενεργητικού τους.
Με αυτά τα δεδομένα,
εκτιμάται ότι παρά τις
αναμενόμενες μειώσεις
στα ευρωπαϊκά επιτόκια,
οι ελληνικές τράπεζες θα
συνεχίσουν να
καταγράφουν υψηλή
απόδοση επί των ιδίων
κεφαλαίων τους την
επόμενη τριετία. Θα
ανοίξει με τον τρόπο
αυτό ο δρόμος για την
επιβράβευση των μετόχων
τους μέσω μερισμάτων.
Εκτιμήσεις
Σύμφωνα με νέα έκθεση
της Optima Research, οι
ελληνικές τράπεζες θα
εμφανίσουν διάμεσο
δείκτη RoaTBV της τάξης
του 14% το 2024, επίπεδα
υψηλότερα κατά 130
μονάδες βάσης σε σχέση
με το μέσο όρο της ΕΕ
(12,7%).
Το γεγονός αυτό δεν
δικαιολογεί κατά τους
αναλυτές της, το τρέχον
discount στις
αποτιμήσεις τους.
Συγκεκριμένα, εκτιμούν
ότι πρέπει να
διαπραγματεύονται
τουλάχιστον στο ίδιο
επίπεδο με τις
ευρωπαϊκές τράπεζες.
Τέλος, αναμένουν ότι οι
τέσσερις συστημικοί
όμιλοι θα διανείμουν το
23% των καθαρών κερδών
τους, προσφέροντας μέση
ακαθάριστη μερισματική
απόδοση 3,7%. |