Η τραπεζική βιομηχανία
της Ελβετίας γεννήθηκε
στις αρχές του 18ου
αιώνα και προσέλκυσε
πλούσιους πελάτες από
όλο τον κόσμο, οι οποίοι
έβρισκαν στην
ουδετερότητα της χώρας
ένα ασφαλές καταφύγιο
για τα χρήματά τους.
Καθώς η φήμη του
τραπεζικού κέντρου της
Ελβετίας εξαπλωνόταν, τα
βουνά της χώρας
σκάβονταν για να κρύψουν
υπόγεια θησαυροφυλάκια,
στα οποία φυλάσσονται με
ασφάλεια διαμάντια και
μπάρες χρυσού.
Η ίδια η Credit Suisse
ιδρύθηκε το 1856, με
σκοπό να χρηματοδοτήσει
την ανάπτυξη του
σιδηροδρόμου και την
εκβιομηχάνιση της
Ελβετίας.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο, έπειτα από ένα
κύμα συγχωνεύσεων, οι
Ελβετοί τραπεζίτες
επεκτάθηκαν στο
investment banking. Η
Credit Suisse ένωσε τις
δυνάμεις της με την
αμερικανική
ανταγωνίστριά της, First
Boston, στα τέλη της
δεκαετίας του 1970 και
πήρε τον πλήρη έλεγχό
της σε μία συμφωνία
διάσωσης το 1990.
Αντίστοιχα, η UBS
γεννήθηκε μέσα από την
συγχώνευση δύο μεγάλων
τραπεζών, της Union Bank
of Switzerland και της
Swiss Bank Corporation,
το 1998. Είχε προηγηθεί
η εξαγορά της βρετανικής
S.G. Warburg & Co. από
την Swiss Bank
Corporation, η οποία
έγινε μεγάλος παίκτης
στο investment banking.
Αυτό, σύμφωνα με την
Telegraph, ήταν
πιθανότατα το ζενίθ του
κλάδου. Το 2008, οι
ελβετικές τράπεζες
ταρακουνήθηκαν από την
παγκόσμια
χρηματοοικονομική κρίση.
Η Credit Suisse δεν
μπόρεσε ποτέ να
ανακάμψει πλήρως. Το
2015, η τράπεζα ανέθεσε
στον Tidjane Thiam,
πρώην επικεφαλής της
Prudential, να ανακόψει
την πτώση της. Όμως ο
CEO αναγκάστηκε να
παραιτηθεί το 2020,
έπειτα από την
αποκάλυψη ότι η Credit
Suisse είχε προσλάβει
ιδιωτικούς ντετέκτιβ για
να παρακολουθούν δύο
στελέχη της που
αποχωρούσαν.
Η επόμενη προσπάθεια της
Credit Suisse να μπει
ξανά στον ίσιο δρόμο
έγινε υπό τον νέο
πρόεδρο, Antonio
Horta-Osorio, που είχε
έρθει από τη Lloyds.
Αλλά και αυτός
αναγκάστηκε να
παραιτηθεί όταν
αποκαλύφθηκε ότι είχε
παραβιάσει τους κανόνες
της καραντίνας για τον
κορωνοϊό, για να πάει
–μεταξύ άλλων- στον
τελικό του Wimbledon.
Έκτοτε, η τράπεζα
βρισκόταν στα χέρια του
CEO Ulrich Koerner, όμως
οι ανησυχίες για τη
βιωσιμότητά της
εντείνονταν. Τον
Φεβρουάριο, ανακοίνωσε
ζημιές ετήσιες 7,9 δισ.
δολαρίων, τις
μεγαλύτερες από την
χρηματοοικονομική κρίση.
Και μετά μπήκε στο
στόχαστρο των πωλητών
όταν η ετήσια έκθεσή της
αποκάλυψε προβλήματα
στον εσωτερικό
οικονομικό έλεγχο.
Ο αναγκαστικός «γάμος»
της με τη UBS, σε ένα
deal το οποίο οι
ελβετικές αρχές
επιμένουν ότι δεν
συνιστά κρατική διάσωση,
παρότι συνοδεύεται από
τεράστια κρατική
στήριξη, πλήττει
ενδεχομένως ανεπανόρθωτα
το κύρος του ελβετικού
banking. Αρκεί να
αναλογιστεί κανείς ότι
ένα πολύ μεγάλο μέρος
των πελατών της Credit
Suisse δεν ήταν Ελβετοί,
αλλά εύπορα πρόσωπα και
επιχειρήσεις από όλο τον
κόσμο. Αυτό σημαίνει ότι
μπορούν πολύ εύκολα να
μεταφέρουν τα χρήματά
τους σε οποιαδήποτε χώρα
επιθυμούν και είναι
μάλλον αμφίβολο μετά από
αυτό που έγινε ότι η
Ελβετία θα αποτελέσει
την πρώτη τους επιλογή.
Πηγή: Money Review |