|
Όπως
γράφει η Ευγενία Τζώρτζη
στο Money Review:
Ο δρόμος ωστόσο για την
πλήρη θωράκιση του
τραπεζικού συστήματος,
που καλείται να
ενισχύσει περαιτέρω τα
κεφάλαιά του τουλάχιστον
κατά 150 μονάδες βάσης
προκειμένου να φτάσει
τον ευρωπαϊκό μέσο όρο,
δεν έχει διανυθεί πλήρως
και, όπως έχει
επισημανθεί από τα πλέον
επίσημα χείλη, δηλαδή
τον επικεφαλής του
εποπτικού συμβουλίου του
SSM Αντρέα Ενρία σε
πρόσφατη συνέντευξή του
στην «Κ», μονόδρομος
είναι η εδραίωση της
οργανικής κερδοφορίας.
Είναι χαρακτηριστικό
ότι, σύμφωνα με στοιχεία
της «Κ», η εξυγίανση από
το 2016 απαίτησε
συσσωρευμένες προβλέψεις
άνω των 30 δισ. ευρώ
και, εκτός από ένα μικρό
διάλειμμα το 2019,
οδήγησε σε συνολικές
ζημίες ύψους 9,5 δισ.
ευρώ την περίοδο
2016-2021 (18,2 δισ.
ευρώ από το 2015) – οι
οποίες παραμένουν τους
ισολογισμούς τους και
συμψηφίζονται με τα
κέρδη χρήσης.
Σημειώνεται ότι, μόνο
πρόσφατα, οι τέσσερις
συστημικές τράπεζες
συνολικά κατέγραψαν
ζημίες 1,7 και 4,7 δισ.
ευρώ για τα έτη 2020 και
2021 αντιστοίχως, με
συνέπεια το σωρευτικό
αποτέλεσμα της
τελευταίας τριετίας να
παραμένει έντονα
αρνητικό –πάνω από 3
δισ. ευρώ– παρά το
κερδοφόρο αποτέλεσμα του
2022.
Οι εκτιμήσεις για το
2022 ανεβάζουν την
κερδοφορία στα 3,5 δισ.
ευρώ, αλλά με δεδομένο
ότι το αποτέλεσμα αυτό
βασίζεται και σε έκτακτα
κέρδη, όπως η πώληση του
τομέα διαχείρισης καρτών
που επέφερε συνολικά
έσοδα 1,2 δισ. ευρώ
(πριν από φόρους και για
τις τέσσερις συστημικές
τράπεζες), αλλά και σε
σημαντικά
χρηματοοικονομικά έσοδα
που δεν είναι
επαναλαμβανόμενα, η
οργανική κερδοφορία
παραμένει βασική
επιδίωξη στη βάση και
της δέσμευσης για
διανομή μερίσματος για
πρώτη φορά μετά 15
χρόνια και συγκεκριμένα
από το 2007.
Για το 2022, βασικοί
προσδιοριστικοί
παράγοντες που
σηματοδοτούν και την
αλλαγή πλεύσης του
τραπεζικού συστήματος
προς μια σταθερή
αναπτυξιακή πορεία
αποτέλεσε ο ισχυρός
ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ
κατά 6%, που στήριξε και
την ισχυρή πιστωτική
επέκταση με νέες
πιστώσεις προς τις
επιχειρήσεις συνολικού
ύψους 8,5 δισ. ευρώ
(αυξημένες κατά 12,3%
έναντι του 2021), σε
συνδυασμό με την αλλαγή
της νομισματικής
πολιτικής από την ΕΚΤ
και την άνοδο των
επιτοκίων από το β΄
εξάμηνο του έτους, που
έχει τονώσει την
κερδοφορία όλων των
ευρωπαϊκών τραπεζών.

Η άνοδος των επιτοκίων
που εφαρμόζεται πλέον
στο υγιές δανειακό
χαρτοφυλάκιο των
τραπεζών –και άρα δεν
εξαντλείται σε
λογιστικοποιημένους
τόκους στο κόκκινο
χαρτοφυλάκιο– αποτελεί
τον πλέον καθοριστικό
παράγοντα για την
ανάκτηση της οργανικής
κερδοφορίας,
σηματοδοτώντας και την
ικανότητα των τραπεζών
να δημιουργούν εσωτερικό
κεφάλαιο όχι από έκτακτα
κέρδη, αλλά από αμιγώς
τραπεζικές
δραστηριότητες. Με τον
τρόπο αυτό αναμένεται
ότι θα καλυφθεί το
κεφαλαιακό κενό που
χωρίζει τις ελληνικές
τράπεζες από τις
ευρωπαϊκές, καθώς με
βάση τα στοιχεία του SSM
και παρά τη σημαντική
πρόοδο των τελευταίων
ετών, το ελληνικό
τραπεζικό σύστημα έχει
τον τρίτο χαμηλότερο
δείκτη βασικών κεφαλαίων
(CET1) μεταξύ των χωρών
στην Ευρωζώνη και
υπολείπεται 100 μονάδες
βάσης από τον μέσο όρο.
Η διαφορά είναι ακόμη
μεγαλύτερη σχετικά με τα
συνολικά κεφάλαια (CAD),
που επίσης κατατάσσουν
τις ελληνικές τράπεζες
σε χαμηλή θέση με
συνολικό δείκτη 16,48%,
έναντι ευρωπαϊκού μέσου
δείκτη στο 18,68%.
Η προοπτική δημιουργίας
εσωτερικού κεφαλαίου θα
αποτυπωθεί κυρίως στα
αποτελέσματα του 2023,
αλλά η αβεβαιότητα σε
σχέση με τις
αναπτυξιακές προοπτικές
προϋποθέτει περαιτέρω
πρωτοβουλίες
εξορθολογισμού των
τραπεζικών
δραστηριοτήτων. Αυτό
δείχνει η απόφαση της
Eurobank να αποεπενδύσει
από την αγορά της
Σερβίας, απόφαση που
υπαγορεύτηκε από τoν
στόχο μείωσης των
στοιχείων σταθμισμένου
ενεργητικού (risk
weighted assets), που
αποτελεί τον παρονομαστή
στην εξίσωση για τον
δείκτη κεφαλαιακής
επάρκειας, έτσι ώστε τα
κεφάλαια αυτά να
κατευθυνθούν σε
επενδύσεις με προοπτικές
υψηλότερων αποδόσεων. Η
αποεπένδυση θα
συνεισφέρει περίπου 50
μ.β. στον βασικό
κεφαλαιακό δείκτη (CET
1) του ομίλου Eurobank,
ανοίγοντας τον δρόμο για
την ενίσχυση της
παρουσίας του στις
κύριες αγορές που
δραστηριοποιείται,
δηλαδή την Ελλάδα, τη
Βουλγαρία και ειδικότερα
την Κύπρο, στην οποία
δρομολογεί την περαιτέρω
επέκτασή του.
Η περαιτέρω ενίσχυση του
δείκτη CET1 των
ελληνικών τραπεζών είναι
αναγκαία συνθήκη για την
επιστροφή της χώρας στην
επενδυτική βαθμίδα,
καθώς η υγεία του
τραπεζικού συστήματος
είναι ένα από τα βασικά
κριτήρια που εξετάζουν
οι διεθνείς οργανισμοί
πιστοληπτικής
αξιολόγησης. Παρά τη
σημαντική αύξηση των
τιμών των τραπεζικών
μετοχών στο
χρηματιστηριακό ταμπλό,
λόγω των θετικών
αποτελεσμάτων, οι τιμές
τους παραμένουν
σημαντικά κάτω από τη
λογιστική αξία τους και
η προοπτική ανάκτησης
της επενδυτικής βαθμίδας
θα οδηγήσει σε
θετικότερες αποτιμήσεις
ενόψει και της
αποεπένδυσης του
Δημοσίου από τις
τράπεζες.
Στα 10 δισ. ευρώ τα
κόκκινα δάνεια από 105
δισ. ευρώ το 2015
Η επιστροφή στην
κερδοφορία δεν θα
μπορούσε να είχε
επιτευχθεί εάν οι
ελληνικές τράπεζες δεν
είχαν μειώσει τα κόκκινα
δάνεια, που το 2015
είχαν εκτιναχθεί στο
υψηλότερο σημείο μετά το
ξέσπασμα της κρίσης και
συγκεκριμένα στα 105
δισ. ευρώ, «τρώγοντας»
συστηματικά τα κεφάλαια
των τεσσάρων συστημικών
τραπεζών.
Σήμερα, με βάση τα
τελευταία διαθέσιμα
στοιχεία του SSM, το
στοκ των κόκκινων
δανείων έχει περιοριστεί
περίπου στα 10 δισ. ευρώ
και ο αντίστοιχος
δείκτης στο 6,82% από το
υψηλό του 55%. Εντούτοις
ο δείκτης μη
εξυπηρετούμενων δανείων
παραμένει υψηλός και
αποτελεί τη δεύτερη
χειρότερη επίδοση μεταξύ
των χωρών της Ευρωζώνης
μετά την Κύπρο, η οποία
παρά επίσης τη σημαντική
πρόοδο τα τελευταία
χρόνια, διαθέτει τον
υψηλότερο δείκτη μη
εξυπηρετούμενων δανείων
—7,5%– στην Ευρωζώνη,
που αντιστοιχεί σε
απόθεμα 1,3 δισ. ευρώ.
Η Ιταλία, που αποτελούσε
επίσης ένα αρνητικό
παράδειγμα, έχει μειώσει
τον αντίστοιχο δείκτη
στο 3,15%, αλλά το
απόθεμα των κόκκινων
δανείων ανέρχεται σε
51,15 δισ. ευρώ, ενώ
μεσοσταθμικά το
αντίστοιχο ποσοστό στις
τράπεζες της Ευρωζώνης
διαμορφώθηκε στο 2,29%
και το στοκ των κόκκινων
δανείων σε 348,3 δισ.
ευρώ.
Ετσι, παρά τη μείωση των
προβλέψεων το 2022 σε
σχέση με προηγούμενες
χρήσεις, αυτές στην
Ελλάδα παραμένουν
σημαντικά υψηλότερες σε
σχέση με άλλες
ευρωπαϊκές αγορές,
ιδιαίτερα στη λιανική
τραπεζική. Σύμφωνα με
τραπεζικά στελέχη, αυτό
εξηγεί γιατί το
επιτοκιακό περιθώριο στη
χώρα μας είναι
μεγαλύτερο από το μέσο
ευρωπαϊκό, καθώς η
Ελλάδα ακόμη και σήμερα
έχει τις υψηλότερες
επισφάλειες για δάνεια.
Είναι χαρακτηριστικό ότι
το κόστος ρίσκου
(προβλέψεις) στην Ελλάδα
ήταν 0,89% με βάση τα
στοιχεία του γ΄ τριμήνου
2022, έναντι 0,24% και
0,47% στη Γερμανία και
τη Γαλλία αντίστοιχα.
Η ανάλυση άλλωστε των
στοιχείων για την
κερδοφορία των ελληνικών
τραπεζών, με βάση τα
στοιχεία του SSM,
δείχνει ότι σημαντική
πηγή εσόδων αποτέλεσαν
για τις ελληνικές
τράπεζες το γ΄ τρίμηνο
του 2022 τα
χρηματοοικονομικά έσοδα
που συνεισέφεραν το
19,6% των οργανικών τους
εσόδων έναντι ζημιών που
κατέγραψαν το ίδιο
διάστημα οι ευρωπαϊκές
τράπεζες. Τα επιτοκιακά
έσοδα συνεισέφεραν το
52% των οργανικών
εσόδων, ποσοστό που
είναι μειωμένο σε σχέση
με έναν χρόνο πριν, αλλά
είναι ποιοτικά
βελτιωμένο, καθώς
στηρίζεται στο υγιές
χαρτοφυλάκιο δανείων και
όχι σε «ωραιοποιημένα»
έσοδα, δηλαδή σε
λογιστικά έσοδα από το
κόκκινο χαρτοφυλάκιο. Η
συμμετοχή των
επιτοκιακών εσόδων
αναμένεται να είναι
βελτιωμένη στο τέλος του
2022, λόγω της ανόδου
των επιτοκίων και της
μείωσης του στοκ των μη
εξυπηρετούμενων δανείων.
Τέλος, κατά 16,3%
συνεισέφεραν στα
οργανικά έσοδα των
τεσσάρων συστημικών
τραπεζών τα έσοδα από
προμήθειες, ποσοστό που
αποτελεί το χαμηλότερο
στην Ευρωζώνη, οι
τράπεζες της οποίας
αντλούν το 31,8% των
οργανικών τους εσόδων
από προμήθειες. |