|

Όπως
γράφει το
Money
Review,
το σύνολο των κεφαλαίων
που διαθέτουν οι
τέσσερις συστημικές
τράπεζες με βάση τα
στοιχεία εξαμήνου
ανέρχεται σε 21,3 δισ.
ευρώ και από αυτά
τα 13,1 δισ. ευρώ
αποτελούν αναβαλλόμενη
φορολογία (DTC),
δηλαδή συμψηφισμό
παλαιότερων
ζημιών με φορολογικές
υποχρεώσεις.
Όπως γράφει η
Καθημερινή,
το ύψος του
DTC
έχει μειωθεί τα
τελευταία δύο χρόνια
κατά περίπου 2 δισ. ευρώ
(τον Δεκέμβριο του 2020
ήταν 15,1 δισ. ευρώ),
αλλά ως
ποσοστό των κεφαλαίων
έχει αυξηθεί, καθώς οι
κεφαλαιακοί δείκτες
επιβαρύνθηκαν από την
εφαρμογή των κανόνων της
Βασιλείας
III.
Ετσι το ποσοστό του
DTC
επί των κεφαλαίων
διευρύνθηκε από το 55%
στο 65%, με αποκλίσεις
όμως από τράπεζα σε
τράπεζα, καθώς η Εθνική
και η
Eurobank
πέτυχαν μείωση του
DTC
ως ποσοστού των
κεφαλαίων τους, σε
αντίθεση
με την
Alpha
Bank
και την Τράπεζα Πειραιώς
για τις οποίες το
ποσοστό του
DTC
αυξήθηκε τα τελευταία
δύο χρόνια.
Να σημειωθεί ότι η
μείωση του
DTC
ως ποσοστού των
κεφαλαίων
είναι αποτέλεσμα: α) Του
ποσού της απόσβεσης που
ουσιαστικά μειώνει τον
αριθμητή. β) Της αύξησης
των κεφαλαίων, δηλαδή
του παρονομαστή λόγω των
αυξημένων κερδών.
Οι τράπεζες αποσβένουν
σταδιακά κάθε χρόνο ένα
τμήμα τους, ενώ η
καταληκτική ημερομηνία
για την
πλήρη απόσβεσή τους
εκτείνεται έως το 2040.
Αν και η αναβαλλόμενη
φορολογία εφαρμόζεται σε
όλη την Ευρώπη, στην
πλειονότητα των
ευρωπαϊκών τραπεζών το
ποσοστό του
αναβαλλόμενου φόρου στα
εποπτικά τους κεφάλαια
αντιπροσωπεύει περίπου
το 10% κατά μέσον όρο.
Το υψηλό ποσοστό
φορολογικών απαιτήσεων
στους κεφαλαιακούς
δείκτες
CET1
των ελληνικών
συστημικών τραπεζών έχει
επισημανθεί από τις
εποπτικές αρχές,
υπογραμμίζοντας την
ανάγκη διατήρησης
ισχυρής κερδοφορίας
προκειμένου να
θωρακιστεί η ποιότητα
των κεφαλαίων.
Οι κεφαλαιακοί δείκτες
των τεσσάρων συστημικών
τραπεζών ενισχύθηκαν στο
τέλος του
πρώτου εξαμήνου του
έτους, καθοδηγούμενοι
από τα υψηλά κέρδη της
περιόδου που ανήλθαν στα
2 δισ. ευρώ περίπου
(καθαρά κέρδη σε
επαναλαμβανόμενη βάση).
Την καλύτερη επίδοση
με βασικό κεφαλαιακό
δείκτη
CET1
στο 17,3% κατέγραψε η
Εθνική Τράπεζα, η
διοίκηση της
οποίας ανακοίνωσε
περαιτέρω σωρευτική
αύξηση κατά 450 μονάδες
βάσης έως και το 2025
(έναντι 350 μονάδων που
ήταν η προηγούμενη
εκτίμηση) των κεφαλαίων
της, στηριζόμενη στην
οργανική κερδοφορία που
παράγουν τα αυξημένα
έσοδα από τόκους,
εφαρμόζοντας παράλληλα
επισπεύδουσα μέθοδο
απόσβεσης.
Στο 16%, από 13,4% το
δεύτερο τρίμηνο του
2023, τοποθετεί τον
στόχο για τον βασικό
κεφαλαιακό δείκτη η
διοίκηση της
Alpha
Bank,
με βάση
το αναπτυξιακό μοντέλο
που προβλέπει την
οργανική δημιουργία
κεφαλαίων ύψους 1,9 δισ.
ευρώ και μετατροπής 400
εκατ. ευρώ αναβαλλόμενων
φορολογικών απαιτήσεων,
που θα αξιοποιηθούν για
τη χρηματοδότηση των
επιχειρηματικών σχεδίων
του ομίλου.
Από την πλευρά
της Πειραιώς η διοίκηση
της τράπεζας ανεβάζει
τον αναθεωρημένο στόχο
για τον βασικό δείκτη
κεφαλαιακής επάρκειας το
2025 στο 14,5%, από
12,3% το δεύτερο τρίμηνο
του 2023. Η διοίκηση της
τράπεζας ανακοίνωσε
παράλληλα επιτάχυνση της
απόσβεσης του
DTC
με στόχο
έως το τέλος του έτους
να μειωθεί στο 80%, από
88% στο τέλος του
δευτέρου τριμήνου
του 2023, και στο 50% το
2025. Να σημειωθεί ότι η
Τράπεζα Πειραιώς
διαθέτει το υψηλότερο
ποσοστό αναβαλλόμενης
φορολογίας σε σχέση με
τα κεφάλαιά της, ενώ το
χαμηλότερο ποσοστό
διαθέτει η
Eurobank,
η οποία εφαρμόζει
ταχύτερη απόσβεση του
DTC
στα 190 εκατ.
ευρώ ετησίως. Η τράπεζα
διαθέτει επίσης τον
δεύτερο υψηλότερο δείκτη
κεφαλαιακής επάρκειας
που διαμορφώθηκε στο
16,10% το δεύτερο
τρίμηνο του 2023, ενώ με
βάση τις ανακοινώσεις
της διοίκησης ο δείκτης
θα διαμορφωθεί στο 17%
στα τέλη του έτους. |