|
Το πρόγραμμα διάρκειας
12 μηνών που ξεκίνησε
την περασμένη άνοιξη και
στο οποίο εντάχθηκαν
αυτόματα όλα τα ενήμερα
στεγαστικά δάνεια
κυμαινόμενου επιτοκίου
δημιουργώντας δίχτυ
ασφαλείας τόσο
για τους δανειολήπτες αναμένεται
σύμφωνα με πληροφορίες να
παραταθεί μέχρι τα
επιτόκια της ΕΚΤ να
επιστρέψουν στα επίπεδα
του Μαρτίου του 2023.
Η διάρκεια της
παράτασης του
προγράμματος θα
εξαρτηθεί από την
πολιτική της ΕΚΤ, δηλαδή
την ταχύτητα
αποκλιμάκωσης των
επιτοκίων.
Ειδικότερα, οι τράπεζες
προσανατολίζονται να διατηρήσουν
το πρόγραμμα μέχρι
το euribor 3μήνου (το
επιτόκιο αναφοράς για τα
περισσότερα στεγαστικά
δάνεια) να διαμορφωθεί κάτω
από το 3% και
το οποίο σήμερα
προσεγγίζει το 4%
(3,928% στις
12/12/2023). Κι αυτό
γιατί οι τράπεζες, στο
πλαίσιο του προγράμματος
για τα στεγαστικά
δάνεια, μείωσαν τον
περασμένο Απρίλιο, κατά
περίπου 20 εκατοστιαίες
μονάδες τα επιτόκια
βάσης
(euribor, libor κπλ) της
31η Μαρτίου 2023 και
πάνω σε αυτό προσέθεσαν
το αντίστοιχο περιθώριο
(spread) και την
προβλεπόμενη από τον
νόμο εισφορά ώστε να
διαμορφωθεί το «νέο»
επιτόκιο.
Για παράδειγμα,
για ένα συνεπή
δανειολήπτη με δάνειο
100.000 ευρώ διάρκειας
20 ετών (το δάνειο είναι
στην τράπεζα) το
επιτόκιο «κλείδωσε» στο 5,35% (επιτόκιο
βάσης 2,85% + 2,5%
spread) και δόση
διαμορφώθηκε σε περίπου 690
ευρώ, έναντι
723 ευρώ που θα έπρεπε
να καταβάλει όταν το
euribor 3μήνου ήταν στο
3,50% και 753 ευρώ
με euribor στο 4%
Υπενθυμίζεται ότι το
κόστος του προγράμματος
καλύπτεται από τις
τράπεζες και όχι από τον
κρατικό προϋπολογισμό.
Οι εκτιμήσεις των
αναλυτών τοποθετούν έναρξη
της αποκλιμάκωσης των
βασικών επιτοκίων
μεταξύ Απριλίου
– Ιουνίου 2024 ωστόσο
ζητούμενο αποτελεί η ταχύτητα
της πτώσης των
επιτοκίων. Η Goldman
Sachs που πρόσφατα
εκτίμησε ότι η πρώτη
μείωση από την ΕΚΤ θα
γίνει το β’ τρίμηνο και
όχι το γ’ τρίμηνο 2024
εκτιμά με σταδιακές
μειώσεις επιτοκίων (κατά
25μ.β κάθε φορά) το
τρέχον επιτόκιο από 4%
θα διαμορφωθεί στο 2,25% στις αρχές
του 2025.
Αναζητούνται πελάτες για
τα στεγαστικά δάνεια
Η αναθέρμανση της
στεγαστικής πίστης
αποτελεί ζητούμενο για
τις ελληνικές τράπεζες
καθώς τα υψηλά επιτόκια,
ο υψηλός πληθωρισμός και
οι αυξήσεις στις τιμές
των ακινήτων «πάγωσαν»
τη ζήτηση για νέα
δάνεια.
Η Εθνική
Τράπεζα προσανατολίζεται
στην αύξηση
του ποσοστού
χρηματοδότησης στο 90% της
αξίας του ακινήτου -
όπως προβλεπόταν στο
πρόγραμμα «Σπίτι Μου»
από έως 80% που είναι
σήμερα . Για παράδειγμα,
αν κάποιος θέλει να
αγοράσει ακίνητο 100.000
ευρώ η τράπεζα δίνει
δάνειο ως 80.000 ευρώ
και τα υπόλοιπα 20.000
ευρώ είναι ίδια
κεφάλαια του αγοραστή.
Σημειώνεται ότι μόνο
στην Εθνική Τράπεζα,
περί τις 2.500 αιτήσεις
έμειναν εκτός του
προγράμματος «Σπίτι μου»
καθώς εξαντλήθηκε πολύ
γρήγορα ο προϋπολογισμός
ενώ λόγω και των
ασφυκτικών προθεσμιών
του προγράμματος πολλοί
ήταν εκείνοι που δεν
κατάφεραν να βρουν
ακίνητο. Υπό μελέτη
είναι και η δημιουργία
δανειακού προγράμματος
για απόκτηση στέγης για
νέα ζευγάρια.
Πάντως στελέχη της
αγοράς υπογραμμίζουν και
το μείζον πρόβλημα των 750.000
«κενών ακίνητων» που
μειώνουν την προσφορά
και αυξάνουν τις τιμές
πώλησης και ενοικίασης
Σύμφωνα με παλαιότερη
μελέτη του ΕΤΕΡΟΝ η
Ελλάδα έχει ένα από τα
μεγαλύτερα ποσοστά κενών
κατοικιών στην Ευρώπη με
μεγαλύτερες
συγκεντρώσεις στα μεγάλα
αστικά κέντρα.
Με βάση τα στοιχεία
της ΕΛΣΤΑΤ, στην
απογραφή του 2011
καταγράφηκαν, σε σύνολο
6.371.901 κανονικών
κατοικιών, 897.968 κενές
κατοικίες εκτός χρήσης,
δηλαδή προς ενοικίαση,
προς πώληση, προς
κατεδάφιση ή για άλλο
λόγο, αριθμός που
αντιστοιχεί στο 14% των
κατοικιών. Συνολικά οι
μη-κατοικούμενες
κατοικίες, που
περιλαμβάνουν και τις
εξοχικές και
δευτερεύουσες κατοικίες,
ήταν 2.249.813, αριθμός
που αντιστοιχεί στο 35%
του συνολικού οικιστικού
αποθέματος της χώρας.
Μάλιστα, ο αριθμός κενών
διαμερισμάτων στην
περιοχή της Αττικής
αυξήθηκε κατά 77% το
2011 συγκριτικά με το
2001, ενώ μόνο στον Δήμο
Αθηναίων τα κενά
διαμερίσματα έφτασαν τις
132.000. |