|
O OΔΔΗΧ εκτιμά ότι το
λεγόμενο μαξιλάρι
ρευστότητας που
διαθέτει το Ελληνικό
Δημόσιο ανέρχεται
στα 30 δισ. ευρώ.
Οι δανειακές ανάγκες του
Δημοσίου αφορούν 5,463
δισ. ευρώ για την
αναχρηματοδότηση
ομολόγων που λήγουν, 4,8
δισ. ευρώ για αποπληρωμή
τόκων και άλλων
επιμέρους υποχρεώσεων,
12 δισ. ευρώ για την
οριστική εξόφληση
εντόκων γραμματίων και
3,589 δισ. ευρώ για
ανάγκες ρευστότητας σε
συγκεκριμένες χρονικές
περιόδους του 2024, ενώ από
το σύνολο των αναγκών
αφαιρούνται 6,9 δισ.
ευρώ λόγω των εκτιμήσεων
για το πρωτογενές
πλεόνασμα.
Σημαντική υποχώρηση των
αποδόσεων
Κάνοντας μία ανασκόπηση
της χρονιάς που φεύγει,
ο ΟΔΔΗΧ επισημαίνει την
σημαντική υποχώρηση των
αποδόσεων των ελληνικών
ομολόγων που καταγράφηκε
στη διάρκεια του έτους
καθώς και υπεραπόδοση
τους έναντι όλων των
άλλων χωρών της
Ευρωζώνης.
Πιο συγκεκριμένα, το
περιθώριο του 10ετούς
ελληνικού ομολόγου
έναντι του αντίστοιχου
γερμανικού υποχώρησε σε
χαμηλό 26 μηνών, 115
μονάδες βάσης, στα μέσα
Δεκεμβρίου 2023, με το
spread πάνω από το
10ετές ομόλογο της
Ισπανίας να περιορίζεται
σε 20 μονάδες βάσης, ενώ
αρνητική διαφορά έναντι
του αντίστοιχου ιταλικού
ομολόγου καταγράφεται σε
διατηρητέα βάση από τον
Μάιο του 2023 (περίπου
-50 μονάδες βάσης στα
μέσα Δεκεμβρίου 2023).
Ευνοϊκή δομή χρέους
Οσον αφορά
στη βιωσιμότητα του
Δημοσίου Χρέους, ο ΟΔΔΗΧ
επισημαίνει ότι η Ελλάδα
επωφελείται από μια
ευνοϊκή δομή χρέους
καθώς πάνω
από το 70% του
αποθέματος χρέους
κατέχεται από τους
λεγόμενους πιστωτές του
επίσημου τομέα (κράτη
μέλη της ΕΕ και
διακρατικούς φορείς) .
Επιπροσθέτως το χρέος
εμφανίζει προφίλ
μακροπρόθεσμης λήξης και
χαμηλά επιτόκια, καθώς
το 100% του χρέους είναι
με σταθερό επιτόκιο,
περιορίζοντας έτσι τους
κινδύνους επιτοκίων.
Επιπλέον, η ενεργός
διαχείριση χρέους του
ΟΔΔΗΧ επέτρεψε την
προσωρινή αντιστάθμιση
του χαρτοφυλακίου χρέους
της Ελλάδας έναντι του
κινδύνου επιτοκίου, κάτι
που θα συμβάλει
περαιτέρω συγκράτηση του
κόστους χρηματοδότησης
στο μέλλον. |