Στην πραγματικότητα,
όμως, το CD γεννήθηκε
νωρίτερα. Ήταν το
δημιούργημα μιας σπάνιας
συνεργασίας δύο
ανταγωνιστών στον κόσμο
των ηλεκτρονικών, της
Sony και της Philips.
Τον Ιούνιο του 1980,
έπειτα από πολύπλοκες
διαπραγματεύσεις που
έλαβαν χώρα στο Tokyo
και το Αϊντχόβεν της
Ολλανδίας, οι Sony και
Philips κατέληξαν στην
λεγόμενη Κόκκινη Βίβλο,
που περιέγραφε τα
στάνταρ χαρακτηριστικά
του compact disc.
Σύμφωνα με τον θρύλο, το
μέγεθος (12 εκατοστά)
και η διάρκεια (74 λεπτά
και 33 δευτερόλεπτα) του
CD άλλαξαν την τελευταία
στιγμή, γιατί ο τότε
αντιπρόεδρος της Sony,
Norio Ohga, επέμενε ότι
αυτό θα πρέπει να έχει
αρκετό χώρο για την
μεγαλύτερη ηχογραφημένη
εκτέλεση της 9ης
συμφωνίας του Beethoven,
που ήταν το αγαπημένο
κομμάτι της γυναίκας
του. Το πιθανότερο,
πάντως, είναι ότι
πρόκειται για μύθο,
καθώς η αγάπη μίας
γυναίκας για τον
Beethoven δύσκολα θα
απειλούσε να τινάξει
στον αέρα ένα τόσο
δύσκολο deal με άπειρες
τεχνικές και οικονομικές
παραμέτρους.
Το CD ήταν γεγονός και
παρότι οι δημιουργοί του
ήταν πεπεισμένοι ότι
ήταν πολύ καλύτερο από
το βινύλιο και τις
κασέτες, η βιομηχανία
της μουσικής και το
κοινό δεν πείστηκαν και
τόσο εύκολα.
Έτσι, τον Απρίλιο του
1982, εκπρόσωποι της
Sony και της Philips
ήρθαν στην Ελλάδα για το
διεθνές συνέδριο
Billboard, ελπίζοντας να
πείσουν τη μουσική
βιομηχανία να υιοθετήσει
το δημιούργημά τους. Ο
κλάδος βίωνε μία επώδυνη
ύφεση και άρα οι
δισκογραφικές εταιρείες
δεν ήταν διατεθειμένες
να ποντάρουν εκατομμύρια
δολάρια σε ένα προϊόν
με αμφίβολη επιτυχία:
Το CD ήταν κάτι νέο και
ξένο, ενώ παράλληλα,
ήταν ακριβό τόσο για να
κατασκευαστεί όσο και
για να το αγοράσει
κανείς.
Όμως η Sony και η
Philips είχαν τις δικές
τους δισκογραφικές (CBS
και Polygram αντίστοιχα)
και έτσι αποφάσισαν να
προχωρήσουν μόνες τους
στην κυκλοφορία των CD.
Η CBS κυκλοφόρησε το
πρώτο CD που βγήκε προς
πώληση, μία επανέκδοση
του δίσκου του Billy
Joel, 52nd Street, στην
Ιαπωνία τον Οκτώβριο του
1982. Όμως η Philips δεν
πρόλαβε την προθεσμία
για την παραγωγή και
έτσι η ημερομηνία της
διεθνούς κυκλοφορίας του
CD καθυστέρησε έως τον
Μάρτιο του 1983.
Ωστόσο, ο πρώτος χρόνος
του CD ήταν
απογοητευτικός, αφού
πουλήθηκαν μόλις 5,5
εκατ. δισκάκια και
350.000 CD players.
Προφανώς, οι πολύ υψηλές
τιμές τους ήταν ένας
σοβαρός λόγος, αφού ένα
CD κόστιζε τότε 15
δολάρια (35 δολάρια σε
σημερινά χρήματα) και το
CD player Sony CDP-101
άγγιζε τα 730 δολάρια
(1.750 δολάρια σε
σημερινά χρήματα).
Παράλληλα, έφταιγε
βέβαια και το γεγονός
ότι τα άλμπουμ που ήταν
διαθέσιμα σε CD ήταν
ακόμα λιγοστά.
Όμως έως τα τέλη της
δεκαετίας του 1980, τα
CD ξεπέρασαν τις κασέτες
σε πωλήσεις. Το πρώτο
άλμπουμ που πούλησε 1
εκατ. CD, με πωλήσεις
που ξεπέρασαν και
εκείνες του αντίστοιχου
βινυλίου, ήταν το
Brothers in Arms των
Dire Straits, που
κυκλοφόρησε το 1985.
Γνωρίζοντας ότι το να
αγοράσει κανείς ένα CD
player και να
αντικαταστήσει ολόκληρη
τη συλλογή του με CD
ήταν μια ακριβή υπόθεση,
οι κατασκευαστές
φέρθηκαν έξυπνα: Έδωσαν
βάση στα CD της κλασικής
μουσικής, αφού ήξεραν
ότι αυτό το κοινό
ενδιαφερόταν για την
καλύτερη ποιότητα του
ήχου, αλλά είχε και
περισσότερα χρήματα να
διαθέσει.
Έως τη δεκαετία του
1990, τα CD «πετούσαν».
Η οικονομία βρισκόταν σε
άνθηση και έτσι οι
πωλήσεις των CD σε όλο
τον κόσμο ξεπέρασαν το 1
δισεκατομμύριο το 1992
και τα 2 δισεκατομμύρια
το 1996. Τα περιθώρια
κέρδους των εταιρειών
ήταν τεράστια. Τα CD
ήταν πλέον φθηνότερα να
κατασκευαστούν από το
βινύλιο, αλλά πωλούνταν
σε διπλάσιες τιμές.
Ακόμα και την ώρα που το
κόστος παραγωγής έπεφτε,
οι τιμές τους ανέβαιναν.
Οι δισκογραφικές είχαν
κλείσει παρασκηνιακές
συμφωνίες με τα
δισκάδικα να μην
επιτρέψουν στις τιμές να
πέσουν. Έτσι, ακόμα και
όταν το κόστος είχε
πέσει σχεδόν στο ένα
δολάριο, τα CD
εξακολουθούσαν να
πωλούνται αντί 14
δολαρίων.
Οι Philips και Sony
έβγαζαν τεράστια ποσά
από τα δικαιώματα των
ίδιων των CD. Η ειρωνεία
είναι ότι ενώ οι Ιάπωνες
μηχανικοί που είχαν
δουλέψει για τη
δημιουργία τους έπαιρναν
ένα μέρος από αυτά τα
κέρδη, οι Ολλανδοί
έπρεπε –με βάση τις
συμφωνίες που είχαν
υπογράψει- να αρκούνται
στον μισθό τους και μία
αμοιβή ενός δολαρίου για
κάθε πατέντα που είχαν
καταθέσει. «Οι Ιάπωνες
της Sony αγοράζουν σκάφη
και εμείς αρκούμαστε σε
ένα δολάριο»,
αυτοσαρκάζονταν.
Με το πέρασμα της
δεκαετίας, η βιομηχανία
της μουσικής ανησυχούσε
τόσο πολύ για την
εξάπλωση των πειρατικών
CD που ροκάνιζε τις
πωλήσεις της, ώστε δεν
αντιλήφθηκε καθόλου την
απειλή του MP3.
Έτσι, η πτώση του CD
άρχισε αργά. Όταν το
σάιτ file-sharing
Napster άρχισε να
ανεβαίνει, το 1999 και
το 2000, οι πωλήσεις των
CD συνέχισαν να
αυξάνονται, φτάνοντας το
2000 στο ρεκόρ των 2,455
δισεκατομμυρίων. Οι
έφηβοι, που είχαν τις
τεχνολογικές γνώσεις και
δεν είχαν χρήματα για να
αγοράζουν CD,
προτιμούσαν να
«κατεβάζουν» παράνομα
τραγούδια από το
ίντερνετ. Όμως ένα
μεγάλο μέρος της αγοράς
επέλεγε τη νόμιμη οδό.
Η τύχη του CD άλλαξε το
2001, με την γέννηση του
iPod της Apple και του
iTunes. Για πρώτη φορά,
ο αγοραστής μπορούσε να
πληρώσει μόνο για τα
τραγούδια που ήθελε και
όχι για ολόκληρο το
άλμπουμ. Το 2008, με τη
δημιουργία του Spotify,
ο κόσμος μπορούσε να
ακούσει απεριόριστη
μουσική με μία μηνιαία
συνδρομή.
Οι πωλήσεις των CD
άρχισαν να πέφτουν κατά
10 εκατομμύρια κάθε
χρόνο. To 2021, έδειξαν
κάποια σημάδια ζωής,
σημειώνοντας την πρώτη
άνοδο έπειτα από 20
χρόνια, καθώς μεγάλα
ονόματα όπως η Adele και
η Taylor Swift
κυκλοφόρησαν άλμπουμ.
Όμως σήμερα, παραμένουν
κατά 95% χαμηλότερες από
τα υψηλά τους.
Πηγή: Money Review |