Οι περισσότεροι από τους
διαμορφωτές των
επιτοκίων της Federal
Reserve, σύμφωνα με
δημοσίευμα των Financial
Times, απέτυχαν να
προβλέψουν ότι
ο πληθωρισμός θα
σκαρφάλωνε σε αυτά τα
επίπεδα και στη συνέχεια
υπερεκτίμησαν την
ταχύτητα μείωσής του.
Είναι χαρακτηριστική η
υπομονή του επικεφαλής
της Fed, Tζερόμ Πάουελ,
να χαρακτηρίζει τον
πληθωρισμό «παροδικό»
μέχρι να κάνει στροφή
180 μοιρών και να τον
χαρακηρίζει επίμονο. Οι
οικονομολόγοι της
Τράπεζας της Αγγλίας(
BoE) και της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας
υποτίμησαν την κλίμακα
και την επιμονή του
πληθωρισμού. Σε ολόκληρο
τον κόσμο, οι άστοχες
προβλέψεις συνέβαλαν να
αποτύχουν οι κεντρικοί
τραπεζίτες στην βασική
αποστολή τους, στη
διατήρηση της
σταθερότητας των τιμών.
Το αποτέλεσμα της
αποτυχίας αποτυπώθηκε
στην σταθερότητα του
χρηματοπιστωτικού
συστήματος, η οποία
επλήγη από την ταχύτερη
από το συνηθισμένο
αύξηση των επιτοκίων.
Στις ΗΠΑ το τίμημα ήταν
η κατάρρευση 3
περιφερειακών τραπεζών.
Δεν είναι όμως η
μοναδική επίπτωση, καθώς
αυτή η αποτυχία έπληξε
την αξιοπιστία των
θεσμών, οι οποίοι
βασίζονται στην
εμπιστοσύνη για να
κατευθύνουν την
οικονομία. Δεν είναι
τυχαία και η πρόσφατη
παραδοχή του Ιρλανδού
κεντρικού τραπεζίτη και
μέλους του δ.σ της ΕΚΤ,
Γκάμπριελ Μακλούφ, ο
οποίος είπε ότι οι
κεντρικές τράπεζες σε
όλο τον κόσμο έχουν
χάσει έναν βαθμό
εμπιστοσύνης και πρέπει
να τον αποκαταστήσουν
εξηγώντας τη λήψη των
αποφάσεών τους σε ένα
ευρύτερο κοινό και όχι
μόνο στις
χρηματοπιστωτικές αγορές
Κι εδώ έρχεται η σκληρή
κριτική από τον ανώτερο
οικονομικό σύμβουλο της
HSBC, Στήβεν Κίνγκ, ο
οποίος ρίχνει την ευθύνη
στους υπεύθυνους χάραξης
νομισματικής πολιτικής
και στο γεγονός ότι
βασίζονται υπερβολικά
στην ικανότητάς τους να
ελέγχουν τις προσδοκίες
των πολιτών για την
πορεία των τιμών.
Σε κανονικούς καιρούς,
οι επιχειρήσεις θα
αποφάσιζαν τις αυξήσεις
των εργαζόμων με γνώμονα
το στόχο των κεντρικών
τραπεζών ο πληθωρισμός
να κυμαίνεται στα
επίπεδα του 2%. Ο
κανόνας όμως αυτός
ισχύει όταν ο
πληθωρισμός είναι
σταθερός. Μόλις οι
πληθωριστικές πιέσεις
εκτοξευθούν – και
παραμείνουν υψηλές – οι
άνθρωποι αρχίζουν να
πιστεύουν ότι «η
κεντρική τράπεζα λέει
πλέον ανοησίες». Ο
σκεπτικισμός κυριαρχεί
και οι μετρήσεις του
πληθωρισμού αποκτούν
μεγαλύτερη σημασία από
την επιμονή των
κεντρικών τραπεζών ότι
οι πολιτικές τους
μπορούν να καταστείλουν
τις πιέσεις στις τιμές.
Οι θεσμοί παραδέχονται
τα λάθη τους
Ως εκ τούτου ορισμένοι
κεντρικοί τραπεζίτες
έχουν αρχίσει την
ενδοσκόπηση. Η ΕΚΤ
εξέδωσε ένα mea culpa
για την υποεκτίμηση του
πληθωρισμού και
υποσχέθηκε να εστιάσει
περισσότερο στον
υποκείμενο πληθωρισμό
παρά στα μοντέλα
πρόβλεψης στο μέλλον. Το
ΔΝΤ μίλησε επίσης
ανοιχτά για τις
«λανθασμένες εκτιμήσεις»
των προβλέψεών του – αν
και αυτή η ειλικρίνεια
δεν εμφανίστηκε σε καμία
από τις εμβληματικές
εκθέσεις του.
Η BoE υπερασπίστηκε τη
στάση της
υποστηρίζοντας ότι τα
λάθη της δεν οφείλονται
στον τρόπο με τον οποίο
καταρτίζει τις
προβλέψεις της, αλλά
ήταν αποτέλεσμα μεγάλων
σοκ, όπως ο πόλεμος στην
Ουκρανία, τον οποίον δεν
μπορούσε να προβλέψει.
Οι υπεραπιστές της αξίας
των προβλέψεων
Ωστόσο, οι οικονομολόγοι
προειδοποιούν ότι το
κοινό θα πρέπει να
εστιάζει λιγότερο στο αν
οι προβλέψεις
αποδεικνύονται σωστές ή
όχι αλλά στο αν οι
προβλέψεις λένε κάτι
διορατικό για την
οικονομία σε αυτό το
χρονικό σημείο.
Ο Ρίτσαρντ Χιουζ,
επικεφαλής του
ανεξάρτητου
δημοσιονομικού
παρατηρητή του Ηνωμένου
Βασιλείου, του Γραφείου
Ευθύνης για τον
Προϋπολογισμό,
αναγνώρισε ότι η
αποτυχία να εντοπιστεί η
συσσώρευση των πιέσεων
στις τιμές ήταν -μαζί με
την υποτίμηση της
μείωσης της αύξησης της
παραγωγικότητας μετά την
παγκόσμια
χρηματοπιστωτική κρίση-
ένα από τα «δύο μεγάλα
σφάλματα
μακροοικονομικών
προβλέψεων» που έγιναν
τις τελευταίες
δεκαετίες.
Ωστόσο, οι προβλέψεις
παραμένουν, πρόσθεσε «η
καλύτερη κατανόηση του
μέλλοντος, υπό την
προϋπόθεση της γνώσης
του παρόντος». Τόνισε
την ομοιότητα μεταξύ
αυτών των προβλέψεων και
της τιμολόγησης των
χρηματοπιστωτικών
αγορών, η οποία όμως
μετακινείται καθώς
αλλάζουν τα δεδομένα.
«Οι αγορές «αντιδρούν
στις ειδήσεις», ενώ
εμείς «κάνουμε λάθος»,
είπε χαρακτηριστικά.
Ωστόσο, είναι η πρώτη
φορά που οι αγορές
«κλείνουν τα αυτιά τους»
στην ρητορική των
κεντρικών τραπεζών.
Μέχρι πρόσφατα οι
ανακοινώσεις των
κεντρικών τραπεζών ήταν
ο κανόνας για την πορεία
των αγορών, αλλά σύμφωνα
με ανάλυση του Reuters
δεν έχουν την ίδια
απήχηση. Είναι
χαρακτηριστικό ότι αν
και οι προσφάτες
δηλώσεις των
αξιωματούχων της Fed
διαψεύδουν το ενδεχόμενο
μείωσης των επιτοκίων
φέτος, οι traders χθες
εκτιμούσαν σε ποσοστό
περίπου 67% την
πιθανότητα η Fed να
διατηρήσει αμετάβλητα τα
επιτόκια τον Ιούνιο, ενώ
αναμένει μειώσεις στα
τέλη του δεύτερου
εξαμήνου του έτους.
Η Αλεξάνδρα
Ντιεμτρίεβιτς, παγκόσμια
επικεφαλής έρευνας και
ανάπτυξης του οίκου
αξιολόγησης Standard &
Poor’s, έχει την δική
της άποψη. Εξηγεί ότι ο
σκοπός των προβλέψεων
δεν είναι να είναι
σωστοί οι αριθμοί μέχρι
το τελευταίο δεκαδικό
ψηφίο, αλλά «να
εξετάσουμε την αφήγηση,
την κατεύθυνση και τους
κινδύνους».«Εξ ορισμού
μια πρόβλεψη δεν είναι
ποτέ σωστή. Το ερώτημα
είναι αν είναι χρήσιμη»
συμπληρώνει.
Ο Ντάνιελ Λέι, ο οποίος
είναι επικεφαλής της
ομάδας που μελετά και
γράφει τις Παγκόσμιες
Οικονομικές Προοπτικές
του ΔΝΤ – οι οποίες
περιλαμβάνουν προβλέψεις
για κάθε μία από τις 192
χώρες μέλη του Ταμείου –
δήλωσε ότι η αποτυχία
πρόβλεψης σημαντικών
οικονομικών τάσεων δεν
σημαίνει ότι οι
προβλέψεις είναι
άσχετες.
Ακόμη και αν αποδειχθεί
ότι ήταν λανθασμένες, οι
αξιωματούχοι και οι
υπουργοί εξακολουθούσαν
να βρίσκουν τις
προβλέψεις του Ταμείου
χρήσιμες, είπε, επειδή
δίνουν μια αίσθηση της
κλίμακας και εξηγούν τις
πιθανές επιπτώσεις των
παγκόσμιων τάσεων. «Η
προτεραιότητα είναι να
δώσουμε στους υπεύθυνους
λήψης αποφάσεων μια
αίσθηση του τι να
περιμένουν, αλλά και των
κινδύνων, ώστε να
μπορούν να λάβουν τα
απαραίτητα
μέτρα»καταλήγει.
Οι επικριτικοί
Ωστόσο, άλλοι
οικονομολόγοι είναι πολύ
πιο επικριτικοί.
Σε αυτούς που έχουν
ασκήσει σκληρή κριτική
ξεχωρίζει ο Μοχάμεντ Ελ-
Εριάν, πρόεδρος του
Queens’ College του
Κέιμπριτζ και σύμβουλος
της Allianz, ο οποίος
χαρακτήρισε την αρχική
πρόβλεψη της
Ομοσπονδιακής Τράπεζας
των ΗΠΑ ότι ο υψηλός
πληθωρισμός θα είναι
«παροδικός» ως «μία από
τις χειρότερες
προβλέψεις των
τελευταίων δεκαετιών».
Υποστήριξε ότι αν η Fed
είχε εξετάσει πιο
προσεκτικά τα στοιχεία
από τις επιχειρήσεις και
τις επιπτώσεις των δικών
της ενεργειών, τότε θα
είχε εντοπίσει νωρίτερα
τη σοβαρότητα της
αύξησης του πληθωρισμού.
Ο Eλ-Εριάν πιστεύει ότι
η αντιμετώπισή θα
αποδειχθεί δύσκολη,
ιδίως για τη Fed. Οι
κεντρικές τράπεζες,
ιδίως των ΗΠΑ, έχουν
κάνει μεγάλα
«μονόπλευρα» σφάλματα
πρόβλεψης χωρίς να τα
αναγνωρίζουν. Τα
σφάλματα αυτά θα
μπορούσαν να αποδοθούν
στα μοντέλα που
«αδυνατούν να
συμβαδίσουν με τις
σημαντικές διαρθρωτικές
αλλαγές στην οικονομία»,
στο ότι άργησαν να
εξετάσουν τα
«μικροδεδομένα» και στην
ομαδική σκέψη,
καταλήγει.
Πηγή: Οικονομικός
Ταχυδρόμος |