|
Όπως αναφέρει η
Καθημερινή, το ποσοστό
του ετήσιου εισοδήματος
που τελικώς επιστρέφει
στο κράτος, είναι
συνάρτηση πολλών
παραγόντων οι κυριότεροι
εκ των οποίων είναι το
ύψος του εισοδήματος, τα
περιουσιακά στοιχεία του
καθενός αλλά και ο όγκος
της κατανάλωσης. Το
δεδομένο είναι ότι ο
αριθμός των
φορολογουμένων που
χρειάζεται να
απασχοληθεί τέσσερις
μήνες τον χρόνο για να
καλύψει υποχρεώσεις που
συνδέονται με το
Δημόσιο, είναι
πολλαπλάσιος σε σχέση με
τον αριθμό αυτών που
πρέπει να διαθέσουν
περισσότερη από τη μισή
χρονιά.
Το συμπέρασμα της μέσης
απασχόλησης των 172
ημερών εργασίας, στο
οποίο κατέληξε το Κέντρο
Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ),
προκύπτει από τη
διαίρεση του συνολικού
ύψους των εσόδων του
κράτους από φόρους και
ασφαλιστικές εισφορές
(περίπου 88 δισ. ευρώ)
με το καθαρό εισόδημα
της χώρας που πλέον
ξεπερνάει τα 185 δισ.
ευρώ. Είναι στην
πραγματικότητα ένας
μέσος όρος.
Η περαιτέρω ανάλυση με
στόχο να καταγραφούν οι
ανισότητες προϋποθέτει
την κατανομή των
νοικοκυριών με βάση το
εισόδημά τους, τον
υπολογισμό των ποσών που
αντιστοιχούν για φόρους
και ασφαλιστικές
εισφορές, την εκτίμηση
των μηνιαίων δαπανών για
την κάλυψη των βασικών
αναγκών αλλά και τη
συμπλήρωση του
«λογαριασμού» με άλλες
βασικές υποχρεώσεις όπως
είναι ο φόρος κατοχής
ακινήτων (η ιδιοκτησία
στην Ελλάδα αφορά πάνω
από έξι εκατομμύρια
πολίτες) ή ο φόρος που
επιβάλλεται για τις
μετακινήσεις με
αυτοκίνητο (τέλη
κυκλοφορίας, ειδικός
φόρος κατανάλωσης στα
καύσιμα κ.λπ.).

Την προσέγγιση βοηθά η
έρευνα οικογενειακών
προϋπολογισμών της
Ελληνικής Στατιστικής
Αρχής. Σε αυτήν
αποτυπώνονται ξεκάθαρα
οι μεγάλες εισοδηματικές
ανισότητες. Διότι
εντοπίζονται 480.000
νοικοκυριά με μηνιαίο
οικογενειακό εισόδημα
έως 750 ευρώ, επιπλέον
600.000 οικογένειες που
δεν ξεπερνούν τα 1.100
ευρώ τον μήνα, περίπου
1,75 εκατομμύρια
νοικοκυριά που διαβιούν
με μέσες αποδοχές της
τάξεως των 1.450 έως
2.200 ευρώ και άλλα
περίπου 900.000
νοικοκυριά που φτάνουν
από 2.800 έως και 3.500
ευρώ τον μήνα. Οσο για
τα νοικοκυριά με το
μεγαλύτερο εισόδημα
(αυτά που σπάνε το
φράγμα των 3.500 ευρώ)
εκτιμώνται σε λιγότερα
από 350.000 και
αντιστοιχούν σε λιγότερο
από το 8% του συνόλου.
Είναι προφανές ότι η
μικρότερη αναλογία φόρων
και εισφορών ως προς το
εισόδημα εντοπίζεται
στους έχοντες τα
χαμηλότερα εισοδήματα,
οι οποίοι βέβαια
επιβαρύνονται σχεδόν εξ
ολοκλήρου από έμμεσους
φόρους και ασφαλιστικές
εισφορές.
Ο φόρος εισοδήματος
είναι ουσιαστικά
μηδενικός. Ετσι, σε
εισόδημα 750 ευρώ τον
μήνα, η συνολική
φορολογική επιβάρυνση
αντιστοιχεί στο 34% του
εισοδήματος ακόμη και αν
συνυπολογιστεί
ιδιοκτησία ακινήτου άρα
και ΕΝΦΙΑ. Αυτό το
ποσοστό βέβαια δεν
περιλαμβάνει τις…
επιστροφές που έχουν οι
φορολογούμενοι με τα
χαμηλότερα εισοδήματα
από το κράτος. Στα 750
ευρώ, το σύνολο των
καταβολών στο Δημόσιο
μπορεί να φτάνει στα 255
ευρώ. Ομως, μεγάλο μέρος
αυτού του ποσού
επιστρέφει μέσω
επιδομάτων θέρμανσης,
οικογενειακών
επιδομάτων, εκπτώσεων
στον ΕΝΦΙΑ κ.λπ.
Η ανάλυση δείχνει ότι
όσο ανεβαίνει το
εισόδημα, τόσο μεγαλώνει
και το συνολικό ποσοστό
των κρατήσεων.
Στα μεσαία εισοδήματα με
τις μηνιαίες αποδοχές
των 1.450 ευρώ έως και
2.200 ευρώ, τα ποσοστά
διαμορφώνονται από 40%
έως 44%, ενώ από τις
3.500 ευρώ και άνω, το
ποσοστό ξεπερνάει το
50%. Ειδικά για τους
έχοντες ετήσιες αποδοχές
άνω των 40.000 ευρώ τον
χρόνο, το κίνητρο για
φοροδιαφυγή είναι πολύ
ισχυρό δεδομένου ότι
ακόμη και σήμερα, ο
ανώτατος συντελεστής της
κλίμακας παραμένει στο
44%. Η μείωση των
ασφαλιστικών εισφορών
και η κατάργηση της
εισφοράς αλληλεγγύης
βελτίωσαν την κατάσταση
(πριν από αυτά τα μέτρα
ο συντελεστής έφτανε και
στο 70%), ωστόσο τα
ποσοστά παραμένουν πολύ
υψηλά.
Ενα νοικοκυριό που
στηρίζεται σε έναν
εργαζόμενο με μηνιαίες
μεικτές αποδοχές της
τάξεως των 4.500 ευρώ
(είναι περίπου 2.750
ευρώ καθαρά), καταλήγει
να καταβάλλει στο κράτος
τα εξής:
1. 624
ευρώ τον μήνα για
ασφαλιστικές εισφορές.
2. 1.127
ευρώ τον μήνα για φόρο
εισοδήματος, ο οποίος
παρακρατείται κάθε μήνα
στην πηγή.
3. Περίπου
500 ευρώ τον μήνα για
ΦΠΑ που αντιστοιχεί στις
μηνιαίες συναλλαγές
συνολικού ύψους περίπου
2.300 ευρώ.
4. Περίπου
80-100 ευρώ τον μήνα για
ΕΝΦΙΑ αν υπάρχει μια
ακίνητη περιουσία που να
αντιστοιχεί στο 10πλάσιο
του ετήσιου εισοδήματος.
5. Περίπου
100 ευρώ τον μήνα για
τους φόρους που
αντιστοιχούν στη
μετακίνηση με το
αυτοκίνητο. Ενα μέσο
αυτοκίνητο καταναλώνει
περίπου 1.200 λίτρα για
να διανύσει 15.000
χιλιόμετρα τον χρόνο. Σε
κάθε λίτρο αντιστοιχεί
ένα ευρώ φόρου, οπότε τα
100 ευρώ μηνιαίως είναι
μια φορολογική
επιβάρυνση που δεν
περιλαμβάνει καν άλλες
χρεώσεις όπως για
παράδειγμα τα τέλη
κυκλοφορίας.
Αν αθροιστούν αυτές οι
πέντε διαφορετικές πηγές
«επαφής» του πολίτη με
το κράτος, τότε
προκύπτει ένα ποσό της
τάξεως των 2.450 ευρώ
που αντιστοιχεί στο 55%
του μεικτού μισθού. |