|
Το μοτίβο που αναμένει
για το νέο έτος ο
ερευνητικός βραχίονας
του Economist είναι μεγάλες
αποκλίσεις ανάμεσα στις
ευρωπαϊκές οικονομίες.
Ενδεικτικά, η Γερμανία
και οι ανατολικές χώρες
θα δουν ήπια ανάπτυξη
μετά από μια αναιμική
χρονιά. Παρότι
αναμένεται να βελτιωθούν
οι συνθήκες της αγοράς,
η ανταγωνιστικότητα της
γερμανικής μεταποίησης
θα συνεχίσει να δέχεται
ισχυρές πιέσεις από το
κόστος ενέργειας και τη
μετάβαση στην
ηλεκτροκίνηση. Σε ό,τι
αφορά τα δυτικά κράτη
αναμένεται στασιμότητα ή
επιβράδυνση.
Ωστόσο, σύμφωνα με το
EIU (την έκθεση
παρουσιάζει το Money
Review)
διαφορετική κατεύθυνση,
με ανάπτυξη άνω του 2%,
θα πάρει η Ελλάδα -μαζί
με την Πορτογαλία, την
Ισπανία, τη Ρουμανία και
την Κροατία μεταξύ
άλλων- εν μέρει χάρη
στην τουριστική ανάκαμψη
στα επίπεδα προ
πανδημίας.

Στο πεδίο του πληθωρισμού,
προβλέπεται συνέχεια της
πτωτικής πορείας και
επαναφορά υπό του 3%
στην πλειονότητα των
ευρωπαϊκών χωρών.
«Αγκάθι», όμως, θα είναι
η σφιχτή αγορά εργασίας,
που τροφοδοτεί το
κομμάτι της ζήτησης και
συντηρεί σε υψηλά
επίπεδα τις τιμές.
Πάντως, οι αναλυτές του
EIU πιστεύουν ότι έχει
κλείσει ο πρωτοφανής
κύκλος της νομισματικής
σύσφιγξης της ΕΚΤ, η
οποία όμως θα διατηρήσει
το κόστος δανεισμού στα
ίδια επίπεδα μέχρι τα
μέσα του 2024. Έτσι,
βέβαια, νοικοκυριά και
επιχειρήσεις θα
συνεχίσουν να
αισθάνονται την
οικονομική πίεση καθ’
όλη τη διάρκεια του
έτους.
Συνολικά, η αποκλιμάκωση
του πληθωρισμού, η
άνοδος των μισθών και οι
ευρωπαϊκές επενδύσεις θα
δώσουν στήριγμα στην
ανάπτυξη του χρόνου.
Ωστόσο, το υψηλό κόστος
δανεισμού σε συνδυασμό
με εξωγενείς παράγοντες,
όπως η υποτονική διεθνής
ανάπτυξη και η χαμηλή
ζήτηση από ΗΠΑ και Κίνα,
θα γίνουν «βαρίδια» για
την αναπτυξιακή πορεία
της Ευρώπης.
«Καμπανάκι» για τη
βιωσιμότητα του χρέους
Οι αναλυτές του EIU
κρούουν τον κώδωνα του
κινδύνου σχετικά με τη
βιωσιμότητα των δημοσίων
χρεών, ιδίως σε χώρες
που συνδυάζουν χαμηλές
προοπτικές ανάπτυξης,
υψηλό χρέος και ελλιπή
σχεδιασμό για εξυγίανση
των κρατικών τους
ταμείων, όπως η Ιταλία.

Οι αναλυτές, σημειώνουν
εξάλλου ότι το κόστος
εξυπηρέτησης του χρέους
θα απορροφά μεγαλύτερο
μέρος από τους κρατικούς
προϋπολογισμούς τα
επόμενα χρόνια,
συρρικνώνοντας τα
δημοσιονομικά περιθώρια
για πιο παραγωγικές
επενδύσεις, όπως στην
υγεία και την παιδεία.
Επίσης, λόγω των νέων
προκλήσεων στον τομέα
της ασφάλειας και
εξαιτίας των «πράσινων»
στόχων, οι κυβερνήσεις
θα πρέπει να βρουν νέους
τρόπους χρηματοδότησης
των κλάδων
προτεραιότητας, όπως η
άμυνα.
Η φορολόγηση των
υπερκερδών σε τράπεζες
και ενεργειακές
επιχειρήσεις ή η
φορολογία των πλουσίων
και των ξένων -όλα
δημοφιλή μέτρα το
τελευταίο διάστημα- δεν
αρκούν για να καλύψουν
τις ελλείψεις, εκτιμούν
οι αναλυτές του EIU. |