|
Ειδικότερα, τα καθαρά
έσοδα από τόκους για τις
ευρωπαϊκές τράπεζες
εκτινάχθηκαν στα 378
δισ. ευρώ φέτος από 270
δισ. ευρώ το 2021,
σύμφωνα με στοιχεία της
UBS. Στο ίδιο διάστημα,
τα δάνεια αυξήθηκαν κατά
μόλις 2%, το οποίο
σημαίνει ότι ο
μεγαλύτερος όγκος των
επιπλέον κερδών
προέρχεται από το
περιθώριο μεταξύ
επιτοκίων καταθέσεων και
δανείων.
Χάρη στα αυξημένα έσοδα,
οι ευρωπαϊκές τράπεζες
κατάφεραν να αυξήσουν τα
μερίσματα και τα
προγράμματα επαναγοράς
μετοχών στα 121 δισ.
ευρώ από 90 δισ. ευρώ το
2021. Όπως όμως
σημειώνουν οι Financial
Times, παρότι οι
εξελίξεις αυτές οδήγησαν
και σε άλμα των
αντίστοιχων τραπεζικών
μετοχών, οι περισσότερες
διαπραγματεύονται σε
τιμές πολύ χαμηλότερες
σε σχέση με το book
value (λογιστική αξία),
αλλά και με τα
αμερικανικά τραπεζικά
ιδρύματα.
«Οι ευρωπαϊκές τράπεζες
υπεραποδίδουν σε
σύγκριση με την αγορά
κατά τουλάχιστον 50%
(από το τέλος του 2020)
και παρόλα αυτά έχουν
κεφαλαιοποίηση, η οποία
αντιστοιχεί σε έσοδα
κατά 30% χαμηλότερα από
τις προβλέψεις μας»,
δήλωσε χαρακτηριστικά
στους Financial Times ο
Jason Napier, αναλυτής
στην UBS. Οι μετοχές
δέχονται έντονη πίεση
μεταξύ άλλων από τις
ανησυχίες περί ύφεσης,
την ασθενή ζήτηση για
δάνεια, καθώς και το
ενδεχόμενο αύξησης των
ελάχιστων κεφαλαιακών
απαιτήσεων.
Τι προβλέπεται για το
νέο έτος
Τώρα, βραχνάς για τους
τραπεζίτες που θέλουν να
προσελκύσουν «φρέσκο»
χρήμα είναι ότι
επίκειται -ενδεχομένως
μέσα στο επόμενο
τρίμηνο- μείωση των
επιτοκίων δανεισμού. Μια
τέτοια εξέλιξη θα
συρρικνώσει τα περιθώρια
επιτοκίων (ΝΙΜ), τα
οποία μόλις είχαν
αρχίσει να ανακάμπτουν
έπειτα από τουλάχιστον
μία δεκαετία φθηνού
χρήματος.
Ταυτόχρονα, σύμφωνα με
τη UBS, οι προβλέψεις
για ζημίες δανείων (LLP)
θα αγγίξουν τα 63 δισ.
ευρώ το 2024, από 31
δισ. ευρώ το 2021.
Παρότι το επίπεδο αυτό
παραμένει διαχειρίσιμο,
απαιτεί κεφάλαια, τα
οποία υπό άλλες συνθήκες
θα διοχετεύονται προς
μερίσματα και
προγράμματα επαναγοράς
μετοχών.
Σύμφωνα με τους
Financial Times, η
κατάσταση αποδίδεται εν
μέρει στον πανικό που
επικράτησε στην αρχή του
2023, όταν τρεις
περιφερειακές τράπεζες
των ΗΠΑ και στη συνέχεια
η Credit Suisse
κατέρρευσαν, οδηγώντας
σε παρέμβαση των
κυβερνήσεων και των
αρμόδιων αρχών.
Πηγή: Financial Times |