Η θετική έκπληξη χθες
ήρθε από τον σύνθετο
δείκτη PMI της
S&PGlobal, ο οποίος
γύρισε τον Ιανουάριο σε
θετικό, αναπτυξιακό
έδαφος για πρώτη φορά
εδώ και οκτώ μήνες χάρη
στην ώθηση που έδωσε ο
κλάδος των υπηρεσιών. Ο
σύνθετος PMI
διαμορφώθηκε στις 50,2
μονάδες έναντι 49,8 που
ανέμεναν, κατά μέσο όρο,
οι αναλυτές του
Bloomberg. Τη διαφορά
την έκαναν οι υπηρεσίες,
όπου ο PMI ανέβηκε στο
επίπεδο των 50,7
μονάδων, ενώ αντιθέτως ο
μεταποιητικός κλάδος
παρέμεινε σε τροχιά
συρρίκνωσης (48,8).
Θετικοί παράγοντες
Όπως προκύπτει από την
ανάλυση της S&P Global,
η αναπτυξιακή αυτή
στροφή ήταν αποτέλεσμα
μιας σειράς θετικών
παραγόντων από την
αποκλιμάκωση της
πληθωριστικής πίεσης και
τον ήπιο χειμώνα που
περιόρισε την ενεργειακή
ζήτηση έως την άμβλυνση
των προβλημάτων στην
εφοδιαστική αλυσίδα.
Όπως, ωστόσο, επεσήμανε
ο επικεφαλής
οικονομολόγος της S&P
Global, Κρις Ούλιαμσον,
η εικόνα που εκπέμπεται
είναι περισσότερο εκείνη
της σχετικής
σταθεροποίησης παρά μιας
ουσιαστικής και
δυναμικής αναστροφής.
«Η Ευρωζώνη», δήλωσε,
«δεν έχει βγει κατά
καμία έννοια από τη
στενωπό. Η ζήτηση
συνεχίζει να υποχωρεί
και μια πιθανή νέα
αύξηση τιμών τόσο σε
αγαθά όσο και σε
υπηρεσίες θα μπορούσε να
οδηγήσει σε πιέσεις για
ακόμη μεγαλύτερη
σύσφιγξη της
νομισματικής πολιτικής».
Είναι ενδεικτικό,
άλλωστε, πως -παρά τη
βελτίωση του
Ιανουαρίουοι δύο
μεγαλύτερες οικονομίες
της περιοχής, η Γερμανία
και η Γαλλία, παραμένουν
σε υφεσιακό έδαφος με
τον δείκτη PMI να
διατηρείται κάτω από τις
50 μονάδες.
Η κατανάλωση στη
Γερμανία
Στη Γερμανία επίσης τα
παράλληλα στοιχεία του
ινστιτούτου GfK έδειξαν
ότι και η καταναλωτική
εμπιστοσύνη παραμένει σε
αρνητική τροχιά παρά τη
μικρή βελτίωση που
καταγράφεται στις
προσδοκίες για τον
Φεβρουάριο. Ο δείκτης
καταναλωτικού κλίματος
του GfK για τον επόμενο
μήνα διαμορφώθηκε στις
-33,9 μονάδες έναντι
-37,6 μονάδων τον
Ιανουάριο. Παρότι
πρόκειται για τον
τέταρτο συνεχόμενο μήνα
ανόδου του δείκτη, η
βελτίωση ήταν μακράν
μικρότερη των προβλέψεων
των αναλυτών που
«πόνταραν» στις -33
μονάδες.
«Η πτωτική πορεία των
τιμών της ενέργειας
δείχνει ότι το
καταναλωτικό κλίμα
γίνεται λιγότερο
σκοτεινό» λέει ο
αναλυτής του GfK Ρολφ
Μπαρκλ, προσθέτοντας:
«Παρά ταύτα, το 2023 θα
παραμείνει δύσκολο για
τη γερμανική οικονομία
και η ιδιωτική
κατανάλωση δεν θα
μπορέσει να συμβάλει
θετικά στην οικονομική
επέκταση».
Μετά την ανακοίνωση των
στοιχείων αυτών το ευρώ
κινήθηκε ανοδικά έναντι
του δολαρίου και το
απόγευμα βρισκόταν στο
1,09, καθώς η αγορά διψά
για οιωνούς που δείχνουν
ότι μπορεί να αποτραπεί
μια νέα ύφεση.
Παράλληλα, όμως, τα ίδια
στοιχεία τροφοδότησαν
νέο δημόσιο debate από
την πλευρά των
τραπεζιτών της ΕΚΤ για
το εάν, για πόσο και με
ποια ένταση πρέπει να
συνεχιστούν οι αυξήσεις
των επιτοκίων.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες
Ο διοικητής της
Bundesbank, Γιόακιμ
Νάγκελ, μιλώντας στο
γαλλικό περιοδικό
L’Express, τάχθηκε υπέρ
της συνέχισης της
σφιχτής νομισματικής
πολιτικής έως ότου
συγκρατηθεί πλήρως ο
πληθωρισμός.
«Πρέπει να συνεχίσουμε
να συσφίγγουμε τη
νομισματική πολιτική
προκειμένου να ελέγξουμε
την πίεση στις τιμές και
να σταθεροποιήσουμε τις
προσδοκίες για τον
πληθωρισμό. Ο υψηλός
πληθωρισμός επιβαρύνει
οικογένειες,
επιχειρήσεις και τις
οικονομίες μας ως
σύνολο» τόνισε.
Από την πλευρά του, ο
Ιταλός Φάμπιο Πανέτα
υποστήριξε πως η
Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα δεν πρέπει να
δεσμευτεί σε καμία νέα
αύξηση επιτοκίων πέραν
του Φεβρουαρίου, καθώς
πλέον υπάρχουν λόγοι
συγκρατημένης
αισιοδοξίας για τον
πληθωρισμό.
«Υπάρχει πολύ μεγάλη
αβεβαιότητα στην
οικονομία για να
δεσμευτούμε άνευ όρων
για μια συγκεκριμένη
πορεία» είπε ο Πανέτα
στη Handelsblatt. «Πέρα
από τον Φεβρουάριο,
οποιαδήποτε καθοδήγηση
-δηλαδή καθοδήγηση που
δεν σχετίζεται με τις
οικονομικές προοπτικέςθα
αποκλίνει από την
προσέγγισή μας που
βασίζεται στα δεδομένα»,
πρόσθεσε.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα έχει ήδη αυξήσει
το βασικό επιτόκιό της
κατά 250 μονάδες βάσης
και αναμένεται να
προχωρήσει σε ακόμη μία
αύξηση, κατά 50 μονάδες
βάσης, την ερχόμενη
εβδομάδα.
Πηγή: Ναυτεμπορική |