Όπως τόνισε ο αναλυτής,
υπάρχει ευρεία δέσμευση
στη συνετή δημοσιονομική
πολιτική ανάμεσα στα
βασικά πολιτικά κόμματα.
Στο πλαίσιο αυτό,
επεσήμανε πως παρότι οι
εκλογές φέρνουν κάποια
αβεβαιότητα στο μέτωπο
των πολιτικών, εντούτοις
αυτό που κυρίως θέλει να
δει η Fitch για να
προχωρήσει στην
αναβάθμιση της
πιστοληπτικής ικανότητας
της Ελλάδας είναι μία
βεβαιότητα ότι ο δείκτης
του χρέους ως προς το
ΑΕΠ βρίσκεται σε πτωτική
τροχιά.
Το 2022 ήταν μία ειδική
χρονιά, καθώς η υψηλή
ανάπτυξη έφερε τη μείωση
του χρέους, όμως στο
μέλλον, τα πρωτογενή
πλεονάσματα θα πρέπει να
παίξουν σημαντικότερο
ρόλο στη διαδικασία
αυτή, τόνισε ο
Muscatelli.
Και πρόσθεσε ότι ένας
σημαντικός παράγοντας
που επηρεάζει την άποψη
της Fitch για την
ελληνική αξιολόγηση
είναι και οι προοπτικές
της παγκόσμιας
οικονομίας. Στο πλαίσιο
του διεθνούς
περιβάλλοντος, ο
αναλυτής δεν απέκλεισε
το ενδεχόμενο μιας
τεχνικής ύφεσης (δύο
συνεχόμενα τρίμηνα
αρνητικής ανάπτυξης)
στην Ελλάδα μέσα στο
2023, όμως έσπευσε να
επισημάνει ότι κάτι
τέτοιο δεν θα είναι τόσο
σημαντικό όσο η
γενικότερη εικόνα της
οικονομικής επιβράδυνσης
που έχει σχηματίσει ο
οίκος. Σύμφωνα με την
άποψή του, η οικονομική
δραστηριότητα στην
Ελλάδα θα εμφανίσει
στασιμότητα έως τα μέσα
του έτους και στη
συνέχεια θα είναι
αξιοπρεπής για το
δεύτερο εξάμηνο του 2023
και το 2024.
Ειδικότερα, ο Muscatelli
περιμένει ασθενή
ανάπτυξη της τάξης του
0,9% φέτος, με αισθητή
επιτάχυνση στο 2,3% για
το 2024. Παρότι ο οίκος
αξιολόγησης χαρακτηρίζει
περιορισμένες τις
προοπτικές για ισχυρή
ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα,
εντούτοις εκτιμά ότι τα
ευρωπαϊκά κονδύλια θα
στηρίξουν την ανάπτυξη,
καθώς η κατανάλωση είναι
αδύναμη.

Ο πληθωρισμός αναμένεται
να αποκλιμακωθεί στο 5%
φέτος, από το 9,3% το
2022 και να πέσει στο
1,5% το 2024.
Μιλώντας για την απόφαση
της Fitch να αναβαθμίσει
την πιστοληπτική
αξιολόγηση της Ελλάδας
στο BB+ (ένα σκαλοπάτι
χαμηλότερα από την
επενδυτική βαθμίδα), την
Παρασκευή, ο Muscatelli
την απέδωσε κυρίως στις
βελτιωμένες
δημοσιονομικές
επιδόσεις, με τον οίκο
να περιμένει
δημοσιονομικό έλλειμμα
στο 3,8% του ΑΕΠ για το
2022, το οποίο θα
μειωθεί τα δύο επόμενα
χρόνια, στο 2,5% του ΑΕΠ
για το 2023 και στο 1,8%
το 2024. Η Fitch
περιμένει βελτίωση και
στο πρωτογενές ισοζύγιο,
με πλεόνασμα σχεδόν 1%
(0,9%) του ΑΕΠ το 2024,
που θα ρίξει το χρέος
στο 160,6% του ΑΕΠ την
ίδια χρονιά.
Έπειτα από την σημαντική
αποκλιμάκωση του χρέους
τα προηγούμενα χρόνια
(από το 194,5% του ΑΕΠ
το 2021, στο 170,1% το
2022 και στο 165,5%
φέτος), η Fitch εκτιμά
τώρα ότι ο δείκτης του
χρέους προς το ΑΕΠ θα
μειώνεται με ηπιότερο
ρυθμό, κυρίως ως
αποτέλεσμα των
πρωτογενών
πλεονασμάτων.
Στο περιβάλλον αυτό, η
ελληνική αξιολόγηση
υποστηρίζεται από
παράγοντες όπως το
χαμηλό κόστος
εξυπηρέτησης του χρέους,
η μακρινή περίοδο
ωρίμανσης και τα
σημαντικά ταμειακά
διαθέσιμα, παρότι το
συνολικό στοκ του χρέους
είναι υψηλό. Σημαντικό
χαρακτηρίζεται, επίσης,
το σχετικά χαμηλό
επιτοκιακό κόστος,
ειδικά στο σημερινό
περιβάλλον της
νομισματικής σύσφιγξης.
Οι τράπεζες
Μιλώντας για τον
ελληνικό τραπεζικό
κλάδο, έπειτα και από
την χθεσινή αναβάθμιση
στην πιστοληπτική
αξιολόγηση της Εθνικής
Τράπεζας, της Eurobank
και της Alpha Bank, ο
αρμόδιος αναλυτής Pau
Labro Vila διαπιστώνει
μειωμένα ρίσκα και
περιορισμένες εισροές
νέων μη εξυπηρετούμενων
δανείων.
Η Fitch μιλά για
βελτιωμένη δομική
κερδοφορία στον κλάδο,
προβλέποντας ότι ο
δείκτης λειτουργικής
κερδοφορίας/ενεργητικού
θα παραμείνει γύρω στο
2%, λόγω της βελτίωσης
της ποιότητας
ενεργητικού, παρά τα
χαμηλότερα έσοδα από το
trading. Τα νέα δάνεια,
τα υψηλότερα επιτόκια
και οι πρωτοβουλίες για
τη μείωση του κόστους
αναμένεται να συμβάλλουν
θετικά.
Ο
δείκτης των κόκκινων
δανείων αναμένεται να
κινηθεί προς μεσαία
μονοψήφια επίπεδα, με τη
βελτίωση να πυροδοτείται
από τα νέα δάνεια, τη
θεραπεία των δανείων και
μικρές μη οργανικές
κινήσεις μετά τη λήξη
του Ηρακλή.
H Fitch εκτιμά ότι τα
capital buffers των
τραπεζών θα ενισχυθούν
περαιτέρω, λόγω της
βελτίωσης των
αποτελεσμάτων και της
μικρής έκθεσης στις
διακυμάνσεις της αγοράς,
ενώ οι επιπτώσεις στα
χαρτοφυλάκια
προβλέπονται
περιορισμένες. |