|
Όπως γράφει η Νατάσα
Στασινού στην
Ναυτεμπορική, με τους
επενδυτές να έχουν
προεξοφλήσει τις
αναβαθμίσεις ήδη από τις
εκλογές του Ιουνίου, τα
ελληνικά ομόλογα έχουν
επιδοθεί σε ένα δυναμικό
ράλι μέσα σε εξαιρετικά
δύσκολες συνθήκες. Ο
υψηλός πληθωρισμός και
οι δραστικές αυξήσεις
επιτοκίων από τις
κεντρικές τράπεζες, θα
μπορούσαν να έχουν
λυγίσει τους κρατικούς
τίτλους, εκτινάσσοντας
τις αποδόσεις του
(δηλαδή το κόστος
δανεισμού της χώρας) σε
απαγορευτικά επίπεδα.
Ωστόσο με τη βοήθεια και
των οίκων αξιολόγησης οι
αποδόσεις κρατήθηκαν
χαμηλότερα ακόμη και από
εκείνες των ιταλικών.
Τα ελληνικά ομόλογα
«τρέχουν» – Ποιους θα
φτάσουν;
Τώρα με τις αγορές να
εκτιμούν ότι η
περιοριστική νομισματική
πολιτική έφτασε στο
τέλος της και οι
μειώσεις επιτοκίων θα
έρθουν ίσως νωρίτερα
ακόμη και από τα μέσα
του 2024, η απόδοση του
ελληνικού 10ετους έχει
υποχωρήσει κοντά στο
3,6% την ώρα που εκείνη
του αντίστοιχου ιταλικού
είναι στο 4,15%.
Με τα ελληνικά ομόλογα
να έχουν προβάδισμα
έναντι των ιταλικών ήδη
από τον Μάιο, επόμενη
στάση για αυτά είναι … η
Ισπανία, σχολιάζει
χαρακτηριστικά το
Bloomberg. Η απόδοση του
ισπανικού 10ετους είναι
αρκετά κοντά, στο 3,45%.
Η Wood εμφανίζεται ακόμη
πιο αισιόδοξη για τις
επιδόσεις των ελληνικών
τίτλων, θεωρώντας ότι
μπορούν να πιάσουν
εκείνες των γαλλικών. Η
απόδοση του γαλλικού
10ετους κινείται αυτό το
διάστημα κάτω από το 3%,
στο 2,91%.
Τι σημαίνει η ένταξη σε
μεγάλους δείκτες
Ανεξάρτητα από το πόσο
θα ανέβουν οι τιμές των
ελληνικών ομολόγων (και
θα υποχωρήσουν
αντίστοιχα οι
αποδόσεις), το επόμενο
βήμα για το κρατικό
χρέος της χώρας είναι η
ένταξή του στους
μεγάλους δείκτες –
εκείνους που φιλοξενούν
μόνο επενδυτικής
βαθμίδας χρεόγραφα.
Ξεχωρίζουν οι δείκτες
των IHS Markit,
Bloomberg, JPMorgan
Chase και FTSE – οι
οποίοι ουσιαστικά
ανοίγουν την πόρτα στα
ομόλογα που εγγράφονται
σε αυτούς σε μία
επενδυτική δεξαμενή
πολλών τρισεκατομμυρίων
δολαρίων. Πρόκειται για
δείκτες που
ακολουθούνται από
πολυάριθμα funds. Για
την ένταξή τους σε
αυτούς απαιτείται η
επενδυτική βαθμίδα από
τουλάχιστον δύο εκ των
τριών μεγάλων οίκων
αξιολόγησης.
Να θυμίσουμε ότι αυτή τη
στιγμή μόνο ο Moody’s –
ο πλέον αυστηρός οίκος –
μας κρατάει στην
κατηγορία των σκουπιδιών
(junk), στην οποία
διολισθήσαμε πριν από 13
χρόνια. Ωστόσο και
εκείνος μας αναβάθμισε
πρόσφατα, φέρνοντάς μας
μόλις ένα σκαλοπάτι από
την πολυπόθητη
investment grade. Πριν
οι S&P και Fitch μας
ανεβάσουν κατηγορία, το
είχαν ήδη πράξει τρεις
άλλοι μικρότεροι οίκοι:
ο ιαπωνικός Rating and
Investment Information
Inc., ο γερμανικός Scope
Ratings και ο καναδικός
DBRS Morningstar.
Οι 3 παράγοντες που μας
έβγαλαν από το junk
Τι είναι όμως αυτό που
είδαν οι οίκοι και
έδωσαν υψηλότερες
βαθμολογίες; Η εκλογική
νίκη της ΝΔ με όρους
θριάμβου το περασμένο
καλοκαίρι ήταν για τους
αναλυτές των οίκων μία
ένδειξη πολιτικής
σταθερότητας. Τα όποια
σενάρια είχαν έρθει στο
φως για κυβέρνηση
συνεργασία ή για ένα
παρατεταμένο διάστημα
ρευστότητας στο πολιτικό
σκηνικό, διαλύθηκαν πολύ
γρήγορα. Η ισχυρή
κυβέρνηση μεταφράστηκε
από τους οίκους ως μία
έμμεση διαβεβαίωση ότι η
χώρα μπορεί να
παραμείνει στο μονοπάτι
των μεταρρυθμίσεων και
της δημοσιονομικής
πειθαρχίας.
Το δεύτερο στοιχείο ήταν
οι ρυθμοί ανάπτυξης:
Υπολογίζονται από το
οικονομικό επιτελείο σε
2,4% για φέτος και 2,9%
για την επόμενη χρονιά,
κάτι που θα οδηγήσει και
σε αισθητή μείωση του
χρέους ως ποσοστού του
ΑΕΠ, στο 152,3% το 2024
από 206% το 2020.
Αγορές και οίκοι έχουν
σταθερά στραμμένο το
βλέμμα και στον
τραπεζικό κλάδο και εκεί
τα νέα ήταν καλά. Δεν
ήταν μόνο ή τόσο η
μεγάλη μείωση του
ποσοστού των κόκκινων
δανείων, που έδειξε μία
σταδιακή επιστροφή στην
«κανονικότητα». Ήταν
πρωτίστως η εκκίνηση της
διαδικασίας για
αποχώρηση του ΤΧΣ από το
μετοχικό τους κεφάλαιο
και η επιστροφή τους σε
ιδιωτικά χέρια. Η
είσοδος της ιταλικής
Unicredit στην Alpha και
το ισχυρό επενδυτικό
ενδιαφέρον για την
Εθνική Τράπεζα ήταν
αναμφίβολα μία ψήφος
εμπιστοσύνης. |