Όπως σημειώνει ρεπορτάζ
της Καθημερινής, το
διακύβευμα είναι πολύ
μεγάλο: πάνω από το 40%
των συνολικών
φορολογικών εσόδων της
χώρας προέρχεται από την
έμμεση φορολογία
(τουλάχιστον 10 μονάδες
πάνω από τον μέσο όρο
της Ε.Ε.), ενώ η
αναλογία ως προς το ΑΕΠ
ξεπερνάει το 17%, όταν ο
μέσος όρος της Ευρώπης
είναι στο 13%.
Σε πολλά πεδία –καύσιμα,
τρόφιμα, πετρέλαιο
θέρμανσης κ.λπ.- η
Ελλάδα εφαρμόζει από
τους υψηλότερους
συντελεστές ΦΠΑ και
φόρων κατανάλωσης
διεθνώς, ενώ ελληνική
«πατέντα» είναι το
φαινόμενο να επιβάλλεται
έμμεσος φόρος στον
έμμεσο φόρο (π.χ. στην
αμόλυβδη ο ΦΠΑ
υπολογίζεται και επί του
ειδικού φόρου
κατανάλωσης, ενώ το ίδιο
συμβαίνει με την κινητή
τηλεφωνία, όλα τα
καύσιμα κίνησης, το
πετρέλαιο θέρμανσης
κ.λπ.). Μεγάλη
εισπρακτική απόδοση,
μεγάλο και το
δημοσιονομικό κόστος της
μείωσης των συντελεστών
σε μόνιμη βάση.
Στο οικονομικό επιτελείο
έχουν ήδη υπολογίσει ότι
για να μειωθεί ο βασικός
συντελεστής του ΦΠΑ κατά
μία μονάδα (από το 24%
στο 23% και από το 13%
στο 12%) απαιτείται
δημοσιονομικός χώρος άνω
του 1,3 δισ. ευρώ.
Πρόσθετο δημοσιονομικό
κόστος συνεπάγονται και
οι «στοχευμένες»
μετατάξεις βασικών
κατηγοριών τροφίμων από
τον χαμηλό συντελεστή
του 13% στον υπερχαμηλό
συντελεστή του 6%. Για
κάθε βασική κατηγορία
(π.χ. γαλακτοκομικά,
κρέατα κ.λπ.)
απαιτούνται από 150-200
εκατ. ευρώ, ανάλογα με
τον όγκο της
κατανάλωσης. Αρα,
λοιπόν, το ερώτημα που
τίθεται επιτακτικά,
είναι το αν θα πρέπει να
διατεθεί ο όποιος
διαθέσιμος
δημοσιονομικός χώρος για
τη μείωση των
συντελεστών έμμεσης
φορολογίας ή αν θα
πρέπει να γίνουν άλλες
επιλογές.
Οι δύο «σχολές σκέψης»
Δύο είναι οι «σχολές
σκέψης» που
συγκρούονται. Η πρώτη
υπεραμύνεται των υψηλών
συντελεστών στην έμμεση
φορολογία με τα εξής
επιχειρήματα:
1. Σε αντίθεση με τους
άμεσους φόρους, οι
έμμεσοι δεν επιβαρύνουν
μόνο τους μόνιμους
κατοίκους της χώρας αλλά
και τους ξένους
επισκέπτες, οι οποίοι
μετά την άνθηση του
τουρισμού ανέρχονται
πλέον σε δεκάδες
εκατομμύρια ετησίως.
Αρα, μια μείωση
συντελεστή ΦΠΑ αξιοποιεί
δημοσιονομικό χώρο για
να επιδοτήσει και τον
τουρίστα.
2. Σε μια χώρα
εκτεταμένης φοροδιαφυγής
όπως είναι η Ελλάδα, ο
φόρος κατανάλωσης είναι
ένας τρόπος να
«συλλάβεις» το μαύρο
εισόδημα τουλάχιστον την
ώρα που καταναλώνεται.
Ειδικά με την παροχή
κινήτρων για τις
ηλεκτρονικές πληρωμές,
το αποτέλεσμα μπορεί να
γίνει ακόμη καλύτερο.
Ηδη, λόγω της πανδημίας,
οι ηλεκτρονικές πληρωμές
έχουν ξεπεράσει τα 60
δισ. ευρώ σε ετήσια βάση
και αυτό έχει αποτυπωθεί
στα έσοδα από τον ΦΠΑ.
Το 2022 έκλεισε με
εισπράξεις μόνο από τον
ΦΠΑ ύψους 21,4 δισ. ευρώ
από 17,4 δισ. ευρώ το
2021.
Πλήττονται οι ευάλωτοι
Ο αντίλογος πηγάζει
βέβαια από το βασικό
χαρακτηριστικό της
έμμεσης φορολογίας: η
υιοθέτηση οριζόντιων
συντελεστών που
επιβαρύνουν το ίδιο τα
χαμηλά και τα υψηλά
εισοδήματα, κάτι που
προφανώς λειτουργεί
αντίστροφα
αναδιανεμητικά, καθώς ο
έχων το υψηλό εισόδημα
καταλήγει να καταβάλει
πολύ μικρότερο ποσοστό
του μισθού του (ή των
μηνιαίων αποδοχών του)
για να αποκτήσει το ίδιο
προϊόν. Το πρόβλημα
γίνεται πολύ πιο έντονο
σε είδη πρώτης ανάγκης,
όπως είναι τα τρόφιμα.
Επομένως, η μείωση των
συντελεστών της έμμεσης
φορολογίας μπορεί να
βοηθήσει τα φτωχότερα
νοικοκυριά, αρκεί
βεβαίως το όφελος να
«περάσει» στην τιμή
λιανικής και να μη χαθεί
στα διάφορα στάδια
τιμολόγησης (από τον
παραγωγό ή τον
χονδρέμπορο στον
λιανέμπορο και από αυτόν
στον τελικό καταναλωτή).
Σε δημοσιονομικό
επίπεδο, η επόμενη
κυβέρνηση θα έχει να
διαχειριστεί έναν
«πονοκέφαλο» από τις
πρώτες κιόλας εβδομάδες
της νέας διακυβέρνησης:
τον Ιούνιο λήγει η
περίοδος εφαρμογής των
μειωμένων συντελεστών
ΦΠΑ για μια σειρά από
βασικές υπηρεσίες, όπως
είναι τα εισιτήρια στα
μέσα μεταφοράς, ο καφές
κ.λπ. Για να παραταθεί
το μέτρο για ακόμη έξι
μήνες και να καλύψει
ολόκληρο το 2023,
απαιτείται
δημοσιονομικός χώρος 250
εκατ. ευρώ, ενώ για να
μπει το μέτρο και στον
προϋπολογισμό του 2024
χρειάζονται επιπλέον 500
εκατ. ευρώ. Αν το μέτρο
δεν παραταθεί, σε
συνθήκες ακρίβειας και
υψηλού πληθωρισμού (σ.σ.
διότι οι ανατιμήσεις θα
συνεχιστούν και το 2023)
τότε θα έχουμε νέο κύμα
ανατιμήσεων από το
δεύτερο μισό του χρόνου.
Αυτό είναι και το
πρόβλημα με τα προσωρινά
μέτρα στην έμμεση
φορολογία: υιοθετούνται
εύκολα, αλλά
καταργούνται δύσκολα.
Τρίτος υψηλότερος
O βασικός συντελεστής
ΦΠΑ στην Ελλάδα (24%)
είναι ο 3ος υψηλότερος
μεταξύ των χωρών μελών
του ΟΟΣΑ. Στη λίστα των
δεκάδων χωρών, η
Ουγγαρία είναι πρώτη με
27%, ακολουθεί η
Νορβηγία, η Δανία και η
Σουηδία με 25% ενώ η
Φινλανδία έχει 24% μαζί
με την Ελλάδα και την
Ισλανδία. Σε περιβάλλον
μεγάλου πληθωρισμού, ο
υψηλός συντελεστής ήταν
αυτός που έφερε και την
έκρηξη των φορολογικών
εσόδων πολύ πάνω από τις
προβλέψεις που είχαν
γίνει στις αρχές του
2022. |