|
Σύμφωνα με τον Andrew
Kenningham, επικεφαλής
οικονομολόγο της Capital
Economics, η οικονομία
της θα είναι η χειρότερη
σε επιδόσεις,
σπρώχνοντας την Ευρωζώνη
σε ύφεση το δεύτερο
εξάμηνο του έτους. Τα
σημερινά στοιχεία-σοκ
του δείκτη PMI
διαψεύδουν τις ελπίδες
ότι η γερμανική
οικονομία θα μπορέσει
να στηριχθεί στον τομέα
των υπηρεσιών, τώρα που
η βιομηχανία της
βρίσκεται σε πτώση.
Ακόμα και πριν από την
ανακοίνωσή τους, όμως, ο
Economist αναρωτιόταν
μήπως είναι η ώρα να
αναγορεύσει ξανά τη
Γερμανία στον «μεγάλο
ασθενή» της Ευρώπης.
Τα στοιχεία έδειξαν ότι
η Γερμανία εμφάνισε αυτό
τον μήνα τη μεγαλύτερη
μείωση στην
επιχειρηματική
δραστηριότητα των
τελευταίων τριών και
πλέον ετών, πυροδοτώντας
φόβους για μια νέα
ύφεση.
Όπως φαίνεται, η έστω
και οριακή επιστροφή της
στην ανάπτυξη κατά το
δεύτερο τρίμηνο, μετά
την ύφεση του χειμώνα,
κινδυνεύει να αποδειχθεί
βραχύβια. Τον Ιούνιο, η
βιομηχανική παραγωγή
εμφάνισε επιβράδυνση
μεγαλύτερη των
προβλέψεων, καθώς η
τεράστια
αυτοκινητοβιομηχανία της
Γερμανίας βρέθηκε σε
απότομη συρρίκνωση.
Για μία ακόμα φορά, η
γερμανική οικονομία
γίνεται από ατμομηχανή,
το βαρίδι της Ευρώπης.
Από το 2006 έως το 2017,
εμφάνισε ανάπτυξη
υψηλότερη των μεγάλων
ευρωπαϊκών οικονομιών,
ακολουθώντας τους
ρυθμούς των ΗΠΑ. Όμως
για το 2023, αναμένεται
να είναι η μοναδική
μεγάλη οικονομία που θα
εμφανίσει συρρίκνωση.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, οι
ρυθμοί ανάπτυξής της θα
είναι χαμηλότεροι από
εκείνους των ΗΠΑ, της
Βρετανίας, της Γαλλίας
και της Ισπανίας στην
επόμενη 5ετία.
Ασφαλώς, τα πράγματα δεν
είναι τόσο άσχημα όσο
ήταν το 1999, σπεύδει να
ξεκαθαρίσει ο Economist.
Η ανεργία είναι μόλις
3%, η Γερμανία του
σήμερα είναι πιο πλούσια
και πιο ανοικτή. Αλλά οι
Γερμανοί διαμαρτύρονται
ότι η χώρα τους δεν
δουλεύει τόσο καλά όσο
θα έπρεπε. Τα τρένα
έχουν τόσο μεγάλες
καθυστερήσεις ώστε η
Ελβετία απέκλεισε μερικά
από αυτά από το δίκτυό
της. Η υπουργός
Εξωτερικών Annalena
Baerbock βρέθηκε δύο
φορές αποκλεισμένη στο
εξωτερικό φέτος το
καλοκαίρι, λόγω βλάβης
στο επίσημο αεροπλάνο
της.
Το πρόβλημα είναι ότι
όλα αυτά τα χρόνια, η
Γερμανία στηρίχθηκε στη
δύναμή της σε παλιούς
κλάδους για να καλύψει
την έλλειψη επενδύσεων
σε νέους. Ο εφησυχασμός,
η εμμονή με τη
δημοσιονομική πειθαρχία
αλλά και η μεγάλη
γραφειοκρατία κράτησαν
σε χαμηλά επίπεδα τις
δημόσιες επενδύσεις,
ειδικά σε τομείς όπως η
πληροφορική.
Σε αυτή την εικόνα
έρχονται τώρα να
προστεθούν οι
γεωπολιτικές εντάσεις,
οι δυσκολίες στην μείωση
των εκπομπών ρύπων και
οι συνέπειες της
γήρανσης του πληθυσμού.
Το νέο γεωπολιτικό
σκηνικό σημαίνει ότι η
μεταποίηση ίσως να μην
αποφέρει πια όσο στο
παρελθόν. Στην Κίνα,
για παράδειγμα, οι
γερμανικές
αυτοκινητοβιομηχανίες
χάνουν την μάχη έναντι
των ντόπιων ανταγωνιστών
τους. Και μια παγκόσμια
κούρσα επιδοτήσεων προς
τις βιομηχανίες σημαίνει
ότι η Ευρώπη είναι
καταδικασμένη είτε να
θυσιάσει την
ανταγωνιστικότητα των
επιχειρήσεών της πίσω ή
να ρίξει πολλά χρήματα
για τη στήριξή τους.
Την ίδια στιγμή, η
ενεργειακή μετάβαση
αποτελεί μια ιδιαίτερα
μεγάλη πρόκληση για τη
Γερμανία, η βιομηχανία
της οποία χρησιμοποιεί
σχεδόν διπλάσια ενέργεια
από την δεύτερη
μεγαλύτερη βιομηχανική
δύναμη της Ευρώπης.
Καθώς το φθηνό ρωσικό
αέριο δεν αποτελεί πια
μια διαθέσιμη επιλογή, η
Γερμανία γυρίζει την
πλάτη της στην πυρηνική
ενέργεια και την ίδια
στιγμή, τα δίκτυά της
αδυνατούν να
υποστηρίξουν τη μετάβαση
στις ανανεώσιμες πηγές
ενέργειας, λόγω της
απουσίας επενδύσεων.
Και τα προβλήματα δεν
σταματούν εδώ. Λόγω του
μεταπολεμικού baby boom,
περίπου 2 εκατ.
εργαζόμενοι πρόκειται να
βγουν στη σύνταξη τα
επόμενα πέντε χρόνια, με
αποτέλεσμα οι ελλείψεις
στο εργατικό δυναμικό να
είναι ήδη έντονες και οι
επιχειρήσεις να
δυσκολεύονται να βρουν
υπαλλήλους.
Όλα δείχνουν ότι εάν η
Γερμανία θέλει να
συνεχίσει να ευημερεί
στο νέο παγκόσμιο
περιβάλλον, το
οικονομικό μοντέλο της
θα πρέπει να
προσαρμοστεί. Όμως σε
αντίθεση με τη δεκαετία
του 1990, η πολιτική
τάξη της χώρας δεν
φαίνεται να παραδέχεται
την ανάγκη για τόσο
ριζικές αλλαγές.
Πηγή: Money Review |