|
Πέραν αυτού όμως,
σύμφωνα με
την Goldman Sachs, η
απόδοση των ελληνικών
τραπεζικών μετοχών
αναμένουν έναν θετικό
καταλύτη από το μέτωπο
των μερισμάτων, τα οποία
εκτιμάται ότι θα
εγκριθούν εντός του
Ιουνίου. Σύμφωνα με τις
μέχρι τώρα ανακοινώσεις,
η μερισματική απόδοση
αναμένεται στο 2% για
την Πειραιώς, στο 3,5%
για την Alpha Bank και
στο 5% για
την Eurobank και την
Εθνική.
«Αναμένουμε ότι η
έγκριση μερίσματος από
την ΕΚΤ στις αρχές του
Ιουνίου θα λειτουργήσει
ως θετικός καταλύτης για
τις ελληνικές τράπεζες
και στο βασικό μας
σενάριο αναμένουμε από
όλες τις ελληνικές
τράπεζες να προχωρήσουν
τις προτεινόμενες
πληρωμές», αναφέρει η
Goldman Sachs.
Σε σχετική βάση, η
επενδυτική τράπεζα
περιμένει μια ισχυρότερη
θετική αντίδραση για τις
Πειραιώς και Alpha για
την έγκριση, ενώ πιο
ήπια θα είναι για την
Εθνική και
τη Eurobank λαμβάνοντας
υπόψη τη σχετική
υπεραπόδοσή τους τους
τελευταίους μήνες.
Η Goldman Sachs διατηρεί
τη σύσταση για αγορά
(buy) στις τρεις
ελληνικές τραπεζικές
μετοχές, πλην
της Alpha Bank, για την
οποία διατηρεί τη
σύσταση ουδετερότητας
(hold). Για
την Eurobank δίνει τιμή
στόχο 12 μηνών στα 2,5
ευρώ, για την Εθνική η
τιμή στόχος είναι στα 10
ευρώ, για την Alpha στα
1,95 ευρώ και για την
Πειραιώς στα 5,30 ευρώ.
Ο ρόλος των ομολόγων
Οι ελληνικές τράπεζες
σημείωσαν σημαντικές
απώλειες, κατά μέσο όρο
5%, την περασμένη
εβδομάδα, με
την Goldman Sachs να
συσχετίζει αυτήν την
επίδοση με την αύξηση
των αποδόσεων των 10ετών
κρατικών ομολόγων.
Υπήρξε επιδείνωση κατά
10 μονάδες βάσης κατά
τις 1-2 εβδομάδες και
κατά περίπου 20 μονάδες
βάσης τις τελευταίες 4
εβδομάδες.
Αυτό συνέβη μαζί με μια
σειρά μακροοικονομικών
ανακοινώσεων που
υποδεικνύουν υψηλότερο ή
ελαφρώς υψηλότερο
πληθωρισμό στην Ευρώπη
(Ισπανία, Γερμανία, ζώνη
του ευρώ) από τον
αναμενόμενο.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι
αναλυτές
της GS αναμένουν ότι το
Διοικητικό Συμβούλιο της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας θα μειώσει τα
επιτόκια πολιτικής κατά
25 μονάδες βάσης στη
συνεδρίαση αυτής της
εβδομάδας στις 6
Ιουνίου, αλλά ο
μετέπειτα ρυθμός
χαλάρωσης παραμένει
αβέβαιος υπό το φως των
στοιχείων που θα
ανακοινωθούν.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί
ότι η ανάπτυξη, ο
βασικός πληθωρισμός και
η αύξηση των μισθών ήταν
κάπως ισχυρότερα από
ό,τι αναμενόταν,
υποδεικνύοντας αύξηση
των προβλέψεων για τον
πληθωρισμό.
Από την άλλη πλευρά, μια
σημαντικά υψηλότερη
πορεία των επιτοκίων και
ένα ελαφρώς ισχυρότερο
σταθμισμένο ως προς τις
εμπορικές συναλλαγές
ευρώ είναι πιθανό να
επηρεάσουν τις
προβλέψεις για τον
πληθωρισμό. Συνολικά,
οι οικονομολόγοι
της GS αναμένουν τώρα
πληθωρισμό 2,4% το 2024
(+0,1 π.μ. από τον
Μάρτιο), 2,1% το 2025
(+0,1 π.μ.) και 1,9% το
2026 (αμετάβλητο).
Η συσχέτιση μεταξύ των
αποδόσεων των ομολόγων
και του P/B των
ελληνικών τραπεζών έχει
αμβλυνθεί τα τελευταία
χρόνια εν μέσω προόδου
στη δημοσιονομική
εξυγίανση (με αρκετές
μεταγενέστερες
αναβαθμίσεις της Ελλάδας
σε
καθεστώς Investment Grade το
2023) και μια σημαντική
ανατροπή του υπολοίπου
των NPEs των ελληνικών
τραπεζών (κλίνουν πιο
κοντά στα μέσα ευρωπαϊκά
επίπεδα).

Οι κίνδυνοι στον κλάδο
Σε επίπεδο κλάδου,
η GS σημειώνει ότι ο
κίνδυνος υψηλότερων και
μακροχρόνιων επιτοκίων
της ΕΚΤ έχει αμφίδρομη
επίδραση στα επιτοκιακά
περιθώρια και
τα ROTE των ελληνικών
τραπεζών.
Ειδικότερα, τα υψηλότερα
επιτόκια θα πρέπει να
υποστηρίζουν τις
υποκείμενες διαφορές
δανείων-καταθέσεων των
ελληνικών τραπεζών
(θετικό για ROTE), (2),
αλλά θα αυξήσει επίσης
το τριμηνιαίο κόστος
αντιστάθμισης κινδύνου
που επιβάλλουν οι
τράπεζες
μέσω swap επιτοκίων (για
τις οποίες οι τράπεζες
λαμβάνουν σταθερό
επιτόκιο, ενώ πληρώνουν
μεταβλητό επιτόκιο
συνδεδεμένο με το
επιτόκιο της ΕΚΤ) εν
αναμονή των μειώσεων
επιτοκίων.
Από την πλευρά της
ποιότητας του
ενεργητικού,
η GS σημειώνει ότι οι
ελληνικές τράπεζες
καταγράφουν σε μεγάλο
βαθμό αρνητικό
σχηματισμό
καθαρών NPE τα τελευταία
τρίμηνα (με τον
δείκτη NPE να μειώνεται
διαδοχικά) και δεν
βλέπει κίνδυνο για
αποκλίσεις σε αυτή την
τάση. |