| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 

 

Τρίτη, 00:01 - 31/01/2023

 

Περίληψη: 

Οι κρατικές επενδύσεις είναι απαραίτητες για να κατευθύνουν τον ιδιωτικό τομέα και να απομακρύνουν ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία από την κοσμική στασιμότητα και την αυξανόμενη ανισότητα που μάστιζε μεγάλο μέρος των δύο τελευταίων δεκαετιών.

 

 

--------------------

Εντάσεις αναστάτωσαν τις ετήσιες συνεδριάσεις του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός νωρίτερα αυτόν τον μήνα. Ανήσυχοι διπλωμάτες και επιχειρηματικοί ηγέτες αναρωτήθηκαν αν η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να αποκλιμακώσουν την αντιπαράθεσή τους και να συμφιλιωθούν. Ενώ συνεχίζουν να υπομένουν μια πανδημία που έχει αναστατώσει την καθημερινή ζωή εδώ και χρόνια, οι Ευρωπαίοι έχουν αντιμετωπίσει τις συνέπειες της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία με τη μορφή μιας άνευ προηγουμένου κρίσης κόστους ζωής.

Ανεμογεννήτριες κοντά στην Σαραγόσα, στην Ισπανία, τον Δεκέμβριο του 2005. Gustau Nacarino / Reuters
 

---------------------------------------------------

Αλλά το φόρουμ έγινε επίσης μάρτυρας μιας πιο αναπάντεχης αντιπαράθεσης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους βρέθηκαν σε αντιπαράθεση σχετικά με την πρόσφατη οικονομική νομοθεσία των ΗΠΑ. Οι ευρωπαίοι φορείς χάραξης πολιτικής επιτίμησαν τον γερουσιαστή Joe Manchin, Δημοκρατικό της Δυτικής Βιρτζίνια, για τον ρόλο του στην οριστικοποίηση του νόμου του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, για τη Μείωση του Πληθωρισμού (Inflation Reduction Act, IRA). Εκτός από την επέκταση της ικανότητας είσπραξης φόρων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και την έγκριση ορισμένων ελέγχων στις τιμές των φαρμάκων, ο IRA ενέκρινε τουλάχιστον 369 δισεκατομμύρια δολάρια σε επιδοτήσεις για έργα και προϊόντα καθαρής ενέργειας. Οι Ευρωπαίοι αντιτίθενται στα ψιλά γράμματα του νόμου, ο οποίος απαιτεί από τις εταιρείες που λαμβάνουν πολλές από αυτές τις επιδοτήσεις να παράγουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Manchin απάντησε επιπλήττοντας τους Ευρωπαίους για τους ήδη υψηλούς δασμούς στα αυτοκίνητα των ΗΠΑ και για την προνομιακή ρύθμιση και την φορολόγηση των ρυπογόνων βιομηχανιών έναντι της παροχής κινήτρων για την ανάπτυξη καθαρότερων βιομηχανιών.

Η διαμάχη αντικατόπτριζε πολύ βαθύτερο χάσμα. Οι υποστηρικτές του IRA στις Ηνωμένες Πολιτείες εξυμνούν το νομοσχέδιο για την παροχή δημόσιων επενδύσεων για την ενίσχυση ολόκληρων τομέων μιας νέας πράσινης οικονομίας. Οι ευρωπαϊκές αντιδράσεις σε αυτόν τον αμερικανικό εναγκαλισμό ενός πιο ενεργητικού ρόλου της κυβέρνησης στην οικονομία είναι, στην καλύτερη περίπτωση, διχασμένες.

Από τότε που το Κογκρέσο των ΗΠΑ ενέκρινε τον IRA, στα τέλη του 2022, ορισμένοι Ευρωπαίοι κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, κατηγορώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι ξεκίνησαν έναν νέο εμπορικό πόλεμο. Αυτή η αντίδραση ήταν λίγο περίεργη, δεδομένης της μακροχρόνιας επιθυμίας της Ευρώπης να αντιμετωπίσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες πιο σοβαρά την κλιματική αλλαγή. Αλλά οι Ευρωπαίοι επικριτές του νομοσχεδίου φοβήθηκαν ότι η μέθοδος που επέλεξε ο Μπάιντεν για να απαλλάξει την οικονομία των ΗΠΑ από τις εκπομπές άνθρακα θα απειλούσε τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που έχουν ήδη πληγεί σκληρά από τον πόλεμο της Ουκρανίας. Τον Δεκέμβριο, ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, προειδοποίησε με πάθος για την απώλεια θέσεων εργασίας στην Ευρώπη, λέγοντας ότι ο IRA θα «κατακερματίσει την Δύση».

Άλλοι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν από τότε ακολουθήσει το ίδιο ρεύμα. Κυρίως, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δεσμεύτηκε να συνδυάσει τις προσπάθειες των ΗΠΑ με ένα σχέδιο σε επίπεδο ΕΕ που θα ενθαρρύνει την παραγωγή και χρήση καθαρής ενέργειας στην ήπειρο. Αλλά αυτή η πρόταση αντιμετωπίζει πολλά εμπόδια, καθώς οι μικρότερες χώρες εντός της ΕΕ ανησυχούν ότι οι δικές τους επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι δεν θα επωφεληθούν από το πρόγραμμα και ότι η Γερμανία, το πλουσιότερο κράτος-μέλος της ΕΕ, δεν θέλει να αναλάβει μια ηπειρωτική προσπάθεια. Άλλοι, όπως η Ολλανδία, αντιτίθενται επί της αρχής σε περισσότερες δαπάνες της ΕΕ.

Ορισμένοι παρατηρητές μπορεί να δουν σε αυτές τις εντάσεις και τις υποβόσκουσες συγκρούσεις την παρακμή της διεθνούς οικονομικής τάξης, που προκλήθηκε από τα σοκ της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, και την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Αλλά η εικόνα δεν χρειάζεται να είναι τόσο ζοφερή. Οι δημοκρατίες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού μπορούν να αντιμετωπίσουν τις σημερινές διαμάχες, συνδυάζοντας τη μεγαλύτερη κρατική συμμετοχή στις αγορές του εσωτερικού με νέες μορφές συνεργασίας στο εξωτερικό. Δεν θα είναι εύκολο, αλλά οι Ευρωπαίοι θα μπορούσαν να κάνουν πράξη την δέσμευση της φον ντερ Λάιεν στο να ανταποκριθούν στο είδος των φιλο-πράσινων επενδύσεων για τις οποίες έχουν δεσμευτεί οι Ηνωμένες Πολιτείες, και οι χώρες του G-7 θα μπορούσαν να αρχίσουν να συνεργάζονται για τη μετάβαση σε πράσινες οικονομίες, δίνοντας προτεραιότητα στις ανάγκες των εργαζομένων και την οικοδόμηση οικονομικής ανθεκτικότητας σε όλες τις συμμαχικές δημοκρατίες.

Η ΑΡΕΤΗ ΤΟΥ ΝΑ ΞΟΔΕΥΕΙΣ

Οι πολιτικοί σε όλο τον κόσμο έχουν μάθει με τον δύσκολο τρόπο ότι η παγκοσμιοποίηση δεν λειτούργησε. Τα τελευταία 30 χρόνια, το βιοτικό επίπεδο αυξήθηκε για πολλούς ανθρώπους, αλλά οι ανισότητες διευρύνθηκαν εντός των χωρών. Οι νεοφιλελεύθεροι φαντάζονταν ότι οι δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις θα εξαπλώνονταν στα όρια του ελεύθερου εμπορίου και ότι χώρες όπως η Κίνα, η Ρωσία, και άλλες αυταρχικές χώρες θα γίνονταν πιο δημοκρατικές και θα ενσωματώνονταν καλύτερα στην φιλελεύθερη διεθνή τάξη. Αντί γι’ αυτό, συνέβη το αντίθετο: οι αυταρχικοί έχουν ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια και τώρα επιδιώκουν να αναθεωρήσουν την [παγκόσμια] τάξη προς όφελός τους. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, καθώς και σε αναπτυσσόμενες δημοκρατίες όπως η Βραζιλία και η Ινδία, οι δημοκρατικές δομές έχουν καταρρεύσει. Ο νεοφιλελευθερισμός επέτρεψε στο κεφάλαιο να οργιάσει και παρήγαγε μια εκτεταμένη περίοδο αυξανόμενης ανισότητας, απώλειας θέσεων εργασίας στην βιομηχανία, και αυξανόμενου θυμού και πολιτικής πόλωσης που έχουν τροφοδοτήσει και ενδυναμώσει την ακροδεξιά παντού.

Ο Μπάιντεν έχει κατανοήσει εδώ και χρόνια την ζημιά που προκαλεί ο αποδεκατισμός της αμερικανικής παραγωγής. Ως αντιπρόεδρος στον απόηχο της οικονομικής κρίσης του 2008–9 [1], του ανατέθηκε να ηγηθεί της ανοικοδόμησης της αμερικανικής παραγωγής και της προστασίας της μεσαίας τάξης. Ως πρόεδρος, προσπάθησε να χρησιμοποιήσει φορολογικά κονδύλια για να υποστηρίξει αγαθά χωρίς άνθρακα που παράγονται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η μεταρρυθμιστική προσέγγιση του Μπάιντεν βασίζεται στο έργο ορισμένων σημαντικών ακαδημαϊκών και ερευνητών, συμπεριλαμβανομένων των Joseph Stiglitz, Dani Rodrik, και Mariana Mazzucato. Υποστηρίζουν εδώ και καιρό ότι οι μεγαλύτερες κρατικές επενδύσεις στις παραγωγικές δυνατότητες των Δυτικών οικονομιών είναι κρίσιμες για τη μείωση της ανισότητας, την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των αλυσίδων εφοδιασμού, και την εκκίνηση της μετάβασης στην καθαρή ενέργεια. Όλοι συμφώνησαν ότι οι εμπορικές συμφωνίες που απλώς μειώνουν τους φραγμούς με όρους ευνοϊκούς για τις πολυεθνικές ήταν στην καλύτερη περίπτωση ανεπαρκείς και στην χειρότερη βαθιά επιβλαβείς, στον βαθμό που τείνουν να αναδιανέμουν το εισόδημα προς τα πάνω. Με ώθηση από νέους ψηφοφόρους και κοινωνικά κινήματα που ζητούσαν μια προοδευτική ατζέντα για το κλίμα, ο Μπάιντεν και η ομάδα του αγκάλιασαν αυτές τις ιδέες κατά τον εκλογικό κύκλο του 2020, ειδικά όταν επρόκειτο να βρουν πώς να «πουλήσουν» την δράση για το κλίμα στο κοινό των ΗΠΑ.

Για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει επικεντρωθεί λιγότερο στην ρύθμιση και περισσότερο στις δημόσιες δαπάνες. Το έκανε εν μέρει λόγω της θεσμικής αδυναμίας των ΗΠΑ. Τα ελαττώματα στην αμερικανική δημοκρατία -συμπεριλαμβανομένης της εξουθενωτικής επιρροής των εταιρικών λόμπι και της ψηφοθηρίας της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων, καθώς και ενός Ανώτατου Δικαστηρίου που ασφυκτιά από ισόβιους διορισμούς οι οποίοι έχουν εκδηλώσει μια αυξανόμενη εχθρότητα για την περιβαλλοντική ρύθμιση- επέτρεψαν στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα να δεσμευτεί αποφασιστικά στο να εμποδίζει κάθε ρύθμιση για το κλίμα. Χάρη σε αυτήν την αδυσώπητη αντιπολίτευση, η προληπτική πολιτική για την κλιματική αλλαγή μπορεί να πετύχει βραχυπρόθεσμα μόνο εάν δώσει κίνητρα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα να αλλάξουν την συμπεριφορά τους, αντί απλώς να επιβάλλουν όρια στο τι μπορούν να κάνουν αυτοί οι τομείς.

Μαζί με άλλες νομοθεσίες που εγκρίθηκαν υπό την διοίκηση Μπάιντεν, συμπεριλαμβανομένου του Νόμου CHIPS and Science το 2022 και του Δικομματικού Νόμου για τις Υποδομές το 2021, ο IRA προσφέρει στους καταναλωτές και τους παραγωγούς πληρωμές και κίνητρα για να απομακρυνθούν από τα ορυκτά καύσιμα και να αγοράσουν ή να κατασκευάσουν αγαθά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η νομοθεσία στοχεύει να προωθήσει μια αναγέννηση της παραγωγής που βοηθά στην ανοικοδόμηση κοινοτήτων που έμειναν πίσω λόγω της παγκοσμιοποίησης σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες, ελπίζοντας με την σειρά της να δημιουργήσει καλές θέσεις εργασίας, να καλλιεργήσει ανταγωνιστικές βιομηχανίες, και να διευκολύνει την πλήρη απαλλαγή της οικονομίας των ΗΠΑ από τις εκπομπές άνθρακα. Η έμφαση στις δημόσιες επενδύσεις συμβάλλει επίσης στην καθοδήγηση της πολιτικής της κυβέρνησης για το κλίμα πέρα από τα εμπόδια της πολιτικής αντιπολίτευσης. Για να αποφευχθεί η από αρχαίων χρόνων κωλυσιεργία της Γερουσίας, η νομοθεσία για το κλίμα πρέπει να υιοθετήσει μια προσέγγιση εστιασμένη στις δαπάνες. Το Ανώτατο Δικαστήριο, στο οποίο κυριαρχούν τώρα οι συντηρητικοί, έχει καταργήσει πολλές μορφές ρύθμισης, αλλά ποτέ δεν ακύρωσε ένα κομμάτι της ομοσπονδιακής νομοθεσίας για τις δαπάνες.

ΜΙΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΝΤΑΠΟΔΩΣΗ

Η νέα αμερικανική βιομηχανική πολιτική έχει βρει θαυμαστές στην Ευρώπη. Για χρόνια, οι Ευρωπαίοι σκέφτονται τόσο τα προγράμματα τιμολόγησης του άνθρακα όσο και τις επιδοτήσεις οι οποίες θα ωθούσαν τους καταναλωτές να αγοράσουν πράσινα προϊόντα που κατασκευάζονται τόσο στην Ευρώπη όσο και αλλού. Αλλά ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Bruno Le Maire, ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα ότι η Ευρώπη «πρέπει να κάνει το ίδιο πράγμα» με τις Ηνωμένες Πολιτείες: «Αν θέλουμε να είμαστε ανταγωνιστικοί, πρέπει να έχουμε μια πολύ ισχυρή, αποτελεσματική, ταχεία βιομηχανική πολιτική». Ομοίως, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και οι επενδυτές επαίνεσαν τον IRA για την φιλοδοξία και την απλότητά του, ενώ επέπληξαν τους ευρωπαίους φορείς χάραξης πολιτικής που επέκριναν τον IRA αντί να εξορθολογίσουν και να επεκτείνουν τις δικές τους πολιτικές.

Οι ανακοινώσεις της Φον ντερ Λάιεν για μια παρόμοια πράσινη βιομηχανική πολιτική της ΕΕ αποτελούν μια πολλά υποσχόμενη αρχή. Αυτή η νέα βιομηχανική πολιτική θα έχει τέσσερις πυλώνες. Πρώτον, η Ευρώπη θα επισπεύσει την ανάπτυξη καθαρής ενέργειας επιταχύνοντας τις διαδικασίες αδειοδότησης σε ορισμένους βασικούς τομεί, όπως η αιολική ενέργεια, η ηλιακή ενέργεια, οι αντλίες θερμότητας, και το καθαρό υδρογόνο. Ο δεύτερος πυλώνας είναι ο οικονομικός, με μια σειρά από νέες επιδοτήσεις και ρυθμιστικές αλλαγές που θα επιτρέψουν στα κράτη-μέλη να υποστηρίξουν τους εγχώριους παραγωγούς τους χωρίς να παραβιάζουν τους περιορισμούς των δαπανών της ΕΕ. Τα λιγότερο πλούσια κράτη-μέλη μπορούν να καταφύγουν σε ένα Ευρωπαϊκό Ταμείο (European Sovereignty Fund) για περαιτέρω πόρους. Ο τρίτος και τέταρτος άξονας της πρότασης της Φον ντερ Λάιεν είναι η βελτιωμένη επαγγελματική κατάρτιση για τους εργαζόμενους και τα μέτρα για την προστασία της Ευρώπης από αυτό που αντιλαμβάνεται ως αθέμιτες κινεζικές εμπορικές πρακτικές.

Αυτά είναι ενθαρρυντικά σημάδια. Μια νέα εποχή δημοσίων επενδύσεων μπορεί να καταστήσει εφικτή την κλιματική πρόοδο τόσο από πολιτική όσο και από υλικοτεχνική άποψη. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τουλάχιστον 44 πολιτείες και 141 περιφέρειες του Κογκρέσου διαθέτουν ήδη εγκαταστάσεις που παράγουν ή θα μπορούσαν εύκολα να παράγουν αγαθά για αλυσίδες εφοδιασμού πράσινης ενέργειας. Με συνολικά 50 πολιτείες και 435 περιφέρειες του Κογκρέσου στην χώρα, οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται ήδη σε καλό δρόμο για να βρουν μια βάση δικομματικής υποστήριξης για δράση καθαρής ενέργειας και στα δύο [κοινοβουλευτικά] σώματα. Η Ευρώπη ήθελε εδώ και καιρό τις Ηνωμένες Πολιτείες ως αξιόπιστο σύμμαχο για το κλίμα. Εάν τα οφέλη της πράσινης ενέργειας και οι πράσινες θέσεις εργασίας γίνουν μέρος της οικονομίας στις κόκκινες [ρεπουμπλικανικές] και μωβ [κυμαινόμενες] πολιτείες των ΗΠΑ καθώς και στις μπλε [δημοκρατικές], η αμερικανική πολιτική για το κλίμα θα σταθεροποιηθεί ακόμη και όταν ένα από τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα αρνείται την πραγματικότητα της κλιματικής αλλαγής. Εντός της Ευρώπης, η κίνηση προς μια πιο συγκεντρωτική χρηματοδότηση της ΕΕ θα άρει ένα από τα βασικά εμπόδια στην δράση από την ευρωπαϊκή πλευρά.

Σε αντίθεση με τους ευρωπαϊκούς φόβους, ο IRA θα μπορούσε να ωφελήσει τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους. Η ώθηση του Μπάιντεν για το «Make in America» δεν απαιτεί τα προϊόντα να κατασκευάζονται στην Αμερική από αμερικανικές εταιρείες. Εταιρείες από περισσότερες από 20 χώρες αποτελούν την αλυσίδα εφοδιασμού των προϊόντων καθαρής ενέργειας των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων πολλών ευρωπαϊκών θυγατρικών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτές οι εταιρείες και άλλες πρόκειται να επωφεληθούν από τις νέες φορολογικές ελαφρύνσεις του IRA και θα έχουν νέες ευκαιρίες να αναπτυχθούν. Η νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία μπορεί να κάνει το ίδιο για τις εταιρείες των ΗΠΑ που δραστηριοποιούνται στην Ευρώπη. Αυτά τα οφέλη μπορούν να επεκταθούν και στους εργαζόμενους. Η οικονομική έρευνα δείχνει ότι ορισμένες άμεσες ξένες επενδύσεις μπορούν να βοηθήσουν στην δημιουργία θέσεων εργασίας πίσω στην πατρίδα, όπως όταν οι εταιρείες επιτυγχάνουν οικονομίες κλίμακας που παράγουν έσοδα τα οποία μπορούν στην συνέχεια να μοιραστούν με τους εργαζόμενους. Και γενικότερα, οι ισχυρές, δημοσίως χρηματοδοτούμενες βιομηχανικές πολιτικές θα ωφελήσουν τους Ευρωπαίους εργαζόμενους επιτρέποντας μεγαλύτερη δημοκρατική έκφραση στην δομή των αγορών που διαφορετικά λειτουργούν απλώς με το συμφέρον της μεγιστοποίησης του κέρδους.

Η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να βοηθήσουν η μια την άλλη στην εφαρμογή των αντίστοιχων πράσινων βιομηχανικών πολιτικών τους. Θα μπορούσαν να αναπτυχθούν νέοι κανόνες σε αμφότερες για να στηρίξουν αυτούς τους άξονες πολιτικής. Σκεφτείτε τον Παγκόσμιο Διακανονισμό για τον Αειφόρο Χάλυβα και το Αλουμίνιο, μια συμφωνία που βρίσκεται σε εξέλιξη. Αυτή η κοινή πρωτοβουλία ΗΠΑ-ΕΕ υπόσχεται να αξιοποιήσει το μέγεθος της διατλαντικής αγοράς για να ανταμείψει τους παραγωγούς μετάλλων που μειώνουν ή εξαλείφουν τις εκπομπές άνθρακα και τιμωρούν όσους δεν το κάνουν. Οι παραγωγοί χάλυβα των ΗΠΑ και της ΕΕ παράγουν πιο καθαρά από τον παγκόσμιο μέσο όρο, επομένως αυτή η νέα ρύθμιση θα ανταμείψει τις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους τους. Τον Δεκέμβριο, οι Ηνωμένες Πολιτείες μοιράστηκαν με την ΕΕ ένα πρώτο σχέδιο μιας Παγκόσμιας Ρύθμισης «υψηλών φιλοδοξιών» που θα επιβάλλει δασμούς σε προϊόντα από την Κίνα και από αλλού που έχουν κατασκευαστεί με υψηλά επίπεδα άνθρακα. Η ΕΕ ανταποκρίθηκε θερμά, και οι δύο πλευρές θα πρέπει να εργαστούν για να οριστικοποιηθεί αυτή η συμφωνία το 2023.

Η Ευρώπη θα πρέπει να αγκαλιάσει αυτήν την πρωτοβουλία για χάρη των δικών της εξαγωγέων και παραγωγών, και οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ θα πρέπει να εργαστούν για την αναπαραγωγή αυτού του μοντέλου σε άλλους τομείς υψηλής έντασης άνθρακα, ίσως μέσω κοινών δασμών άνθρακα για ένα ευρύτερο φάσμα προϊόντων. Ορισμένα από αυτά τα μέτρα ενδέχεται να παραβαίνουν τους εμπορικούς κανόνες του ΠΟΕ που απαγορεύουν τη μεταχείριση των ξένων παραγωγών λιγότερο ευνοϊκά από τους εγχώριους. Αλλά είτε ο ΠΟΕ θα προσαρμοστεί είτε η αδιαλλαξία του θα τροφοδοτήσει περαιτέρω εκκλήσεις και πιέσεις για την θεμελιώδη μεταρρύθμιση του οργανισμού.

ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΜΑΖΙ

Το αν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ θα ενστερνιστούν μια γνήσια προσπάθεια συνεργασίας ή θα βρεθούν σε έναν ανταγωνιστικό αγώνα για την κορυφή, εξαρτάται εν μέρει από το αν οι Ευρωπαίοι πάρουν το κλαδί ελιάς της Ουάσιγκτον και αποδεχτούν την επιμονή των πολιτικών των ΗΠΑ ότι δεν οδηγούν την χώρα προς τον απομονωτισμό. Δεδομένου ότι βιομηχανίες όπως το πράσινο υδρογόνο και η πλωτή υπεράκτια αιολική ενέργεια βρίσκονται ακόμη σε αρχικό στάδιο, οι αγορές απέχουν χρόνια από το να πλημμυρίσουν με πάρα πολλά πράσινα προϊόντα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια «πράσινη ειρήνη» για τις επιδοτήσεις, με το να αποδέχονται αντί να πολεμούν η μια τα προγράμματα της άλλης έως ότου οι βιομηχανίες μηδενικών εκπομπών άνθρακα επιτύχουν την απαραίτητη εμβέλεια και εύρος για να καλύψουν την ζήτηση των καταναλωτών. Μια κοινή ομάδα εργασίας ΗΠΑ-ΕΕ που δημιουργήθηκε πέρυσι για την επίλυση διαφορών θα πρέπει να κατευθύνει τις συζητήσεις προς αυτήν την κατεύθυνση. Εάν συμφωνήσουν ορισμένες βασικές χώρες του G-7 και του ΟΟΣΑ, αυτή η προσπάθεια θα μπορούσε να κλιμακωθεί ακόμη και στο επίπεδο του ΠΟΕ.

Για να ανταγωνιστεί, ωστόσο, η Ευρώπη θα πρέπει να συνεχίσει την ανακοπείσα πρόοδό της προς την άντληση και την παροχή κεφαλαίων σε ηπειρωτικό επίπεδο. Τα πλούσια άτομα και οι πλούσιες χώρες πρέπει να επωμιστούν το μερίδιο που τους αναλογεί και να διασφαλίσουν ότι τα κράτη-μέλη χαμηλού εισοδήματος διαθέτουν τα κεφάλαια που χρειάζονται. Και είναι σημαντικό, οποιαδήποτε διεθνής συναίνεση για το κλίμα και το εμπόριο να δώσει κίνητρα για δίκαιες πρακτικές εργασίας και παραγωγής και να προσφέρει χρηματοδότηση στις αναπτυσσόμενες και φτωχές χώρες του κόσμου. Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους καταλήξουν σε μια πράσινη ειρήνη για τις επιδοτήσεις και τους δασμούς άνθρακα, πρέπει να έχουν κατά νου τα οικονομικά κίνητρα και την πολιτική προσέγγιση σε χώρες εκτός του G-7. Από αυτήν την άποψη, η δέσμευση που αναλήφθηκε στην τελευταία ετήσια σύνοδο κορυφής του ΟΗΕ για το κλίμα για την παροχή περισσότερων κεφαλαίων στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι μια ευπρόσδεκτη αλλαγή.

Το όραμα της κυβέρνησης Μπάιντεν είναι αξιέπαινο. Αν αφεθούν στις ιδιοτροπίες της αγοράς, οι πράσινες τεχνολογίες και η ενέργεια πιθανότατα δεν θα αναπτυχθούν τόσο γρήγορα και στην απαραίτητη κλίμακα που απαιτείται για την ουσιαστική καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Η Ουάσιγκτον επιδιώκει να δημιουργήσει μια παγκόσμια οικονομία που θα διαφέρει σημαντικά από εκείνη που επικρατούσε πριν από την πανδημία: μια οικονομία που χρησιμοποιεί λιγότερο άνθρακα και είναι πιο δυναμική και πιο ισότιμη. Οι κρατικές επενδύσεις είναι απαραίτητες για να κατευθύνουν τον ιδιωτικό τομέα και να απομακρύνουν ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία από την κοσμική στασιμότητα και την αυξανόμενη ανισότητα που μάστιζε μεγάλο μέρος των δύο τελευταίων δεκαετιών. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να σχεδιάσουν από μόνες τους μια τέτοια αλλαγή. Η συμπόρευση της Ευρώπης θα είναι ένα κρίσιμο πρώτο βήμα προς την σφυρηλάτηση μιας ισχυρότερης διεθνούς τάξης και, τελικά, την απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα του κόσμου.

Η FELICIA WONG είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Ινστιτούτου Roosevelt.
Ο TODD N. TUCKER είναι διευθυντής Βιομηχανικής Πολιτικής και Εμπορίου στο Ινστιτούτο Roosevelt.

Foreign Affairs

https://foreignaffairs.gr/articles/74005/felicia-wong-kai-todd-n-tucker/i-istoria-dyo-biomixanikon-politikon?page=show

https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2018-08-13/forgotten-history-financial-crisis

 

Greek Finance Forum Team

 

 

Σχόλια Αναγνωστών

 

 
 

 

 

 

 

 

 

 

 
   

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2023 Greek Finance Forum