---------------------
Από τα τέλη του 2017,
Ουιγούροι και Καζάκοι
πολιτικοί πρόσφυγες από
την Αυτόνομη Περιοχή των
Ουιγούρων, Xinjiang,
στην Κίνα άρχισαν να
ακούν τρομακτικές
αναφορές από συγγενείς
και φίλους από την
πατρίδα τους -ή άρχισαν
να χάνουν εντελώς την
επαφή με αυτούς τους
συγγενείς και φίλους.
Στις αρχές του 2018,
δημοσιογράφοι και
ερευνητές ξεκίνησαν να
εμπλουτίζουν την
ιστορία: στην τεράστια
περιοχή της Κεντρικής
Ασίας που προσαρτήθηκε
από την Κίνα το 1949,
γνωστή σε πολλούς
εξόριστους και ως
Ανατολικό Τουρκεστάν, η
κυβέρνηση της χώρας
συγκέντρωνε ανθρώπους
που δεν ανήκουν στην
εθνοτική πλειοψηφία των
Χαν (συμπεριλαμβανομένων
των Ουιγούρων, μιας
τουρκικής εθνότητας) και
τους κλείδωνε σε
στρατόπεδα. Στο
αποκορύφωμά τους, αυτές
οι εγκαταστάσεις
εγκλώβισαν από ένα έως
δύο εκατομμύρια
ανθρώπους, και οι
κρατούμενοι υποβλήθηκαν
σε ψυχολογικά και
σωματικά βασανιστήρια,
βιασμούς και σεξουαλικές
επιθέσεις, αναγκαστική
χορήγηση χαπιών και
ενέσεων, επίμονη πείνα
και στέρηση ύπνου. Το
Πεκίνο αρχικά αρνήθηκε
την ύπαρξη αυτών που τα
κυβερνητικά έγγραφα και
οι πινακίδες στις
εγκαταστάσεις ονόμαζαν
«συγκεντρωτικά κέντρα
εκπαιδευτικού
μετασχηματισμού», αλλά
οι αξιωματούχοι
παραδέχθηκαν αργότερα
ότι ίδρυσαν «κέντρα
επαγγελματικής
κατάρτισης», τα οποία
ισχυρίστηκαν ότι θα
τερμάτιζαν τον
εξτρεμισμό και θα
μείωναν την φτώχεια.

Αστυνομικοί στην
Αυτόνομη Περιοχή των
Ουιγούρων, Xinjiang,
στην Κίνα, τον Μάιο του
2021. Thomas Peter /
Reuters
-----------------------------------------------------
Έχοντας ξεκάθαρη
αντήχηση από τις
γενοκτονίες του 20
αιώνα, τα στρατόπεδα
προκάλεσαν οργή σε
διεθνείς οργανισμούς,
ομάδες ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, και
κυβερνήσεις —μερικές από
τις οποίες επέβαλαν
κυρώσεις σε κινεζικές
εταιρείες και
αξιωματούχους ως
αντίδραση. Αν και το
Κινεζικό Κομμουνιστικό
Κόμμα απέρριψε τις
επικρίσεις ως «ψέματα»,
φάνηκε να απαντά. Μέχρι
το 2019, οι Αρχές είχαν
μετακινήσει πολλούς από
τους κρατούμενους έξω
από τα στρατόπεδα,
ανακοινώνοντας ότι είχαν
«αποφοιτήσει». Αυτό
υποδηλώνει ότι το ΚΚΚ
στην πραγματικότητα
ενδιαφέρεται για την
διεθνή κατακραυγή.
Αλλά η αλλαγή ήταν σε
μεγάλο βαθμό
διακοσμητική, και οι
περισσότεροι από τους
κρατούμενους δεν
αφέθηκαν ελεύθεροι.
Πολλά από τα στρατόπεδα
έχουν απλώς μετατραπεί
σε επίσημες φυλακές και
οι κρατούμενοι έχουν
καταδικαστεί σε
μακροχρόνιες ποινές
φυλάκισης, όπως πολλές
εκατοντάδες χιλιάδες
άλλα άτομα που δεν είναι
Χαν και έχουν φυλακιστεί
από την αρχή της κρίσης.
Πάνω από 100.000 άλλοι
κρατούμενοι έχουν
μεταφερθεί από
στρατόπεδα σε εργοστάσια
στην Xinjiang ή αλλού
στην χώρα. Ορισμένες
οικογένειες Ουιγούρων
στο εξωτερικό αναφέρουν
ότι οι συγγενείς τους
είναι πίσω στην πατρίδα
τους, αλλά σε κατ' οίκον
περιορισμό. Και το
Πεκίνο έχει επίσης
αναγκάσει δεκάδες
χιλιάδες Ουιγούρους της
υπαίθρου να
εγκαταλείψουν τα χωριά
τους και να μπουν σε
εργοστάσια υπό το
πρόσχημα μιας
εκστρατείας για την
καταπολέμηση της
φτώχειας. Σήμερα, ο
συνολικός αριθμός των μη
Χαν Κινέζων που
βρίσκονται σε
καταναγκαστική εργασία
με τη μια ή την άλλη
μορφή μπορεί να ξεπερνά
τον αριθμό των
εγκλεισμένων σε
στρατόπεδα από το 2017
έως το 2019.
Τα στρατόπεδα ήταν απλώς
η πιο διάσημη πτυχή του
ευρέος φάσματος
προγράμματος αφομοίωσης
και καταστολής από το
ΚΚΚ. Το κόμμα έχει
επίσης απαξιώσει και
περιορίσει την χρήση της
γλώσσας των Ουιγούρων˙•
έχει απαγορεύσει τις
ισλαμικές πρακτικές˙
έχει κατεδαφίσει τζαμιά,
ιερά, και νεκροταφεία˙
έχει ξαναγράψει την
ιστορία για να αρνηθεί
τη μακροζωία του
πολιτισμού των Ουιγούρων
και την διαφοροποίησή
του από τον κινεζικό
πολιτισμό˙ και έχει
αποκόψει την ιθαγενή
λογοτεχνία από τα
σχολικά βιβλία. Αυτές οι
ρωγμές στο πολιτιστικό
τοπίο παραμένουν. Οι
ασαφώς διατυπωμένοι
νόμοι για τον
αντιεξτρεμισμό και την
αντιτρομοκρατία, που
εφαρμόστηκαν από το 2014
για να φυλακίσουν
ανθρώπους λόγω της
καθημερινής θρησκευτικής
και πολιτιστικής
έκφρασης, εξακολουθούν
και ισχύουν. Οι υποδομές
ελέγχου που έκαναν τη
νότια Xinjiang να
μοιάζει με εμπόλεμη ζώνη
πριν από μερικά χρόνια
-η παρεμβατική
αστυνόμευση, οι
στρατιωτικές περιπολίες,
τα σημεία ελέγχου- είναι
λιγότερο ορατές τώρα.
Αλλά αυτό συμβαίνει
επειδή τα συστήματα
ψηφιακής επιτήρησης που
βασίζονται σε κινητά
τηλέφωνα, αναγνώριση
προσώπου, βιομετρικές
βάσεις δεδομένων,
κωδικούς QR, και άλλα
εργαλεία που ταυτοποιούν
και εντοπίζουν
γεωγραφικά τον πληθυσμό
έχουν αποδειχθεί εξίσου
αποτελεσματικά στην
παρακολούθηση και τον
έλεγχο των κατοίκων της
περιοχής.
Το κράτος συνεχίζει να
δίνει κίνητρα, και
πιθανότατα να
εξαναγκάζει, τις
γυναίκες των Ουιγούρων
να παντρεύονται άνδρες
Χαν ενώ διαδίδουν
προπαγάνδα που προωθεί
τους μεικτούς γάμους.
(Οι Ουιγούροι πολύ
σπάνια παντρεύονταν μη
Ουιγούρους πριν από την
τρέχουσα κρίση.) Τα
παιδιά των Ουιγούρων
ιδρυματοποιούνται σε
οικοτροφεία, όπου
αναγκάζονται να
χρησιμοποιούν την
κινεζική γλώσσα και να
υιοθετούν πολιτιστικές
πρακτικές Χαν. Υπάρχουν
ελάχιστα στοιχεία για
αυτά τα σχολεία, αλλά τα
παιδιά που δραπέτευσαν
αναφέρουν ξυλοδαρμούς
και ώρες περιορισμού στο
υπόγειο επειδή μιλούσαν
ουιγουρικά. Αν τα
«εκπαιδευτικά κέντρα
μετασχηματισμού» θύμιζαν
στρατόπεδα συγκέντρωσης
του 20ού αιώνα, τα
οικοτροφεία της Xinjiang
αναδημιούργησαν τα
βάναυσα ιδρύματα που
παρείχαν στέγη και τα
οποία σχεδιάστηκαν για
να εξολοθρεύσουν τα
ιθαγενή παιδιά στην
Αυστραλία, τον Καναδά,
και τις Ηνωμένες
Πολιτείες. Συνεισφέρουν
επίσης στην ευρύτερη
αποικιακή πολιτική της
Κίνας για την
κινεζοποίηση της
περιοχής μεταφέροντας
τους Χαν στην Xinjiang
και καταστέλλοντας τα
ποσοστά γεννήσεων των
Ουιγούρων.
Παρά τις συνεχιζόμενες
καταχρήσεις [εξουσίας],
ο κόσμος έδωσε ελάχιστη
προσοχή στις
φρικαλεότητες στην
Xinjiang τα τελευταία
χρόνια. Αντίθετα, η
προσοχή έχει στραφεί σε
άλλες ειδήσεις που
σχετίζονται με την Κίνα
-κυρίως στην πανδημία
COVID-19. Το Πεκίνο
μπόρεσε να διοργανώσει
τους Χειμερινούς
Ολυμπιακούς Αγώνες όπως
είχε προγραμματιστεί τον
Φεβρουάριο του 2022, με
συμβολικές μόνο
διαμαρτυρίες από
δημοκρατικές χώρες. Οι
φρικαλεότητες δεν
εμπόδισαν τον Κινέζο
ηγέτη, Σι Τζινπίνγκ, από
το να οριστεί επικεφαλής
του ΚΚΚ για μια ιστορική
τρίτη θητεία ή να
γεμίσει τη μόνιμη
επιτροπή του Πολιτικού
Γραφείου με στενούς
υποστηρικτές του. Δεν
τον εμπόδισε να
συναντηθεί με ξένους
ηγέτες,
συμπεριλαμβανομένου του
προέδρου των ΗΠΑ, Τζο
Μπάιντεν.
Προς το παρόν, μπορεί να
φαίνεται ότι ο Σι
καταφέρνει να γλιτώσει
με τις βάναυσες
ενέργειές του στην
Xinjiang. Αλλά η ιστορία
στην επαρχία δεν έχει
τελειώσει ακόμη. Οι
κυρώσεις των ΗΠΑ και της
Ευρώπης θα μπορούσαν να
επηρεάσουν περισσότερο
την οικονομία της Κίνας
όσο περνάει ο καιρός,
υπό την προϋπόθεση ότι
οι κυβερνήσεις θα τις
επιβάλουν σθεναρά. Αυτό
το οικονομικό κόστος θα
προστεθεί στο σοβαρό
κόστος φήμης που έχει
επιβαρύνει το Πεκίνο για
την συμπεριφορά του,
συμπεριλαμβανομένης της
επιδείνωσης των σχέσεων
με την Ευρώπη, καθώς και
με τις Ηνωμένες
Πολιτείες. Δεν είναι
σαφές εάν αυτές οι
κυρώσεις θα έχουν τελικά
σημασία για τον Σι, ο
οποίος τώρα κατέχει
σχεδόν απεριόριστη
πολιτική εξουσία και
είναι πρόθυμος να
υποβάλει την χώρα του σε
οικονομικό και κοινωνικό
πόνο για την επιδίωξη
των στόχων του. Αλλά ο
Σι είναι σε θέση να
διορθώσει την πορεία του
όταν οι πολιτικές του
αποκτούν καταστροφικό
κόστος. Εάν ο κόσμος
συνεχίσει την οικονομική
και ρητορική πίεση,
μπορεί να πείσει την
Κίνα να τερματίσει τις
προσπάθειές της να
καταστείλει και να
αφομοιώσει τους μη Χαν
λαούς της Xinjiang.
ΠΟΛΥ ΛΙΓΑ, ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ
Όταν κυκλοφόρησαν για
πρώτη φορά τα νέα για τα
στρατόπεδα εγκλεισμού
στην Xinjiang, έπεσε
στις Ηνωμένες Πολιτείες
το βάρος να δώσουν τον
τόνο για το πώς θα
αντιδρούσε η διεθνής
κοινότητα. Ωστόσο, οι
Ηνωμένες Πολιτείες ήταν
αργές. Αν και
δημοσιογράφοι,
ερευνητές, και μερικοί
Κινέζοι Καζάκοι και
Ουιγούροι που έφυγαν από
την χώρα είχαν κάνει
προφανή την έκταση των
φρικαλεοτήτων, το
Κογκρέσο, παρά την
σπάνια δικομματική
ομοφωνία, απέτυχε να
εγκρίνει γρήγορα ένα
νομοσχέδιο για τα
ανθρώπινα δικαιώματα των
Ουιγούρων. Σύμφωνα με
την [εφημερίδα] South
China Morning Post, ο
υπουργός Οικονομικών των
ΗΠΑ, Steven Mnuchin ,
δεν ήθελε τίποτα να
ενοχλήσει τις
διαπραγματεύσεις του με
το Πεκίνο για μια
εμπορική συμφωνία. Όπως
ανέφερε η [εφημερίδα]
New York Times, η Apple,
η Coca-Cola, και η Nike
άσκησαν επίσης πιέσεις
για να αποδυναμώσουν το
νομοσχέδιο των κυρώσεων,
ώστε να μην βλάψει τα
επιχειρηματικά τους
συμφέροντα.
Αλλά το χειρότερο λάθος
της Ουάσιγκτον προήλθε
από τον πρόεδρο των ΗΠΑ,
Ντόναλντ Τραμπ. Σύμφωνα
με τον πρώην σύμβουλό
του για την εθνική
ασφάλεια, τον Ιούνιο του
2019, στο αποκορύφωμα
των φυλακίσεων, ο Τραμπ
είπε αυτοπροσώπως στον
Σι ότι τα στρατόπεδα
συγκέντρωσης ήταν
«ακριβώς το σωστό πράγμα
που έπρεπε να γίνει». Ο
καταστροφικός αντίκτυπος
αυτών των λέξεων σε
εκατομμύρια ανθρώπινες
ζωές θα πρέπει να
μνημονεύεται μαζί με την
ρητορική του Τραμπ που
υποστήριζε τον
τυχοδιωκτισμό του Πούτιν
στην Ουκρανία και την
προσπάθειά του να
εκβιάσει τον Ουκρανό
πρόεδρο, Βολοντίμιρ
Ζελένσκι, ως μια από τις
μεγαλύτερες αμαρτίες του
πρώην προέδρου όταν
βρισκόταν στην εξουσία.
Είναι κατανοητό ότι ο
Σι, όπως και ο Πούτιν,
έχει απομονωθεί ανάμεσα
σε οσφυοκάμπτες
(yes-men) και είναι
επιρρεπής στο να
επιμένει σε παράλογες,
αυτοκαταστροφικές
αποφάσεις. Το θερμό
πράσινο φως του Τραμπ
-ένα από τα λίγα σχόλια
για την Xinjiang που ο
Σι μπορεί να άκουσε
εκτός του κύκλου του-
πιθανότατα παρέτεινε και
εμβάθυνε την
εθνοκάθαρση.
Ωστόσο, η κυβέρνηση [των
ΗΠΑ] έφτιαξε τελικά μια
λίστα από άτομα και
οντότητες της Xinjiang
για απαγορεύσεις
εξαγωγών και παγκόσμιες
κυρώσεις (Magnitsky
sanctions), και το
Κογκρέσο ενέκρινε τελικά
τον Νόμο για την
Πολιτική Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων των
Ουιγούρων (Uyghur Human
Rights Policy Act) το
2020. Στην τελευταία
πλήρη ημέρα της
κυβέρνησης Τραμπ, ο
υπουργός Εξωτερικών των
ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο,
εξέδωσε απόφαση ότι η
Κίνα διέπραττε
γενοκτονία και εγκλήματα
κατά της ανθρωπότητας
στην Xinjiang. Ο
διάδοχός του, Άντονι
Μπλίνκεν, επιβεβαίωσε
αυτήν την απόφαση. Τον
Δεκέμβριο του 2021, ο
Μπάιντεν υπέγραψε έναν
νέο, ισχυρότερο νόμο
κυρώσεων -τον Νόμο για
την Πρόληψη της
Καταναγκαστικής Εργασίας
των Ουιγούρων (Uyghur
Forced Labor Prevention
Act)- ο οποίος απαγόρευε
τις εισαγωγές
«οποιωνδήποτε αγαθών,
προϊόντων, αντικειμένων,
και εμπορευμάτων που
εξορύσσονται,
παράγονται, ή
κατασκευάζονται εξ
ολοκλήρου ή εν μέρει»
στην Xinjiang, εκτός εάν
έχει αποδειχθεί ότι δεν
συνδέονται με
καταναγκαστική εργασία.
Ελλείψει αξιόπιστου
ελέγχου της εφοδιαστικής
αλυσίδας τρίτων στην
περιοχή των Ουιγούρων,
αυτός ο νόμος απαγορεύει
ουσιαστικά τις εισαγωγές
σχεδόν όλων όσων
συνδέονται με την
Xinjiang. Μέχρι σήμερα,
υπάρχουν περισσότερες
από 100 κυρώσεις από τις
ΗΠΑ που σχετίζονται με
την Xinjiang εναντίον
κινεζικών εταιρειών,
κυβερνητικών υπηρεσιών,
και ιδιωτών.
Άλλες κυβερνήσεις έχουν
προσχωρήσει στην
εκστρατεία της
Ουάσιγκτον. Ο Καναδάς,
το Ηνωμένο Βασίλειο, και
η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν
επιβάλει κυρώσεις στο
«Γραφείο Δημόσιας
Ασφάλειας» της
Σιντζιάνγκ και στο «Σώμα
Παραγωγής και
Κατασκευής» της
Σιντζιάνγκ, με το
δεύτερο να είναι ένας
τεράστιος κρατικός
όμιλος ετερογενών
δραστηριοτήτων
αφιερωμένος στην
αποικιοκρατική
εκμετάλλευση και
εποικισμών στην πατρίδα
των Ουιγούρων. Το
Βέλγιο, η Τσεχική
Δημοκρατία, η Γαλλία, η
Λιθουανία, και η
Ολλανδία έχουν ενωθεί με
τον Καναδά, το Ηνωμένο
Βασίλειο, και τις
Ηνωμένες Πολιτείες
καταγγέλλοντας επίσημα
τις ενέργειες του ΚΚΚ
στην Σιντζιάνγκ ως
γενοκτονία. Μη
κυβερνητικές και
διακυβερνητικές
οργανώσεις,
συμπεριλαμβανομένων των
ανεξάρτητων ομάδων
«Uyghur Tribunal» και
της «Inter-Parliamentary
Alliance on China»,
έχουν καταλήξει σε
παρόμοια ευρήματα
σχετικά με την φύση των
ενεργειών του Πεκίνου,
τα οποία έχουν
υποστηρίξει με άφθονα
έγγραφα και απόψεις
διεθνών νομικών.
Δυστυχώς, ο
σημαντικότερος διεθνής
οργανισμός -τα Ηνωμένα
Έθνη- έχει πιο ανάμεικτα
αποτελέσματα. Τον
Αύγουστο του 2018, η
Επιτροπή του ΟΗΕ για την
Εξάλειψη των Φυλετικών
Διακρίσεων (UN Committee
on the Elimination of
Racial Discrimination)
ανάγκασε για πρώτη φορά
Κινέζους αξιωματούχους
να εξηγήσουν δημόσια τι
συνέβαινε στην Xinjiang.
Ένας Κινέζος εκπρόσωπος
απάντησε δυο ημέρες
αργότερα αρνούμενος την
ύπαρξη κέντρων
επανεκπαίδευσης που
έχουν ήδη τεκμηριωθεί
από ερευνητές, μεταξύ
άλλων από δορυφορικές
φωτογραφίες. Αλλά μετά
από αυτή την έντονη
αρχική πρόκληση, τα
Ηνωμένα Έθνη απέφυγαν να
ασχοληθούν με το θέμα.
Όποτε τα κράτη-μέλη του
ΟΗΕ χρειάστηκε να πάρουν
θέση για την Σιντζιάνγκ,
το Πεκίνο κέρδισε.
Είκοσι δύο έθνη (18
ευρωπαϊκές χώρες, και η
Αυστραλία, ο Καναδάς, η
Ιαπωνία, και η Νέα
Ζηλανδία) υπέγραψαν
επιστολή προς την Ύπατη
Αρμοστεία του ΟΗΕ
Η επιτυχία της Κίνας σε
τέτοιες αναμετρήσεις
εκμεταλλεύεται την
απροθυμία των κρατών με
δικές τους φτωχές
επιδόσεις επί των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων
να καταδικάσουν τις
παραβιάσεις των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων
αλλού, και εξαρτάται από
τον φόβο ότι ένα
εξοργισμένο Πεκίνο
μπορεί να κόψει τις
κινεζικές επενδύσεις. Η
Κούβα καταψήφισε το να
συζητηθεί η έκθεση και
ακόμη και η Ουκρανία
απείχε. Το Πεκίνο ασκεί
επίσης έντονη
παρασκηνιακή πίεση για
να διαμορφώσει τον τρόπο
με τον οποίο τα Ηνωμένα
Έθνη προσεγγίζουν τα
ζητήματα της Σιντζιάνγκ.
Αυτή η στρατηγική ήταν
ιδιαίτερα εμφανής, αν
ήταν καλυμμένη, στις
δραστηριότητες της
Ύπατης Αρμοστή για τα
Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Μετά από μια
παρατεταμένη
διαπραγμάτευση, η Ύπατη
Αρμοστής Michelle
Bachelet επισκέφτηκε την
Xinjiang τον Μάιο του
2022, σε μια πενθήμερη
περιοδεία «κλειστού
κύκλου» για την COVID-19
για την οποία τόνισε ότι
«δεν ήταν έρευνα». Σε
μια αμήχανη συνέντευξη
Τύπου που ολοκλήρωσε την
επίσκεψή της, η Bachelet
επανέλαβε τις εξηγήσεις
του Πεκίνου ότι τα
στρατόπεδα ήταν
προγράμματα
αντιτρομοκρατικής και
επαγγελματικής
κατάρτισης. Υιοθέτησε
την κινεζική ορολογία,
αναφερόμενη στις
εγκαταστάσεις εγκλεισμού
ως «κέντρα κατάρτισης
επαγγελματικής
εκπαίδευσης» —παρόλο
που, σύμφωνα με πρώην
κρατούμενους, δεν
γινόταν καμία
επαγγελματική εκπαίδευση
στα στρατόπεδα. Ο
έλεγχος του Πεκίνου στην
ατζέντα της Bachelet και
η επιλογή των ανθρώπων
με τους οποίους μίλησε
πιθανότατα έθεσαν τις
παραμέτρους για το τι θα
μπορούσε να επιτύχει η
σύντομη επίσκεψή της.
Αλλά τελικά, η Ύπατη
Αρμοστεία του ΟΗΕ για τα
Ανθρώπινα Δικαιώματα
εξέδωσε μια έκθεση που
ήταν πολύ πιο επικριτική
για την συμπεριφορά της
Κίνας. Όταν τελικά
κυκλοφόρησε, λίγα λεπτά
πριν τα μεσάνυχτα της
τελευταίας ημέρας της
θητείας της Bachelet ως
Ύπατης Αρμοστή, η έκθεση
περιελάμβανε τις σοβαρές
ανησυχίες ότι το Πεκίνο
διέπραττε εγκλήματα κατά
της ανθρωπότητας στην
Σιντζιάνγκ,
υποστηριζόμενη από
ογκώδη αποδεικτικά
στοιχεία και
συνεντεύξεις με 40
Καζάκους, Κιργίζιους,
και Ουιγούρους μάρτυρες
από πρώτο χέρι. Οι Αρχές
του Κ.Κ.Κ., οι οποίες
είχαν χαιρετίσει την
συνέντευξη Τύπου της
Μπατσελέτ τον Μάιο, τώρα
κατήγγειλαν την έκθεσή
της ως «ένα συνονθύλευμα
ψευδών πληροφοριών που
χρησιμεύουν ως πολιτικά
εργαλεία για τις ΗΠΑ και
άλλες Δυτικές χώρες για
να χρησιμοποιήσουν
στρατηγικά την
Σιντζιάνγκ ώστε να
περιορίσουν την Κίνα».
Αλλά η έκθεση δεν
εφάρμοσε ποτέ τον ορισμό
του ίδιου του ΟΗΕ για
την γενοκτονία στην
Σιντζιάνγκ -μια
κραυγαλέα παράλειψη. Και
η αποτυχία του
Συμβουλίου Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων έστω να
συζητήσει την έκθεση,
την κατέστησε νεκρό
γράμμα, τουλάχιστον
εντός του ΟΗΕ.
ΤΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ
Είναι ακόμα δύσκολο να
κρίνουμε τον αντίκτυπο
των κυρώσεων στην
οικονομία και σε
αξιωματούχους στην
Σιντζιάνγκ. Οι
απαγορεύσεις επί των
εισαγωγών είναι δύσκολο
να εφαρμοστούν και τα
συσκευασμένα φρούτα και
ξηροί καρποί που
υποδεικνύουν την
προέλευσή τους από την
Σιντζιάνγκ πωλούνταν σε
ασιατικές αγορές σε όλη
την περιοχή της
Ουάσιγκτον το 2022 —αν
και, αφότου ακτιβιστές
δημοσιοποίησαν το
γεγονός ότι τα φρούτα
εξακολουθούσαν να
κυκλοφορούν, τα Τελωνεία
και η Προστασία Συνόρων
των ΗΠΑ κατάσχεσε πολλά
φορτία κόκκινων
χουρμάδων από την
Xinjiang στο Νιου
Τζέρσεϊ τον Ιανουάριο
του 2023. Οι τελωνειακοί
υπάλληλοι
επικεντρώνονται
περισσότερο στην
απαγόρευση κινεζικών
κλωστοϋφαντουργικών
προϊόντων, αλλά το
βαμβάκι από την Xinjiang
κρύβεται σε αδιαφανείς
αλυσίδες εφοδιασμού και
μεταποιείται σε τρίτες
χώρες σε ενδύματα που
διατίθενται σε
καταστήματα στις ΗΠΑ. Ο
οποιοσδήποτε πόνος
μπορεί να έχουν
προκαλέσει μέχρι στιγμής
οι κυρώσεις έχει
καλυφθεί από τον πιο
σοβαρό οικονομικό
αντίκτυπο των κινεζικών
περιορισμών για την
COVID-19 (που
εφαρμόστηκαν στην
Xinjiang πιο σκληρά και
για μεγαλύτερο χρονικό
διάστημα από οπουδήποτε
αλλού). Σε κάθε
περίπτωση, το ΚΚΚ έχει
δείξει ότι είναι πρόθυμο
να μην φεισθεί
οιουδήποτε κόστους στην
επιδίωξη των πολιτικών
για την Σιντζιάνγκ. Η
μετατροπή της επαρχίας
σε ένα ψηφιακά
ασφαλισμένο γκουλάγκ
ήταν εκπληκτικά
δαπανηρή, αλλά το Πεκίνο
δεν δίστασε καθόλου. Ο
προϋπολογισμός για την
υποστήριξη εποίκων Χαν
στην περιοχή των
Ουιγούρων φαίνεται
ανεξάντλητος.
Ωστόσο, καθώς αίρονται
τα lockdown για την
COVID-19 και όσο περνά ο
καιρός, οι κυρώσεις ίσως
αρχίσουν να δαγκώνουν.
Θα μπορούσαν, για
παράδειγμα, να
παρακινήσουν διεθνείς
και δυνητικά ακόμη και
κινεζικές εταιρείες να
συνειδητοποιήσουν ότι οι
δεσμοί με την Xinjiang
τις φέρνουν σε επισφαλή
θέση. Η κυβέρνηση των
ΗΠΑ έχει επισημάνει ότι
θεωρεί την εταιρική
συμμόρφωση με τον Νόμο
για την Πρόληψη της
Καταναγκαστικής Εργασίας
των Ουιγούρων εξίσου
σημαντική με τη
συμμόρφωση με τον Νόμο
περί Διαφθοράς στο
Εξωτερικό (Foreign
Corrupt Practices Ac).
Αυτό σημαίνει ότι οι
εταιρείες που εισάγουν
αγαθά στις Ηνωμένες
Πολιτείες από την
Xinjiang, και σε
ορισμένες περιπτώσεις
από αλλού στην Κίνα,
πρέπει να αποδείξουν
ενεργά ότι τέτοια
προϊόντα δεν είχαν
στιγματισθεί από
καταναγκαστική εργασία.
Ο έλεγχος από τρίτους,
όπως αυτός που έγινε από
την Better Cotton
Initiative, είναι
αδύνατος στην Xinjiang
χάρη στην επίσημη
κινεζική παρέμβαση, και
έτσι οι παγκόσμιες
εταιρείες που κλείνουν
συμφωνίες επί του
παρόντος με την Xinjiang
ίσως να καταλήξουν στο
συμπέρασμα ότι πρέπει να
εγκαταλείψουν την
περιοχή, και ίσως την
χώρα. Ήδη, οι
κατασκευαστές εξοπλισμού
ηλιακής ενέργειας
αναπτύσσουν ικανότητα
παραγωγής πολυπυριτίου
(από το οποίο το 50% της
παγκόσμιας προμήθειας
προέρχεται τώρα από την
Xinjiang) σε άλλες
χώρες.
Ούτε οι κυρώσεις είναι η
μόνη ποινή που πληρώνει
το Πεκίνο. Οι
«Πολεμιστές Λύκοι»
(«Wolf Warriors») του
ΚΚΚ ίσως να αποκριθούν
στην διεθνή κατακραυγή
με αγανακτισμένες
απαντήσεις και μια
καταιγίδα
παραπληροφόρησης. Αλλά η
ζημιά στην φήμη και στην
διπλωματία της Κίνας
είναι πραγματική -και
ίσως ακόμη μεγαλύτερη
από τις πιθανές
οικονομικές κυρώσεις. Το
ΚΚΚ, για παράδειγμα,
είχε την ευκαιρία να
βελτιώσει τους δεσμούς
Κίνας-Ευρώπης μετά τον
απομονωτισμό και τις
προσβολές της κυβέρνησης
Τραμπ που αναστάτωσαν
τους συμμάχους των ΗΠΑ.
Όμως, με το να απαντήσει
στις κυρώσεις της ΕΕ για
την Σιντζιάνγκ με μια
άστοχη σειρά κυρώσεων σε
μέλη του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου σε όλο το
πολιτικό φάσμα, το
Πεκίνο έχασε την
ευκαιρία. Αντίθετα, το
«οφθαλμός αντί οφθαλμού»
της Κίνας ουσιαστικά
διέλυσε την Συνολική
Συμφωνία Επενδύσεων
(Comprehensive Agreement
on Investment) με την
Ευρώπη, μια εμπορική
συμφωνία για την οποία
είχε ξοδέψει χρόνια σε
διαπραγματεύσεις.
Η βαρβαρότητα της
αποικιοκρατίας του ΚΚΚ
στην Xinjiang ήταν
ιδιαίτερα καταστροφική
για την σχέση της Κίνας
με την Ταϊβάν. Τον
Δεκέμβριο του 2022, το
νομοθετικό σώμα της
Ταϊβάν ψήφισε ένα άνευ
προηγουμένου
διακομματικό ψήφισμα που
αναγνωρίζει την
«γενοκτονία» της Κίνας
κατά του λαού των
Ουιγούρων. Οι
φρικαλεότητες της
Σιντζιάνγκ είναι ένας
σημαντικός λόγος για τον
οποίο το «μια χώρα, δύο
συστήματα» -η
μακροχρόνια φόρμουλα του
ΚΚΚ για την «επανένωση»
της ηπειρωτικής Κίνας με
την Ταϊβάν- είναι νεκρή
και η εργαλειοθήκη του
Πεκίνου για την ειρηνική
αντιμετώπιση του
ζητήματος της Ταϊβάν
εξαντλήθηκε. Με την
στρατιωτική βία να
φαίνεται ως η μόνη
επιλογή, η αυξημένη
πολεμική του ΚΚΚ προς
την Ταϊβάν έχει
επιδεινώσει τις εντάσεις
με τις Ηνωμένες
Πολιτείες. Από αυτή την
άποψη, η προσπάθεια του
Xi να ενισχύσει την
ασφάλεια της Κίνας μέσω
μιας καταστολής στην
Xinjiang απέτυχε
θεαματικά.
Η επίθεση του ΚΚΚ στους
αυτόχθονες λαούς της
Σιντζιάνγκ έχει επίσης
ξεσκίσει την διεθνή φήμη
του Πεκίνου, τουλάχιστον
μεταξύ των προηγμένων
οικονομιών του κόσμου.
Άνθρωποι σε δημοκρατικές
χώρες έχουν εκφράσει εδώ
και καιρό ανησυχίες για
τα ανθρώπινα δικαιώματα
στην Κίνα —αυτό
αποτελούσε μια σταθερά.
Όμως, σύμφωνα με
δημοσκόπηση του Pew
Research Center, η εποχή
που οι απόψεις για την
Κίνα στις προηγμένες
οικονομίες έγιναν
δραματικά αρνητικές
συνέβη κατά την διάρκεια
του 2017 και του 2018.
Αυτό ήταν πριν από τις
διαδηλώσεις στο Χονγκ
Κονγκ, πριν από την
πανδημία, και πριν το
ΚΚΚ στηρίξει την εισβολή
της Ρωσίας στην
Ουκρανία. Η απότομη
πτώση αντιστοιχεί στον
εμπορικό πόλεμο του
Τραμπ εναντίον της
Κίνας, αλλά εκτός του
Ρεπουμπλικανικού
Κόμματος των ΗΠΑ, λίγοι
ήταν σύμφωνοι με τη
μονομερή επιβολή δασμών.
Αυτό αφήνει τα
στρατόπεδα συγκέντρωσης
ως την εναπομείνασα
επίκαιρη ανεξάρτητη
μεταβλητή -τον παράγοντα
που πιθανότατα
μετέστρεψε την [κοινή]
γνώμη στην Αυστραλία,
τον Καναδά, την Ιαπωνία,
τη Νότια Κορέα, τις
Ηνωμένες Πολιτείες, και
την Ευρώπη εναντίον του
Πεκίνου.
Η Κίνα, φυσικά, δεν
χρειάζεται να λαμβάνει
υπόψη τις απόψεις των
δικών της ανθρώπων όταν
διαμορφώνει πολιτική,
πόσω μάλλον τις απόψεις
άλλων κρατών. Η
κυβέρνηση της χώρας
είναι πλέον μια
προσωποπαγής δικτατορία,
και αυτή την στιγμή
φαίνεται ότι μόνο ο Σι
θα μπορούσε να πάρει την
απόφαση να αντιστρέψει
την πορεία στην
Σιντζιάνγκ. Αυτό δεν
εμπνέει εμπιστοσύνη.
Όπως δείχνει ξεκάθαρα η
παρατεταμένη πολιτική
μηδενικής COVID, ο
ηγέτης της Κίνας
επιδεικνύει απερίσκεπτη
περιφρόνηση για τις
αρχές του κινεζικού
κόμματος-κράτους από το
1979: προτεραιότητα στην
οικονομική ανάπτυξη,
διατήρηση φιλικής
πρόσβασης στις
προηγμένες οικονομίες
του κόσμου, και
συντήρηση μιας αρμονικής
ισορροπίας μεταξύ των
εθνοτικών ομάδων της
Κίνας.
Αλλά η μηδενική COVID
υποδηλώνει επίσης ότι ο
Σι, και το κινεζικό
κόμμα-κράτος, μπορούν να
αλλάξουν πορεία. Αφότου
οι διαμαρτυρίες
κατέστησαν σαφές ότι η
Κίνα δεν μπορούσε να
βρίσκεται επ' αόριστον
σε lockdown, το ΚΚΚ ήρε
τους ελέγχους του,
αναγνωρίζοντας σιωπηρά
ότι η COVID-19 δεν θα
εξαφανιστεί και ότι το
οικονομικό και κοινωνικό
κόστος της προσπάθειας
περιορισμού της ήταν
απλώς πολύ υψηλό. Ούτε
οι Ουιγούροι θα φύγουν,
επίσης. Εάν ο κόσμος
διατηρήσει τις κυρώσεις
και τον έλεγχό του, με
την πάροδο του χρόνου
μπορεί να καταστήσει
απαράδεκτο το τίμημα της
βαναυσότητας της Κίνας
εναντίον των μειονοτήτων
της.
Ο JAMES MILLWARD είναι
καθηγητής Ιστορίας στην
Σχολή Εξωτερικών
Υπηρεσιών του
Πανεπιστημίου Georgetown
και συγγραφέας του
βιβλίου με τίτλο:
Eurasian Crossroads: A
History of Xinjiang [1].
Foreign Affairs
https://foreignaffairs.gr/articles/73995/james-millward/i-nea-ekstrateia-tis-kinas-kata-ton-oyigoyron?page=show |