|
Σύμφωνα με μία εκδοχή, ο
Morris, που ήταν απλά
ένας 20άρης φοιτητής του
Cornell, ήθελε μόνο να
δει πόσο μεγάλο ήταν το
ίντερνετ. Ασφαλώς, το
διαδίκτυο δεν είχε τότε
καμία σχέση με αυτό που
γνωρίζουμε σήμερα.
Ήταν μία κυρίως
αμερικανική υπόθεση, με
λιγότερους από 100.000
συνδεδεμένους
υπολογιστές. Οι
περισσότεροι από τους
ανθρώπους που έμπαιναν
τότε στο ίντερνετ το
χρησιμοποιούσαν για τη
δουλειά τους, πιθανότατα
σε κάποιο πανεπιστήμιο ή
σε έναν οργανισμό.
Όταν λοιπόν ο Morris
θέλησε να δει πόσοι
υπολογιστές ήταν
συνδεδεμένοι στο
ίντερνετ, έφτιαξε ένα
πρόγραμμα που θα
ταξίδευε από υπολογιστή
σε υπολογιστή, ζητώντας
από τον καθένα να
στείλει πίσω ένα σήμα.
Το πρόγραμμα δούλεψε
καλά. Για την ακρίβεια,
υπερβολικά καλά. Ο
Morris είχε καταλάβει
ότι εάν ο ιός ταξίδευε
πολύ γρήγορα, θα υπήρχαν
προβλήματα, για αυτό και
είχε βάλει περιορισμούς.
Όμως οι περιορισμοί
αυτοί δεν δούλεψαν, με
αποτέλεσμα το πρόγραμμα
του φοιτητή να εξαπλωθεί
ταχύτατα και να
«μπλοκάρει» μεγάλα
κομμάτια του ίντερνετ.
Όταν ο Morris
συνειδητοποίησε τι είχε
συμβεί, τα
προειδοποιητικά μηνύματα
που προσπάθησε να
στείλει στους
διαχειριστές των
συστημάτων, δεν
μπορούσαν να φτάσουν
στους αποδέκτες τους
εξαιτίας του προβλήματος
που είχε δημιουργηθεί.
Έτσι, το επόμενο πρωί, ο
κόσμος –τουλάχιστον οι
λίγοι που γνώριζαν το
διαδίκτυο τότε- ξύπνησε
και βρήκε ότι το
ίντερνετ είχε αλλάξει.
Χιλιάδες υπολογιστές
(υπολογίζεται το ένα
δέκατο όσων ήταν
συνδεδεμένοι) είχαν
μπλοκάρει καθώς ο ιός
που τους είχε μολύνει
αντιγραφόταν ξανά και
ξανά, μέχρι να τους
«γονατίσει». Το ίντερνετ
κατέρρευσε.
Τις επόμενες μέρες, το
γεγονός άρχισε να τραβά
την προσοχή των
δημοσιογράφων, έστω και
εάν η συντριπτική τους
πλειοψηφία δεν μπορούσε
να καταλάβει τι
πραγματικά συνέβαινε.
Κατακλυσμένο από τα
τηλεφωνήματά τους, το
MIT αποφάσισε να δώσει
συνέντευξη τύπου. Όπως
θα έλεγαν αργότερα
ερευνητές του
πανεπιστημίου, ο Τύπος
απογοητεύτηκε που κανείς
δεν μπορούσε να δει την
ζημιά που είχε
προκαλέσει ο ιός.
Κάποιοι φαίνεται ότι
είχαν πάει στη
συνέντευξη τύπου
«ελπίζοντας» ότι ο
κόσμος βρισκόταν στο
χείλος του Γ’
Παγκοσμίου Πολέμου.
Άλλοι, πίστευαν ότι
επρόκειτο για έναν ιό
που μπορούσε να μολύνει
ανθρώπους. «Δεν ξέρουμε,
δεν είμαστε ιατρική
σχολή. Καλύτερα να
μιλήσετε με το
Πανεπιστήμιο της
Ιντιάνα», απαντούσαν,
προφανώς διασκεδάζοντας,
οι ερευνητές του MIT
στις αγωνιώδεις
ερωτήσεις των
δημοσιογράφων για το εάν
κινδυνεύει ο κόσμος να
αρρωστήσει.
Όμως αυτό που κατάφερε
να βρει σωστά ο Τύπος
της εποχής ήταν την
ταυτότητα του δράστη. Οι
New York Times
αποκάλυψαν ότι όλα ήταν
το έργο ενός
«πανέξυπνου» 23χρονου
φοιτητή του Cornell.
Όπως είπε στην εφημερίδα
ο πατέρας του, που
δούλευε για το
αμερικανικό κράτος πάνω
στην ασφάλεια
υπολογιστών, ήταν «το
έργο ενός βαριεστημένου
φοιτητή». Οι εφημερίδες
έσπευσαν να στήσουν το
προφίλ του Morris: Ήταν
τόσο έξυπνος ώστε
βαριόταν με τα κανονικά
μαθήματα, δεν είχε κάνει
πολλούς φίλους στο
πανεπιστήμιο, αλλά
προτιμούσε να περνά την
ώρα του
προγραμματίζοντας τον
υπολογιστή του.
Τελικά, χρειάστηκαν
μέρες και οι προσπάθειες
εκατοντάδων διαχειριστών
συστημάτων για να
καθαριστεί το ίντερνετ
από τον ιό του Morris.
Πλέον, όμως, η εποχή της
αθωότητας του ίντερνετ
είχε τελειώσει μια και
καλή.
Όλοι συνειδητοποίησαν
ότι το διαδίκτυο δεν
ήταν πια εκείνη η μικρή
πόλη, όπου ο καθένας
μπορούσε να αφήνει την
πόρτα του ξεκλείδωτη. Η
ασφάλεια υπολογιστών,
που έως τη στιγμή εκείνη
αντιμετωπιζόταν σαν ένα
θεωρητικό πρόβλημα, ήταν
πια μία επείγουσα
ανάγκη, που πολύ σύντομα
θα μετατρεπόταν σε μία
βιομηχανία
δισεκατομμυρίων.
Όσο για την τύχη του
Robert Morris; Το 1990
καταδικάστηκε σε τρία
χρόνια με αναστολή, 400
ώρες κοινωφελούς
εργασίας και πρόστιμο
10.000 δολαρίων.
Αυτό το λάθος δεν τον
απέτρεψε από το να
χτίσει μια ολόκληρη
καριέρα στην
πληροφορική,
δημιουργώντας μια από
τις πρώτες start ups
ηλεκτρονικού εμπορίου,
την Viaweb, το 1995.
Μάλιστα, μετά το συμβάν
με τον ιό, απέφευγε τόσο
τη δημοσιότητα ώστε δεν
ήθελε καν το αληθινό του
όνομα να γραφτεί στο
σάιτ της Viaweb, αλλά
αντ΄ αυτού χρησιμοποίησε
το ψευδώνυμο John
McArtyem. Η Viaweb
πουλήθηκε στη Yahoo αντί
49 εκατ. δολαρίων το
1998.
Στην πορεία, ο Morris
επέστρεψε στο
πανεπιστήμιο και πήρε το
διδακτορικό του από το
Χάρβαρντ το 1999.
Δούλεψε για το MIT και
υπήρξε συνιδρυτής του Y
Combinator, ενός
incubator που απέκτησε
διαστάσεις θρύλου στη
Silicon Valley.
Ο Morris ουδέποτε
επιχείρησε να κερδίσει
φήμη ή χρήματα από το
περιστατικό του ιού, με
την μετέπειτα
συμπεριφορά του να
πιστοποιεί αυτό που
έλεγε από την πρώτη
στιγμή: Ήταν ένα ατύχημα
για το οποίο ένιωθε
άσχημα.
Πηγή:
Money Review |