|
--------------------
Στην αυγή του 21ου αιώνα
οι ΗΠΑ διένυαν την
δεύτερη
δεκαετία της μονοπολικής
εποχής. Υπερείχαν σε
όλους τους τομείς και
είχαν την δυνατότητα να
προβάλουν την ισχύ τους
και να προωθούν τα
συμφέροντά τους σε όλο
τον πλανήτη. Η
διευθέτηση των μεγάλων
διεθνών προβλημάτων και
κρίσεων γίνονταν με την
πρωτοβουλία και την
ανάληψη δράσης από την
αμερικανική πλευρά.
Τότε, την προεδρία
ανέλαβε ο Τζορτζ
(Ουόκερ) Μπους
(20.01.2001) με στόχο
την συνέχιση της
αμερικανικής
πρωτοκαθεδρίας στο
διεθνές σύστημα μέσα σε
ιδιαίτερα ευνοϊκές
συνθήκες, αποτέλεσμα των
επιτυχημένων επιλογών
των προκατόχων του στις
εξωτερικές υποθέσεις.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ,
Τζορτζ Μπους, κηρύσσει
το τέλος του πολέμου στο
Ιράκ κατά
την διάρκεια μιας
ομιλίας προς το πλήρωμα
του αεροπλανοφόρου
USS
Abraham Lincoln καθώς
κατευθυνόταν προς το Σαν
Ντιέγκο της Καλιφόρνια,
σε αυτή την φωτογραφία
αρχείου της 1ης Μαΐου
2003. Larry
Downing/Reuters
----------------------------------------------------------------
Ο πατέρας του, Τζορτζ (Χέρμπερτ)
Μπους, ανταποκρίθηκε
εξαιρετικά για την
πολιτική και ηθική
καθοδήγηση των ΗΠΑ. Η
έναρξη της παγκόσμιας
αμερικανικής υπεροχής
(25.12.1991) συνέπεσε με
αλλεπάλληλες
αναστατώσεις και κρίσεις
σε όλη την Ευρασία που
δεν είχαν ιστορικό
προηγούμενο τις οποίες
και διαχειρίστηκε
αριστοτεχνικά. Η «νέα
παγκόσμια τάξη»
αντιπροσώπευε την
αναζήτηση της
παραδοσιακής
σταθερότητας.
Αξιοποιώντας τη μοναδική
πολιτική επιρροή και
ηθική νομιμοποίηση της
χώρας του άφησε την
εξουσία έχοντας κερδίσει
πρωτοφανή παγκόσμιο
σεβασμό. Ο Μπιλ Κλίντον
αντικατέστησε τη «νέα
παγκόσμια τάξη» με την
ιδέα της «αμετάκλητης
παγκοσμιοποίησης» ως το
νέο όραμα στην εξωτερική
πολιτική. Ήρθε
αντιμέτωπος με ένα
πλήθος ανόμοιων μεταξύ
τους και ενίοτε
τεμνόμενων διεθνών
προβλημάτων, αφού σχεδόν
αμέσως μετά την ανάληψη
της εξουσίας υπήρξαν
ξεσπάσματα βίας σε πολλά
μέρη του κόσμου. Η
αποτελεσματική
αντιμετώπισή τους σε
συνδυασμό με τη
νεανικότητα, την ευφυΐα,
και την ευγλωττία του
τον κατέστησαν σύμβολο
μιας καλών προθέσεων
αλλά ταυτόχρονα ισχυρής
Αμερικής, και αποδεκτό
παγκόσμιο ηγέτη.
Η έναρξη της
διακυβέρνησης από τον
Τζορτζ Μπους (τον
νεότερο), ο οποίος
υπήρξε ο τρίτος κατά
σειρά πρόεδρος μετά το
τέλος του Ψυχρού
Πολέμου, έγινε σε μια
εποχή όπου οι ΗΠΑ ήταν
ακόμη παντοδύναμες
και αποδεκτές, ενώ οι
συμμαχικές τους σχέσεις
ήταν ουσιαστικά υγιείς.
Προεκλογικά εξέφρασε την
ανάγκη για μια εξωτερική
πολιτική συνετή και μη
επεμβατική [1] ως προς
την αλλαγή πολιτικών
συστημάτων απολυταρχικών
χωρών, που δεν ήταν
συμβατές με το Δυτικό
σύστημα αξιών και
αντιστρατεύονταν τα
αμερικανικά συμφέροντα.
Αναφέρθηκε στον
«ευδιάκριτο αμερικανικό
διεθνισμό» ως προοπτική
της εξωτερικής πολιτικής
που οραματιζόταν [2]. Με
την ανάληψη των
καθηκόντων του εξέφρασε
τις προθέσεις του για
μια εξωτερική πολιτική
συνεργατική και
συναινετική με τους
συμμάχους, χωρίς λήψη
μονομερών αποφάσεων [3].
Στις προτεραιότητές του
ήταν, μεταξύ άλλων, η
αποτροπή της διάδοσης
των όπλων μαζικής
καταστροφής η οποία
αναγνωρίστηκε ως
πρόκληση για την
παγκόσμια ασφάλεια.
Έχοντας
περιορισμένη γνώση για
τα διεθνή δρώμενα
επέλεξε ως στενούς
συνεργάτες του πρόσωπα
εγνωσμένης αξίας και
κύρους που η πορεία τους
άφηνε να εννοηθεί την
συνέχιση του ρεαλισμού
που είχε χαρακτηρίσει
την εξωτερική πολιτική
του Τζορτζ Μπους (τον
πρεσβύτερο).
Αντιπρόεδρος ήταν ο Ντικ
Τσέινι, πρώην Υπουργός
Άμυνας του πατέρα του.
Υπουργός Εξωτερικών, ο
Κόλιν Πάουελ που υπήρξε
αρχηγός του μικτού
επιτελείου ενόπλων
δυνάμεων στην κυβέρνηση
Μπιλ Κλίντον. Υπουργός
Άμυνας διορίστηκε ο
Ντόναλντ Ράμσφελντ που
είχε καταλάβει ακριβώς
την ίδια θέση επί
προεδρίας Τζέραλντ
Φορντ. Τέλος, Σύμβουλος
Εθνικής Ασφαλείας ήταν η
Κοντολίζα Ράις που
υπήρξε μέλος του
Συμβουλίου Εθνικής
Ασφαλείας επί Τζορτζ
Μπους. Η ομάδα αυτή, που
ξεπερνούσε κατά πολύ τον
νέο πρόεδρο σε
αρχαιότητα και εμπειρία,
αρχικά εστίασε την
προσοχή της στους
ανολοκλήρωτους στόχους
της πυραυλικής άμυνας,
τον στρατιωτικό
μετασχηματισμό, και τις
σχέσεις μεταξύ των
Μεγάλων Δυνάμεων. Όσα
δηλαδή είχε ξεκινήσει ο
Τζορτζ Μπους (ο
πρεσβύτερος). Η διασπορά
των πυρηνικών όπλων και
η τρομοκρατία δεν
βρίσκονταν ψηλά στην
ατζέντα, με την
Κοντολίζα Ράις να
απορρίπτει μια πρώιμη
προειδοποίηση των
μυστικών υπηρεσιών περί
πιθανών τρομοκρατικών
πληγμάτων ως «ιστορική»
μελέτη, κατά κύριο λόγο
[4].
ΤΑ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΚΑ
ΧΤΥΠΗΜΑΤΑ ΤΗΣ 11ΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
2001
Οι επιθέσεις
της 11ης Σεπτεμβρίου
2001 αποτέλεσαν
συγκλονιστικό γεγονός
κομβικής σημασίας που
άλλαξε άρδην τις
προτεραιότητες και τον
σχεδιασμό της
αμερικανικής εξωτερικής
πολιτικής. Οι ΗΠΑ
αιφνιδιάστηκαν
συνειδητοποιώντας την
τρωτότητά τους. Είχαν
συμπληρωθεί μόλις οκτώ
μήνες διακυβέρνησης από
τον Τζορτζ Μπους και
ακόμη δεν ήταν εμφανής η
στρατηγική που θα
ακολουθείτο υπό τη νέα
διοίκηση στην διεθνή
σκακιέρα.
Ο «Πόλεμος κατά της
Τρομοκρατίας» ξεκίνησε
μονοπωλώντας τον
αμερικανικό πολιτικό σχεδιασμό
για τις εξωτερικές
υποθέσεις την πρώτη
τετραετία της προεδρικής
θητείας.
Η
Eξουσιοδότηση
για την Χρήση
Στρατιωτικής Δύναμης
Εναντίον των Τρομοκρατών
(Authorization
for Use of Military Force Against Terrorists)
[5], που ψηφίστηκε από
το Κογκρέσο (14.9.2001)
[6] και υπογράφηκε από
τον Αμερικανό πρόεδρο
(18.9.2001), αποτέλεσε
την πρώτη και άμεση
αντίδραση. Ο Τζορτζ
Μπους στην ομιλία του
στο Κογκρέσο (20.9.2001)
αμέσως μετά τα δραματικά
γεγονότα, αναφέρθηκε
στον Οσάμα Μπιν Λάντεν
και στην Αλ Κάιντα,
δίνοντας τελεσίγραφο στο
καθεστώς των Ταλιμπάν
στο Αφγανιστάν να
«παραδώσουν τους
τρομοκράτες ή να
συναντήσουν τη μοίρα
τους. Ο Πόλεμος κατά της
Τρομοκρατίας ξεκινά με
την Αλ Κάιντα αλλά δεν
τελειώνει εκεί. Δεν θα
τελειώσει μέχρι κάθε
παγκόσμια τρομοκρατική
ομάδα βρεθεί,
εμποδιστεί, και νικηθεί»
[7]. Η εισβολή στο
Αφγανιστάν
πραγματοποιήθηκε πριν
ακόμη συμπληρωθεί ένα
μήνας από τα
τρομοκρατικά χτυπήματα
(7.10.2001).
Στις αρχές του επόμενου
χρόνου ο Αμερικανός
πρόεδρος άρχισε δημόσια
να επικεντρώνεται στο
Ιράκ
το οποίο κατονόμασε ως
μέρος του «άξονα του
κακού» [8] που βρισκόταν
σε συμμαχία με τους
τρομοκράτες και έθετε
«υψηλό και αυξανόμενο
κίνδυνο για τα
αμερικανικά συμφέροντα
με την κατοχή όπλων
μαζικής καταστροφής»
[9]. Καθόλη την διάρκεια
του 2002 η
CIA
ανέλαβε
να παράσχει στοιχεία ως
αδιαμφισβήτητα γεγονότα
που να στοχοποιούν την
κυβέρνηση Σαντάμ Χουσεΐν
για την
επαναδραστηριοποίηση του
προγράμματος απόκτησης
πυρηνικών όπλων, την
ύπαρξη βιολογικών και
χημικών όπλων καθώς και
την εμβέλεια ορισμένων
πυραύλων που ξεπερνούσαν
τα επιτρεπόμενα όρια
σύμφωνα με τις αποφάσεις
του ΟΗΕ [10]. Τα
στοιχεία αυτά δεν ήταν
παρά στην καλύτερη
περίπτωση εκτιμήσεις.
Μάλιστα το Υπουργείο
Άμυνας δημιούργησε την
δική του υπηρεσία
πληροφοριών για το Ιράκ.
Η προοπτική εισβολής
εκφράστηκε επίσημα στην
διεθνή κοινότητα με την
ομιλία του Αμερικανού
προέδρου στη Γενική
Συνέλευση των Ηνωμένων
Εθνών (12.9.2002) [11].
Η Απόφαση για την
Εξουσιοδότηση Χρήσης
Στρατιωτικής Δύναμης
Ενάντια στο Ιράκ (Authorization
for Use of Military Force Against Iraq Resolution)
[12],
που ψηφίστηκε από το
Κογκρέσο (10.11.2002) με
διακομματική συναίνεση,
έδωσε την δυνατότητα
στις αμερικανικές
δυνάμεις να στραφούν
ενάντια στο ιρακινό
καθεστώς.
Οι αποφάσεις και οι
πρωτοβουλίες που
αναλήφθηκαν μετά την 11η
Σεπτεμβρίου
2001 αποτυπώθηκαν στην
Στρατηγική Εθνικής
Ασφαλείας [14]
(17.9.2002). Στο σχετικό
κεφάλαιο για την
παγκόσμια τρομοκρατία
γινόταν αναφορά στην
διεξαγωγή προληπτικού
πολέμου στον οποίο οι
ΗΠΑ μπορούν να δρουν από
μόνες τους αν αυτό
καθίσταται αναγκαίο.
Στην
διεθνή κοινότητα οι ΗΠΑ
επιδίωξαν να
νομιμοποιήσουν την
ανάληψη στρατιωτικής
δράσης κατά του Ιράκ
ισχυριζόμενες ότι δεν
μπορούσαν να
εμπιστευτούν τον Σαντάμ
Χουσεΐν αναφορικά με τα
όπλα μαζικής
καταστροφής. Το Ιράκ
συνέχιζε να παραβιάζει
την Απόφαση 687
(3.4.1991) του
Συμβουλίου Εθνικής
Ασφαλείας [15] η οποία
μεταξύ άλλων επιτάσσει
την καταστροφή όλων των
χημικών, βιολογικών και
πυρηνικών όπλων καθώς
και τον έλεγχο από
διεθνείς επιθεωρητές. Σε
αυτή την βάση ψηφίστηκε
η Απόφαση 1441
(8.11.2002) του
Συμβουλίου [16] σύμφωνα
με την οποία το Ιράκ
βρισκόταν σε «ουσιαστική
παραβίαση της κατάπαυσης
του πυρός» και δεν
συνεργαζόταν με τους
διεθνείς επιθεωρητές. Η
παραβίαση αυτή καθώς και
η διατύπωση της Απόφασης
1441 που δεν «περιορίζει
κανένα κράτος-μέλος από
το να δράσει ώστε να
υπερασπίσει εαυτόν
έναντι απειλής που
τίθεται από το Ιράκ»,
υπό μια διασταλτική
ερμηνεία έδωσαν στις ΗΠΑ
το δικαίωμα να
εφαρμόσουν μονομερώς τις
Αποφάσεις του Συμβουλίου
χωρίς να απαιτείται η
ψήφιση νέας Απόφασης.
H
αμερικανική πλευρά δεν κατάφερε
τελικά να εξασφαλίσει
την έγκριση των
υπολοίπων τεσσάρων μελών
του Συμβουλίου Ασφαλείας
για την εξουσιοδότηση
χρήσης στρατιωτικής
δύναμης ενάντια στο
Ιράκ. Για πρώτη φορά
στην ιστορία η εσωτερική
ασφάλεια ενός κράτους
(εν προκειμένω των ΗΠΑ)
ταυτίστηκε με την
παγκόσμια ασφάλεια [17].
Ο Τζορτζ Μπους έδωσε
τελεσίγραφο στον Σαντάμ
Χουσεΐν και τους γιους
του να εγκαταλείψουν
μέσα σε 48 ώρες το Ιράκ
(17.3.2002) διαφορετικά
η στρατιωτική σύγκρουση
θα ήταν αναπόφευκτη. Δυο
μέρες αργότερα
(19.3.2002) αμερικανικές
και βρετανικές δυνάμεις
βομβάρδισαν κυβερνητικά
και στρατιωτικά κτίρια
στην Βαγδάτη. Η εισβολή
μέσω Κουβέιτ ξεκίνησε
την επομένη (20.3.2002).
Η ιρακινή πρωτεύουσα
καταλήφθηκε σχετικά
γρήγορα (9.4.2002).
O
Αμερικανός πρόεδρος από
το αεροπλανοφόρο
USS Abraham
Lincoln
ανακοίνωσε
το τέλος του πολέμου με
φόντο ένα πανό που
έγραφε «Mission
Accomplished»
(1.1.2003). Η
«Επιχείρηση Ιρακινή
Ελευθερία», όπως
ονομάστηκε η εισβολή στο
Ιράκ για την ανατροπή
του Σαντάμ Χουσεΐν,
ολοκληρώθηκε πολύ
σύντομα (σε 21 ημέρες)
με σχεδόν μηδαμινές
απώλειες για τους
Αμερικανούς (έχασαν
μόλις 155 άνδρες) [18].
Υπήρξε από τις πιο
επιτυχείς στρατιωτικές
επιχειρήσεις από άποψη
τακτικής. Η εντύπωση της
αμετάκλητης και
θριαμβευτικής νίκης των
Ηνωμένων Πολιτειών μαζί
με τις συμμαχικές χώρες,
κυρίως του Ηνωμένου
Βασιλείου που αποτέλεσαν
την «συμμαχία των
προθύμων» [19] υπήρξε
αντιστρόφως ανάλογη της
πραγματικότητας στην
διάρκεια των οκτώ χρόνων
κατοχής, γκρεμίζοντας
τις ψευδαισθήσεις της
αμερικανικής
παντοδυναμίας.
Η αμερικανική παρουσία
στο Ιράκ χωρίστηκε σε
τέσσερις φάσεις: α)
2003-2007 υπό την
Συμμαχική Προσωρινή Αρχή
(Coalition
Provisional
Authority).
Ήταν το μεταβατικό
στάδιο για τον
μετασχηματισμό του
ιρακινού κράτους, την
ίδρυση νέων θεσμών και
τις δομικές αλλαγές στην
ιρακινή κοινωνία,
β) 2007-2011 που υπήρξε
η πιο αιματηρή περίοδος
με εμφύλιες διαμάχες
μεταξύ Σουνιτών και
Σιιτών και ισχυρή
αντίσταση στις
αμερικανικές δυνάμεις
κατοχής. Τα δυο πρώτα
χρόνια της περιόδου
αυτής απεστάλησαν
επιπλέον στρατεύματα.
Στις 13 Δεκεμβρίου 2011
οι τελευταίοι Αμερικανοί
αποχωρούν τερματίζοντας
επίσημα την οκταετή
αμερικανική ανάμειξη
(για την ακρίβεια
παρέμειναν 4.100 άνδρες
και τον επόμενο χρόνο),
γ) 2012-2017 που
σημαδεύτηκε από την
εμφάνιση του Ισλαμικού
Κράτους του Ιράκ και του
Λεβάντε (ISIS)
το οποίο κατέλαβε το 1/3
της ιρακινής επικράτειας
το 2014. Οι ΗΠΑ
απέστειλαν εκ νέου
στρατιωτικό προσωπικό
στο Ιράκ και υπό την
ηγεσία τους σχηματίστηκε
ο Παγκόσμιος Συνασπισμός
κατά του
ISIS
(The Global
Coalition to Defeat
ISIS)
και δ) 2018-2023 όπου η
ιρακινή κυβέρνηση
ανέκτησε το σύνολο των
εδαφών (Μάιος 2018). Οι
ΗΠΑ διατηρούν ακόμη και
σήμερα 2.500 άτομα ως
συμβουλευτικό
στρατιωτικό προσωπικό.
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
Ιράκ
Στο εσωτερικό, η χώρα
βυθίστηκε στο χάος. Δυο
γεγονότα υπήρξαν
κομβικά. Πρώτο, η
απαγόρευση του
Μπααθικού κόμματος που
δημιούργησε πολιτικό
κενό. Δεύτερο, η διάλυση
του ιρακινού στρατού η
οποία οδήγησε χιλιάδες
επαγγελματίες στην
ανεργία, αφήνοντας
ταυτόχρονα δυσαναπλήρωτο
κενό ασφαλείας.
Αποτέλεσμα αυτών, σε
συνδυασμό με μια σειρά
παραμέτρων και άλλων
λανθασμένων επιλογών της
αμερικανικής κατοχικής
διοίκησης που ήταν στην
ηγεσία της Συμμαχικής
Προσωρινής Αρχής,
οδήγησαν το Ιράκ σε
εκτεταμένη διαφθορά,
εγκληματική αναρχία,
κοινωνική ανασφάλεια,
πολιτική αστάθεια,
διεύρυνση των εθνοτικών
και θρησκευτικών
διαιρέσεων και, τέλος,
εμφύλιο πόλεμο. Είναι
αδύνατο να εκτιμηθούν με
σχετική ακρίβεια οι
απώλειες του γηγενούς
πληθυσμού, αμάχων και
στρατιωτών, από την
έναρξη της εισβολής έως
την αποχώρηση των
αμερικανικών
στρατευμάτων [20].
ΗΠΑ
Στρατιωτικές
Κατά
την διάρκεια της
αμερικανικής εμπλοκής,
εισβολής και κατοχής,
σκοτώθηκαν 4.598 και
τραυματίστηκαν 32.292
στρατιώτες [21]. Έναν
χρόνο μετά την εισβολή
(Μάρτιος 2004) οι ΗΠΑ
είχαν σταθμευμένο στο
Ιράκ το 18% του τακτικού
στρατού τους [22]. Η
στρατιωτική παρουσία στο
Ιράκ έφτασε στο μέγιστο
αριθμό των 157.800
ανδρών το 2008 από τους
67.700 το 2003 [23].
Υπολογίζεται ότι στον
«Πόλεμο κατά της
Τρομοκρατίας» σε
Αφγανιστάν και Ιράκ
υπηρέτησαν περίπου 2,5
εκατ. Αμερικανοί [24]. Ο
πόλεμος στο Ιράκ επέφερε
την στρατικοποίηση της
εξωτερικής πολιτικής
[25].
Το «σύνδρομο του Ιράκ»
[26] -η θυματοφοβική
στάση ότι η ισχύς του
στρατού τους είναι πολύ
αβέβαιη για μακροχρόνιες
στρατιωτικές
επιχειρήσεις στο
εξωτερικό και
ενδεχομένως με ιδιαίτερα
βαρύ τίμημα για την
επίτευξη των
στόχων- ακολουθεί μια
γενιά Αμερικανών ηγετών
που απέτρεψε οποιαδήποτε
νέα χερσαία επέμβαση.
Οικονομικές
Η αμερικανική παρουσία
στο Ιράκ αποτέλεσε την
πιο δαπανηρή στρατιωτική
επέμβαση μετά τον πόλεμο
του Βιετνάμ. Οι
νεο-συντηρητικοί
υποσχέθηκαν ότι η στρατιωτική
επιχείρηση θα
χρηματοδοτείτο από την
εκμετάλλευση των
ιρακινών πετρελαϊκών
κοιτασμάτων από Δυτικές
εταιρίες και, μάλιστα,
μέσα σε διάστημα έξι
εβδομάδων από την
εγκαθίδρυση της
αμερικανικής ηγεσίας
στην χώρα. Αντ’ αυτού,
οι ΗΠΑ προχώρησαν σε
εσωτερικό δανεισμό για
να υποστηρίξουν το
δυσβάσταχτο οικονομικό
κόστος με το δημόσιο
χρέος να εκτινάσσεται
από τα 5,773 τρισ.
(2001) στα 11,126 τρισ.
(2009) [27].
Το άμεσο κόστος του
«Πολέμου κατά της
Τρομοκρατίας»
υπολογίζεται στα 8 τρισ.
δολάρια και αφορά όλα
τα ποσά που δαπανήθηκαν
στο εσωτερικό των ΗΠΑ
για την ενίσχυση των
μέτρων ασφαλείας και
στις εξωχώριες
επιχειρήσεις [28].
Μελέτη από την ίδια πηγή
ποσοτικοποίησε την
αμερικανική εμπλοκή στις
«υπερπόντιες
επιχειρήσεις έκτακτης
ανάγκης» σε Ιράκ και
Συρία στα 3 τρισ.
Δολάρια [29]. Η έκθεση
του Υπουργείου Άμυνας
για τον σκοπό αυτό,
αναφερόμενη σε
Αφγανιστάν και Ιράκ,
έκανε λόγο για 1,5 τρισ.
Δολάρια [30].
Το έμμεσο κόστος είναι
μεγαλύτερο και μη
προσδιορισμένο σε
επιπτώσεις στην
οικονομική ευρωστία και
στην στρατιωτική
ισχύ. Σε αυτό
συμπεριλαμβάνονται οι
απώλειες στις θέσεις
εργασίας, οι αυξήσεις
στα επιτόκια, και ο
υπέρογκος δανεισμός για
την χρηματοδότηση των
πολέμων. Εν τέλει η
εμπλοκή στο Ιράκ
επιδείνωσε την
δημοσιονομική κατάσταση
πολλαπλώς.
Περιφερειακές
Η Μέση Ανατολή, ίσως η
πιο σημαντική περιοχή σε
αυτό που ονομάζεται
«Παγκόσμια Βαλκάνια»
[31], αποτελεί ένα
άναρχο διεθνές
υποσύστημα που βρίσκεται
συνεχώς υπό διαμόρφωση
και για αυτό είναι
εξελισσόμενο διαρκώς.
Είναι διαχρονικά ζωτικής
σημασίας για τα
αμερικανικά συμφέροντα
όπου οι ΗΠΑ επικέντρωναν
(τουλάχιστον μέχρι τις
αρχές της προηγούμενης
δεκαετίας) ίσως το
μεγαλύτερο κομμάτι της
διπλωματικής τους
προσοχής. Αν και η θέση
τους έχει υποχωρήσει,
εξακολουθούν να
διατηρούν τη μεγαλύτερη
στρατιωτική παρουσία.
Δύναμη μεταξύ 40.000 και
60.000 Αμερικανών
στρατιωτών είναι
ανεπτυγμένη εκεί, με
περίπου 2.500 από αυτούς
ως συμβουλευτικό
προσωπικό στο Ιράκ.
Το Ιράκ από τον Πόλεμο
του Κόλπου
(2.8.1990-28.2.1991) και
έπειτα παρέμενε ένα
άλυτο πρόβλημα. Η
«Επιχείρηση
Ιρακινή Ελευθερία» όχι
μόνο δεν έκοψε «το
γόρδιο δεσμό», αλλά
αποσταθεροποίησε
ολόκληρη την περιοχή.
Κατ’ αρχήν, το Ιράκ
διαλυμένο κατά την
περίοδο της αμερικανικής
κατοχής προσέλκυσε κάθε
είδους ένοπλες
ισλαμιστικές οργανώσεις
με σκοπό να προκαλέσουν
τις μεγαλύτερες δυνατές
στρατιωτικές απώλειες
στις ΗΠΑ. Το κενό που
δημιουργήθηκε μετά την
αποχώρηση των συμμαχικών
στρατευμάτων και ο
αποδιοργανωμένος
ιρακινός στρατός υπήρξαν
καθοριστικοί παράγοντες
για την δημιουργία και
την επέκταση του
Ισλαμικού Κράτους. Η
τρομοκρατία όχι μόνο
εξαπλώθηκε αλλά πήρε και
πρωτόγνωρη μορφή με την
κατάληψη του 1/3 της
χώρας από το τελευταίο,
που ήταν η μετεξέλιξη
της «Αλ Κάιντα στο Ιράκ»
και η όποια
δημιουργήθηκε επί
αμερικανικής παρουσίας.
Τα πολλαπλά διλήμματα
ασφαλείας για το Ιράκ,
με το μεγαλύτερο την
διατήρησή του ως
ανεξάρτητη και κυρίαρχη
κρατική οντότητα
συνεπεία της
αμερικανικής κατοχής,
κάλυψε το Ιράν που έγινε
ο κύριος σύμμαχός του.
Το Ιράν αύξησε σημαντικά
την περιφερειακή του
επιρροή. Η μακροχρόνια
αμερικανική πολιτική της
«διπλής ανάσχεσης» Ιράκ
και Ιράν αποδομήθηκε.
Επιπλέον, οι ΗΠΑ
θεωρούμενες δύναμη
κατοχής αποικιοκρατικού
χαρακτήρα έχασαν το
συγκριτικό πλεονέκτημα
του «καλοπροαίρετου»
ηγεμόνα και γνήσιου
διαμεσολαβητή στις
διενέξεις που ταλανίζουν
τη Μέση Ανατολή. Η
μνησικακία αυξήθηκε
και τις κατέστησε
ανεπιθύμητες, αφού η
καταπολέμηση της
τρομοκρατίας φάνηκε να
στοχεύει αδιακρίτως
Άραβες και
Μουσουλμάνους. Τέλος,
δόθηκε το «παράθυρο
ευκαιρίας» σε άλλες
μεγάλες δυνάμεις,
πρωτίστως στην Ρωσία και
μετέπειτα στην Κίνα, να
αυξήσουν το αποτύπωμά
τους. Η αποτελεσματική
ρωσική ανάμειξη στον
πόλεμο της Συρίας και η
πρόσφατη μεσολάβηση της
Κίνας για την
αποκλιμάκωση της έντασης
μεταξύ Σαουδικής Αραβίας
και Ιράν, κατέδειξαν την
αλλαγή αυτή. Η
αμερικανική επίδραση από
το ιστορικό ζενίθ του
2003, πριν την εισβολή
στο Ιράκ, έφτασε στο
ναδίρ με το τέλος της
προεδρικής θητείας το
2009. Οι ηγέτες της
Μέσης Ανατολής δεν
έβλεπαν πια την
Ουάσιγκτον ως τον
στενότερο σύμμαχό τους
από τον οποίο συχνά
λάμβαναν οδηγίες.
Στη Μέση Ανατολή οι ΗΠΑ
δεν ανέκαμψαν ποτέ
από την απόφαση τους να
σπαταλήσουν την τεράστια
επιρροή που είχαν μεταξύ
των υπεύθυνων λήψης
αποφάσεων πριν από την
έναρξη του πολέμου.
Διεθνείς
Η απονομιμοποίηση της
αμερικανικής
πρωτοκαθεδρίας
Ο πόλεμος κατά του Ιράκ
και η μακροχρόνια κατοχή
υπέσκαψαν
τη νομιμοποίηση της
αμερικανικής
πρωτοκαθεδρίας [32]. Η
πρωτοκαθεδρία θεωρείται
νομιμοποιημένη όταν οι
ΗΠΑ δρουν σύμφωνα με τις
καθιερωμένες διεθνείς
διαδικασίες [33]. Σε
αντίθεση με τον Πόλεμο
του Κόλπου, το Συμβούλιο
Ασφαλείας του ΟΗΕ δεν
έδωσε συγκεκριμένη
εξουσιοδότηση για την
χρήση βίας στην
«Επιχείρηση Ιρακινή
Ελευθερία». Ο Τζορτζ
Μπους (ο πρεσβύτερος)
ηγήθηκε διεθνούς
συμμαχίας αποτελούμενης
από 35 κράτη, ανάμεσα
στα οποία πέντε ήταν
αραβικά (ΗΑΕ, Κατάρ,
Μαρόκο, Ομάν, και Συρία)
για την εκδίωξη των
ιρακινών στρατευμάτων
από το Κουβέιτ. Όμως 12
χρόνια μετά, ο
συνασπισμός υπό την
καθοδήγηση των ΗΠΑ ήταν
ισχνός έχοντας
ουσιαστικά μόνο την
συνδρομή του Ηνωμένου
Βασιλείου [34]. Η
διεθνής κοινότητα
αποστασιοποιήθηκε στο
σύνολό της από την
αμερικανική εισβολή πλην
ελαχίστων εξαιρέσεων.
Παραδοσιακοί σύμμαχοι
των ΗΠΑ, μεταξύ άλλων, η
Γαλλία και η Γερμανία
εξέφρασαν ανοιχτά την
αντίθεσή τους. Ο Γενικός
Γραμματέας του ΟΗΕ, Κόφι
Ανάν, πήρε σαφή θέση
αμφισβήτησης της
αμερικανικής πολιτικής,
διότι το δόγμα του
προληπτικού πολέμου δεν
νομιμοποιεί την χρήση
στρατιωτικής βίας στο
Ιράκ [35]. Το γεγονός
ότι οι Ηνωμένες
Πολιτείες προχώρησαν σε
πόλεμο χωρίς την έγκριση
του Οργανισμού αποτέλεσε
πλήγμα στη νομιμοποίηση
που απολάμβαναν
βασισμένες σε κανόνες
διεθνούς τάξης, τους
οποίους εργάστηκαν
σκληρά να οικοδομήσουν
και να διατηρήσουν.
Πέρα από την συμμόρφωση
με τις καθιερωμένες
διαδικασίες, οι θετικές
συνέπειες της
αμερικανικής πολιτικής
αποτελούν την δεύτερη
πηγή νομιμοποίησης [36].
Οι πράξεις μπορούν να
θεωρηθούν νομιμοποιημένες
αν είναι ευρέως
επωφελείς για τον
υπόλοιπο κόσμο και ο
Τζορτζ Μπους (ο
νεότερος) επικαλέστηκε
συχνά αυτό το επιχείρημα
για να υπερασπιστεί την
παρεμβατική πολιτική
του. Τα αποτελέσματα
ήταν αρνητικά πρωτίστως
για το Ιράκ το οποίο
αποδομήθηκε ολοκληρωτικά
βιώνοντας πρωτοφανή
ανθρωπιστική, κοινωνική,
οικονομική και πολιτική
κρίση. Η ισλαμική
τρομοκρατία εξαπλώθηκε
πιο επιθετικά και σε
νέες μορφές με
αποκορύφωμα το Ισλαμικό
Κράτος. Η Μέση Ανατολή
αποσταθεροποιήθηκε
συνολικά. Καθολική ήταν
η δυσπιστία της κοινής
γνώμης, πρωτίστως της
ευρωπαϊκής. Οι πολίτες
των κρατών μελών της ΕΕ
σε συντριπτικά ποσοστά
χαρακτήρισαν τον πόλεμο
ως μη δικαιολογημένο και
ήταν πεπεισμένοι για την
προσπάθεια ελέγχου του
πετρελαίου του Ιράκ ως
το σημαντικότερο αίτιο
[37]. Οι ΗΠΑ δεν έπεισαν
τα άλλα κράτη ότι
έδρασαν για το κοινό
καλό.
Η συμμόρφωση με τους
ηθικούς κανόνες είναι το
τρίτο κριτήριο το οποίο
οι ΗΠΑ δεν εκπλήρωσαν
για να νομιμοποιήσουν
[38] την πολιτική τους.
Η παραβίαση ηθικών αρχών
ήταν χαρακτηριστικό της
αμερικανικής
κατοχής στο Ιράκ με το
θάνατο άμαχου πληθυσμού,
τα ταπεινωτικά
βασανιστήρια, τα
παράνομα κέντρα
κράτησης, και την
αλαζονεία που υπέδειξαν
εν γένει. Οι κατηγορίες
για εγκλήματα κατά της
ανθρωπότητας ήταν βαρύ
πλήγμα στις προσπάθειες
της αμερικανικής
κυβέρνησης να
παρουσιαστεί ως υπεύθυνη
παγκόσμια δύναμη με
υψηλά ηθικά ιδεώδη.
Μάλιστα, η αρμοδιότητα
του Διεθνούς Ποινικού
Δικαστηρίου για
ενδεχόμενο ανακρίσεων,
ερευνών, και διώξεων
Αμερικανών υπηκόων δεν
έγινε αποδεκτή από την
αμερικανική πλευρά. Η μη
εύρεση όπλων μαζικής
καταστροφής που οι ΗΠΑ
επικαλέστηκαν επίσημα
για την εισβολή στο Ιράκ
ήρθε να προστεθεί στην
φαρέτρα των λόγων που
εδραίωσαν την παραπάνω
αντίληψη.
Συμπερασματικά, η
νομιμοποίηση έχει
σημασία επειδή η
ικανότητα των ΗΠΑ να
επιτυγχάνουν την συνεργασία των άλλων κρατών αποδυναμώνεται
όταν αυτά θεωρούν ότι οι
ΗΠΑ χρησιμοποιούν
πολιτικές ανεπιθύμητες,
κοντόθωρες, ή αμφιβόλου
ηθικής για να
διατηρήσουν την θέση
τους.
Αύξηση των στρατηγικών
αντιστάσεων έναντι των
ΗΠΑ
Όσο μικρότερο επίπεδο
νομιμοποίησης
απολαμβάνει η
αμερικανική
πρωτοκαθεδρία τόσο
μεγαλύτερη αντίσταση
αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ
και τόσο πιο δύσκολο
είναι να επιτύχουν
οποιονδήποτε από τους
στόχους της εξωτερικής
πολιτικής τους.
Αντίθετα, αν τα
περισσότερα κράτη
θεωρούν πως η θέση των
ΗΠΑ είναι ευρέως ωφέλιμη
και οι ενέργειες τους
είναι γενικά νόμιμες
τότε οι τελευταίες δρουν
σε ένα συγκριτικά
ανεκτικό διεθνές
περιβάλλον. Η
αμερικανική ηγεσία
επέδειξε ισχύ και
αποφασιστικότητα στο
Ιράκ πιστεύοντας ότι
κατ’ αυτόν τον τρόπο θα
αποθαρρύνει την
περαιτέρω αντίσταση και
θα οδηγήσει όλο και
περισσότερα κράτη να
συμπαραταχθούν με τις
ΗΠΑ ή τουλάχιστον να μην
εναντιώνονται στα
συμφέροντά τους. Όπως
έγραψε ο Πωλ Γούλφοβιτς,
αναπληρωτής Υπουργός
Άμυνας, πριν αναλάβει το
αξίωμά του, η παγκόσμια
ηγεσία απαιτεί «να
δείχνεις ότι θα
τιμωρήσεις τους εχθρούς
σου και πως εκείνοι οι
οποίοι αρνούνται να σε
υποστηρίξουν θα το
μετανιώσουν» [39]. Με
άλλα λόγια, αν τα άλλα
έθνη δεν πτοηθούν, τότε
ή θα αγνοηθούν ή θα
συντριβούν.
Εκ του αποτελέσματος όχι
μόνο δεν υπήρξε
καμία ξεκάθαρη περίπτωση
στην
οποία κάποιο κράτος
εγκατέλειψε τις
καθιερωμένες πολιτικές
θέσεις του επειδή
φοβήθηκε την πίεση των
ΗΠΑ, αλλά οδήγησε
διάφορους αντιπάλους να
παραβλέψουν τις μεταξύ
τους διαφορές και να
συνταχθούν κατά της
αμερικανικής
υπερδύναμης. Ο
εξαναγκασμός της πίεσης
και του φόβου ένωσε τους
εχθρούς των ΗΠΑ οι
όποιοι ξεπερνώντας τα
αποκλίνοντα συμφέροντα
περιόρισαν την
αμερικανική διπλωματική
επιρροή. Διαίρεσε τους
φίλους οι οποίοι
ανησύχησαν με την
εκβιαστική συστράτευση,
την ασυμμετρία ισχύος
και την χρήση βίας χωρίς
σύνεση και συγκράτηση,
μειώνοντας την
συνεργασία τους με την
Ουάσιγκτον. Αυτή η
πολιτική τρόμαξε τις
περισσότερες χώρες
επειδή κανένα κράτος δεν
θα μπορούσε να είναι
εντελώς σίγουρο ότι δεν
θα κατέληγε να μπει στο
στόχαστρο των ΗΠΑ ή ότι
τα συμφέροντά του δεν θα
επηρεάζονταν δυσμενώς
από κάποια μονομερή
απόφαση της υπερδύναμης
για πόλεμο [40].
Αποτέλεσμα ήταν να
αυξηθούν οι στρατηγικές
αντιστάσεις απέναντι
στις ΗΠΑ με διάφορες
μορφές, κυρίως μέσω των
εκβιασμών και της
ματαίωσης στόχων [41].
Άνοδος του αντιαμερικανισμού
Πριν από τον πόλεμο στο
Ιράκ οι ΗΠΑ είχαν βρει
αποδοχή και εκτίμηση από
ένα σημαντικό μέρος του
αραβικού κόσμου ως
εγγυήτριες της
παγκόσμιας ασφάλειας.
Όμως η απρόκλητη χρήση
βίας προκάλεσε φόβο και
μίσος. Με αμαυρωμένη
την εικόνα των ΗΠΑ από
την διαχείριση του
ιρακινού ζητήματος, οι
σφυγμομετρήσεις έδειξαν
ότι η αμερικανική
πολιτική αντιμετωπίστηκε
ευρέως με απέχθεια. Οι
αραβικοί πληθυσμοί έχουν
συντριπτικά αρνητικές
απόψεις για τις ΗΠΑ
[42], θεωρώντας «άδικη
την εξωτερική πολιτική»
τους [43].
Οι ΗΠΑ εδραιώθηκαν στην
αραβική συνείδηση ως
ιμπεριαλιστική δύναμη
αποικιοκρατικού
χαρακτήρα
προσομοιάζοντας με την
βρετανική κυριαρχία στην
περιοχή την δεκαετία
1920-1930. Υπό αυτές τις
συνθήκες κάποια κράτη
ένιωσαν να αντιμετωπίζουν
εσωτερική πίεση στον
βαθμό που οι πολίτες
τους θεωρούν ότι οι
κυβερνήσεις τους έχουν
πολύ στενές σχέσεις με
τις ΗΠΑ. Ο πόλεμος στο
Ιράκ επέφερε μακροχρόνια
εχθρότητα στις ΗΠΑ με
τις ισλαμικές κοινωνίες
να θεωρούν την στάση
τους υποκριτική αφού
ζημίωσαν κάποιο άλλο
κράτος για να
εξυπηρετήσουν τα
συμφέροντά τους και
μόνο.
Αυτά τα συναισθήματα δεν
περιορίζονται στον
αραβικό και ισλαμικό
κόσμο: υπάρχουν
παγκοσμίως, ακόμη και
στις δημοκρατικές χώρες
που μακροχρόνια είναι
σύμμαχοι των ΗΠΑ. Ένα
μικρό
μόνο ποσοστό των
Ευρωπαίων θεωρούν ότι ο
ρόλος των ΗΠΑ είναι
θετικός για τον κόσμο
[44]. Οι σκηνές στις
τηλεοπτικές οθόνες με
τον εξευτελισμό, την
κακομεταχείριση, και τα
βασανιστήρια του
γηγενούς πληθυσμού
επέφεραν την έξαρση του
αντιαμερικανισμού. Ο
αντιαμερικανισμός υπήρξε
διαχρονικά εγγενές
στοιχείο του συστήματος
ο οποίος, όμως,
διογκώθηκε δραματικά
λόγω των πεπραγμένων της
αμερικανικής ηγεσίας στο
Ιράκ.
Δυσφήμιση στην παγκόσμια
υπόληψη των ΗΠΑ
Οι ΗΠΑ συστηματικά
καλλιέργησαν την εικόνα
ενός «καλοπροαίρετου»
ηγεμόνα που δρα με
μετριοπάθεια και σύνεση.
Ενός ηγεμόνα
διαφορετικού από τους
προκατόχους τους,
ισχυρού, αλλά «ταπεινού»
που ανταγωνίζεται, αλλά
δεν κατακτά.
Ταυτιζόμενες με τα
βασικά συμφέροντα της
ανθρωπότητας, η άποψη
για τις ΗΠΑ ήταν αρκετά
θετική στο μεγαλύτερο
μέρος του κόσμου
πιστεύοντας στον λόγο
των Αμερικανών προέδρων
έως το 2003. Η μη εύρεση
όπλων μαζικής
καταστροφής που υπήρξε ο
νομιμοποιητικός λόγος
της αμερικανικής
επέμβασης κλόνισε την
εμπιστοσύνη της διεθνούς
κοινότητας. Το ηθικό
κύρος τους διαβρώθηκε με
γεγονότα που ήρθαν στο
φως της δημοσιότητας
όπως αυτά από τις
φυλακές του Αμπού
Γκράιμπ και του
Γκουαντάναμο. Ο πόλεμος
επέφερε καταστροφική
ζημιά στις ΗΠΑ γιατί η
διεθνής αξιοπιστία τους
καταρρακώθηκε [45].
ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ
ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ
ΕΠΕΜΒΑΣΗΣ
Ποιοι ήταν οι λόγοι
που οδήγησαν τις ΗΠΑ
στην απόφαση να
εισβάλουν στο Ιράκ και
να εμπλακούν σε έναν
παρατεταμένο πόλεμο; Το
δομικό αυτό ερώτημα όχι
μόνο δεν έχει απαντηθεί
με σαφήνεια αλλά
αποτελεί αντικείμενο
έρευνας, ανάλυσης και
δημόσιας συζήτησης ακόμη
και σήμερα, είκοσι
χρόνια μετά.
Καταρχήν οι
τρομοκρατικές επιθέσεις
της 11ης Σεπτεμβρίου
2001 επέφεραν
ψυχολογικές επιπτώσεις
βαθύτατα τραυματικές στο
εσωτερικό των ΗΠΑ. Ποτέ
άλλοτε στο παρελθόν
τόσοι λίγοι και αδύναμοι
άνθρωποι δεν είχαν προκαλέσει
τόσο πόνο σε τόσους
πολλούς και ισχυρούς. Το
αίσθημα της ανασφάλειας,
του φόβου, και της
παράνοιας συνδέθηκε με
τον προσβεβλημένο
πατριωτισμό της κοινής
γνώμης. Οι ΗΠΑ
αισθάνθηκαν ότι
απειλούνται και γι’ αυτό
όφειλαν να απαντήσουν
άμεσα και δυναμικά.
Μόλις λίγες μέρες μετά
τα γεγονότα, οι
Αμερικανοί στην
συντριπτική τους
πλειοψηφία τάχθηκαν υπέρ
της ανάληψης
στρατιωτικής δράσης
συμπεριλαμβανομένης και
της αποστολής χερσαίων
δυνάμεων (ακόμη και αν
οι ένοπλες δυνάμεις
είχαν χιλιάδες απώλειες
[46]) ώστε να τιμωρηθούν
όσοι ήταν υπεύθυνοι για
τους 2.996 νεκρούς.
Στον ίδιο βαθμό ήταν
πεπεισμένοι ότι η
αποστολή αυτή όπου
χρειαστεί στο εξωτερικό
θα πετύχαινε να
καταστρέψει τα
τρομοκρατικά δίκτυα
[47]. Αναφορικά με το
Ιράκ οι περισσότεροι
πίστευαν ότι υπήρχε άμεση
σύνδεση μεταξύ του
καθεστώτος του Σαντάμ
Χουσεΐν και των
επιθέσεων ή/και της
απόπειρας επιθέσεων στα
οικονομικά, στρατιωτικά
και πολιτικά κέντρα της
αδιαμφισβητούμενης τότε
υπερδύναμης [48]. Στην
βάση αυτή, στο ξεκίνημα
του πολέμου τα 2/3 των
Αμερικανών πολιτών
πίστευαν ότι η κυβέρνηση
ορθώς έπραξε [49]. Ο
Αμερικανός πρόεδρος
έχοντας εσωτερική
νομιμοποίηση από την
κοινή γνώμη και τη
νομοθετική εξουσία
εξαπέλυσε τον «Πόλεμο
κατά της Τρομοκρατίας»
εμπλέκοντας τις
αμερικανικές δυνάμεις σε
αεροπορικούς
βομβαρδισμούς σε 85
χώρες και σε δύο
χερσαίες επιχειρήσεις.
Κρίνοντας την
διαμορφωθείσα κατάσταση
την χρονική εκείνη
στιγμή και όχι
αποστασιοποιημένα με την
πάροδο δύο δεκαετιών, οι
ΗΠΑ ίσως τελικά δεν
είχαν άλλη λύση από το
να αντιδράσουν δυναμικά
και ξεκάθαρα
σε έναν εν μέρει
«αόρατο» εχθρό σε
παγκόσμια κλίμακα [50].
Ελλείψει πρακτικών
επιλογών στο πολιτικό
και διπλωματικό πεδίο
διεξήγαγαν έναν
πολυμέτωπο αγώνα για την
καταπολέμηση
τρομοκρατικών δικτύων.
Αυτός ο πόλεμος είχε
επιτυχίες, όπως την
εξόντωση του Οσάμα Μπιν
Λάντεν, αλλά και
λανθασμένες στοχεύσεις
στις οποίες
συμπεριλαμβάνεται
πρωτίστως το Ιράκ. Σε
κάθε περίπτωση τέτοιας
υφής επιθέσεις της
κλίμακας της 11ης
Σεπτεμβρίου 2001 δεν
επαναλήφθησαν όχι μόνο
λόγω των πρωτοφανών
εσωτερικών μέτρων
ασφαλείας αλλά και της
καταστροφής πολλών
τρομοκρατικών δικτύων.
Αυτό, τότε, δεν ήταν
κάτι δεδομένο αφού
υπήρχε διάχυτη ανησυχία
ότι ανάλογα τρομοκρατικά
χτυπήματα θα αποτελούσαν
μέρος της νέας
πραγματικότητας [51].
Η περίπτωση του Ιράκ
ήταν ιδιάζουσα στο βαθμό
που δεν
υπήρξε αποδεδειγμένα
καμία σύνδεση της Αλ
Κάιντα του Οσάμα Μπιν
Λάντεν με το καθεστώς
του Σαντάμ Χουσεΐν. Οι
μέχρι τότε πληροφορίες,
πριν την έναρξη της
«Επιχείρησης Ιρακινή
Ελευθερία», όπως
μετέπειτα
επιβεβαιώθηκαν,
προσδιόρισαν το έδαφος
του Αφγανιστάν και του
Πακιστάν ως εστίες απ’
όπου εκπορεύθηκαν
επιθέσεις. Παρόλα αυτά
το Ιράκ είχε κατηγορηθεί
περιπτωσιολογικά ότι
υποστήριζε ένοπλες
ριζοσπαστικές ομάδες στη
Μέση Ανατολή και
θεωρήθηκε ως η κυριότερη
πηγή χρηματοδότησης της
ισλαμικής τρομοκρατίας.
Από τον Πόλεμο του
Κόλπου και μετά ο πρώην
στενός σύμμαχος των ΗΠΑ
αντιστρατευόταν τα
αμερικανικά συμφέροντα
στην περιοχή. Το Νόμο
για την Απελευθέρωση του
Ιράκ του 1998 (Iraq
Liberation Act
of
1998) [52] που ψήφισε το
Κογκρέσο, έχοντας
προηγηθεί την ίδια χρονιά
μια κρίση που επιλύθηκε
διπλωματικά μέσω του
ΟΗΕ, υπέγραψε ο πρόεδρος
Μπιλ Κλίντον δηλώνοντας
ότι «πρέπει να είναι
πολιτική των ΗΠΑ να
στηρίξουν τις
προσπάθειες για την
εξάλειψη του καθεστώτος
του Σαντάμ Χουσεΐν από
την εξουσία» [53].
Ο λόγος που επίσημα προβλήθηκε για
την στοχοποίησή του ήταν
η κατοχή όπλων μαζικής
καταστροφής που
αποτελούσαν απειλή για
την ασφάλεια των ΗΠΑ.
Αυτά δεν βρέθηκαν ποτέ,
με την Κοντολίζα Ράις,
Σύμβουλο Εθνικής
Ασφαλείας, να
παραδέχεται για πρώτη
φορά, λίγους μήνες μετά
την κατάκτηση του Ιράκ
(30.01.2004) ότι η
αμερικανική πλευρά
εσφαλμένα πίστεψε στην
ύπαρξή τους. Είχε
προηγηθεί η παραίτηση
του Ντέιβιντ Κάι
(23.01.2004), Αμερικανού
πρώην επικεφαλής
επιθεωρητή για τα όπλα,
ο οποίος στην
ακροαματική διαδικασία
στο Κογκρέσο δήλωσε:
«ήμασταν σχεδόν όλοι
λάθος». Ο Τζορτζ Μπους
στην βιογραφία του
παραδέχτηκε ότι υπέστη
σοκ όταν ανακάλυψε ότι
δεν βρέθηκαν όπλα
μαζικής καταστροφής˙
«κανένας δεν υπέστη
μεγαλύτερο σοκ και δεν
θύμωσε περισσότερο από
εμένα όταν δεν βρήκαμε
τα όπλα. Με αρρωσταίνει
αυτή η σκέψη. Ακόμη με
αρρωσταίνει» [54]. Έτσι
λοιπόν ο πόλεμος στο
Ιράκ είχε στερηθεί
κεντρικής αποστολής, ήδη
πριν συμπληρωθεί ένας
χρόνος από τότε που ο
Αμερικανός πρόεδρος
δήλωσε ότι «η αποστολή
εξετελέσθη»
(01.05.2003).
Ο στόχος της ανατροπής
του Σαντάμ Χουσεΐν
επετεύχθη πολύ σύντομα
με την κατάκτηση της
χώρας (9.4.2003) και την
παράδοση του ιρακινού
στρατού. Ο πρώην
δικτάτορας συνελήφθη
(14.12.2003) και
εκτελέστηκε
(30.12.2006).
Με τη νομιμοποιητική
βάση της αμερικανικής
εισβολής να έχει αποδομηθεί
και τον μακροχρόνιο
στόχο της αμερικανικής
πολιτικής στο Ιράκ να
έχει ολοκληρωθεί αρκετά
νωρίς, προβλήθηκαν δύο
ακόμη λόγοι που
κινητοποίησαν την
κυβέρνηση του Τζορτζ
Μπους να διεξάγει τη
μετασχηματική αυτή
εκστρατεία και να
παραμείνει εκεί για οκτώ
χρόνια.
Ο πρώτος σχετίζεται
με τα πλούσια κοιτάσματα
πετρελαίου και φυσικού
αερίου που διαθέτει το
Ιράκ (η χώρα με τα
δεύτερα μεγαλύτερα
πετρελαϊκά αποθέματα και
με πολύ μικρό κόστος
εξόρυξης) τα οποία είναι
σημαντικά για την
παγκόσμια ενεργειακή
ασφάλεια και την
ανάσχεση του Ιράν.
Διαχρονικά ο έλεγχος των
πλουτοπαραγωγικών πηγών
στη Μέση Ανατολή
αποτελούσε έναν από τους
κύριους πυλώνες της
παγκόσμιας κυριαρχίας
των ΗΠΑ. Η επίδραση στην
οικονομία τους από τις
διακυμάνσεις των τιμών
των υδρογονανθράκων
καθιστά τις ΗΠΑ ανά
περιόδους ευάλωτες και
εξαρτώμενες από τις
χώρες του ΟΠΕΚ. Με το
Ιράκ και το Ιράν να
παρακάμπτουν σταδιακά
τον απομονωτισμό από τις
κυρώσεις και να
αποτελούν εχθρικά κράτη
προς τα αμερικανικά
συμφέροντα, η Σαουδική
Αραβία έγινε ο μοναδικός
αξιόπιστος πάροχος
ενέργειας στην περιοχή.
Οι ΗΠΑ αναζητούσαν τρόπο
να παρακάμψουν την σχέση
εξάρτησης που είχε
δημιουργηθεί με το
σαουδαραβικό βασίλειο.
Με το Ιράκ δινόταν η
δυνατότητα να
εξασφαλίσουν μερικώς την
διαχείριση του αραβικού
πετρελαίου χωρίς την
συμφωνία των κρατών του
Περσικού Κόλπου. Το
πετρελαϊκό λόμπι είναι
πολύ ισχυρό στις ΗΠΑ και
ο Αμερικανός τότε
πρόεδρος είχε ιδιαίτερες
διασυνδέσεις με τις
Τεξανές εταιρείες οι
οποίες παρήγαγαν το
πετρέλαιο με αυξημένο
κόστος.
Αμέσως μετά την
κατάκτηση του
Ιράκ, οι αμερικανικές
εταιρείες σύναψαν
μακροχρόνιες συμβάσεις
(για 30 χρόνια) οι
οποίες τους παρέχουν
πρόσβαση στο ιρακινό
πετρέλαιο με αφορολόγητα
κέρδη. Οι συμφωνίες
αυτές ισχύουν μερικώς
έως σήμερα αφού οι ΗΠΑ
διατηρούν σημαντικό
κομμάτι των ενεργειακών
πηγών της χώρας κυρίως
στο Ιρακινό Κουρδιστάν.
Η εμπλοκή του
στρατιωτικο-βιομηχανικού
συμπλέγματος υπήρξε η
δεύτερη αιτιολογική βάση
αφού η σχέση μεταξύ των
ενόπλων δυνάμεων, της
αμυντικής βιομηχανίας
και του Κογκρέσου που δρουν
από κοινού επηρεάζουν
διαχρονικά την
κυβερνητική πολιτική. Με
το
στρατιωτικο-βιομηχανικό
σύμπλεγμα να θεωρείται
βασικός παράγοντας στην
χάραξη της αμερικανικής
πολιτικής, η επίδραση
του περιορίστηκε τα
πρώτα χρόνια μετά το
τέλος του Ψυχρού
Πολέμου. Ο «Πόλεμος κατά
της Τρομοκρατίας» και
ειδικότερα η εισβολή στο
Ιράκ αναζωογόνησε τον
αμυντικό τομέα [55],
αντισταθμίζοντας τις
μεγάλες απώλειες από τη
μείωση των κρατικών
δαπανών για όπλα που
είχε προηγηθεί. Οι
αμυντικοί εργολάβοι του
Πενταγώνου και
συγκεκριμένοι πολιτικοί
κύκλοι είχαν επιτακτικό
συμφέρον να
δρομολογήσουν μια
μακροχρόνια εμπλοκή στο
Ιράκ. Για την διασύνδεση
των μεγάλων αμυντικών
εταιρειών με το
στρατιωτικό κατεστημένο
και τον ρόλο που είχαν
στην αποτυχημένη αλλά
ταυτόχρονα κερδοφόρα
εκστρατεία στο Ιράκ
έκαναν αναφορά, μεταξύ
άλλων, ο Ζμπίγκνιου
Μπρζεζίνσκι [56] και ο
Ντόναλντ Τραμπ [57].
H
διασύνδεση της ομάδας
συμφερόντων που
εκπροσωπεί το πετρελαϊκό
λόμπι και το
στρατιωτικο-βιομηχανικό
σύμπλεγμα, με το
πολιτικό σύστημα λήψης
αποφάσεων αντανακλάται
στην ανάληψη σημαντικών
θέσεων σε εταιρείες και
των δύο κλάδων από τους
ανώτερους Αμερικανούς
αξιωματούχους που
πρωταγωνίστησαν στον
πόλεμο του Ιράκ. Το
αμερικανικό
χρηματοοικονομικό
σύστημα εργοδότησε
σχεδόν εξ’ ολοκλήρου την
ηγετική ομάδα που
δρομολόγησε την εισβολή
στο Ιράκ μετά την
ολοκλήρωση της θητείας
της στους κυβερνητικούς
θώκους [58].
Ο ρόλος του Ισραήλ έχει
εκτενώς συζητηθεί και
χρήζει διαφορετικών
ερμηνειών αναφορικά με
το αν και σε ποιο βαθμό
τελικά επέδρασε
καταλυτικά στον πόλεμο
του Ιράκ.
Η επιρροή που άσκησε το
πανίσχυρο εβραϊκό λόμπι
στις ΗΠΑ καθώς και η
ισραηλινή κυβέρνηση σε
ό,τι αφορά την ασφάλεια
του Ισραήλ αποτέλεσε
κατά πολλούς έναν ακόμη
λόγο στην ανάληψη
επιθετικής δράσης
προκειμένου να
εξαλειφθεί η ιρακινή
απειλή [59]. Η άποψη
αυτή στηρίχθηκε σε τρία
επιχειρήματα [60]: α) οι
ΗΠΑ δεν κινδύνευαν
στρατιωτικά από το Ιράκ
και γι’ αυτό η εισβολή
έγινε μόνο για την
προστασία του Ισραήλ, β)
παρόλο που δεν υπήρχε
σύνδεση μεταξύ του
ιρακινού καθεστώτος και
της Αλ Κάιντα, το πρώτο
υποστήριζε άλλες
τρομοκρατικές ομάδες που
επιτίθενται στο Ισραήλ
και γ) φιλο-ισραηλινοί
Εβραίοι και νέο
συντηρητικοί όπως οι Πωλ
Γούλφοβιτς, Ντάγκλας
Φέιθ, Ρίτσαρντ Πέρλ, και
άλλοι που βρίσκονταν
πίσω από το
Project for a New
American
Century,
υπήρξαν από τους αρχιτέκτονες
του προληπτικού πολέμου
και ένθερμοι
υποστηρικτές της
αμερικανικής εισβολής
στο Ιράκ.
Είναι γεγονός ότι στην
κυβέρνηση του Τζορτζ
Μπους είχε κυριαρχήσει
μια συμμαχία μεταξύ των
νεοσυντηρητικών, του
ευρύτερου σιωνιστικού
λόμπι, και των Χριστιανών
φονταμενταλιστών. Οι
τελευταίοι πρέσβευαν
μέσω της αυστηρής
ερμηνείας της Βίβλου ότι
προϋπόθεση για την
Δευτέρα Παρουσία του
Χριστού ήταν η
ολοκληρωτική ανάκτηση
«της γης της επαγγελίας»
και θεωρούσαν το Ισλάμ
ως «μια πολύ κακή και
διαβολική θρησκεία»
[61]. Η συμμαχία αυτή
εκφράστηκε με την θετική
απόφαση για την
εξουσιοδότηση του
Κογκρέσου και την χρήση
βίας ενάντια στο Ιράκ,
συμπληρώνοντας την
διακομματική συναίνεση
που είχε σφυρηλατηθεί
από την σύμπραξη του
πετρελαϊκού λόμπι με το
στρατιωτικο-βιομηχανικό
σύμπλεγμα.
Η ρεπουμπλικανική
προεδρία την περίοδο
εκείνη είχε απόλυτα
ταυτιστεί με τα
συμφέροντα του Ισραήλ
και την πολιτική του
κόμματος Λικούντ του
πρωθυπουργού Μπέντζαμιν
Νετανιάχου.
Οι δυνατότητες που είχε
το Ιράκ να απειλήσει
στρατιωτικά ευθέως το
Ισραήλ δοκιμάστηκαν με
τον Πόλεμο του Κόλπου
ενώ τα χημικά και
βιολογικά όπλα έδειχναν
εξαιρετικά αμφίβολα στην
πρόκληση οποιουδήποτε
πλήγματος. Το Ιράκ
υποστήριζε ανά
διαστήματα εξτρεμιστικές
ομάδες που εναντιώνονταν
στο μετριοπαθές κίνημα
για την Απελευθέρωση της
Παλαιστίνης,
υπονομεύοντας τις
προσπάθειες ειρήνευσης.
Ωστόσο, εκείνο που
απασχολούσε την ασφάλεια
του Ισραήλ δεν ήταν τόσο
η «εξαγωγή τρομοκρατίας»
αλλά η απειλή του Ιράν.
Η εισβολή στο Ιράκ ήταν
ένα προειδοποιητικό
μήνυμα στην θεοκρατική
κυβέρνηση των μουλάδων
ότι δυνητικά θα μπορούσε
να ήταν ο επόμενος
στόχος των ΗΠΑ. Σε αυτή
την λογική το Ισραήλ υπό
μια έννοια είχε και ίδιο
συμφέρον να υποστηρίξει
το πλήγμα ενάντια στο
Ιράκ˙ μια απόφαση που
όπως φαίνεται είχε
ληφθεί ανεξάρτητα από
τον ισραηλινό παράγοντα,
ως μέρος μιας ευρύτερης
στρατηγικής για την
υλοποίηση των
αμερικανικών στόχων στην
περιοχή.
Η επιβεβαίωση της
αμερικανικής
πρωτοκαθεδρίας για την
διατήρηση του
αδιαμφισβήτητου
ηγεμονικού τους ρόλου
αποτελεί τον κατεξοχήν
άξονα συζήτησης για τον
ουσιαστικό λόγο της
επιθετικής πολιτικής των
ΗΠΑ. Με τον συγκεκριμένο
πόλεμο επεδίωξαν μέσω
μιας επιβλητικής νίκης
να καταστήσουν σαφές
πρωτίστως στις αραβικές
χώρες (Ιράν, Σαουδική
Αραβία, Συρία) ότι θα
είχαν την ίδια τύχη αν
δεν άλλαζαν την στάση
τους αναφορικά με την
τρομοκρατία. Λόγω της
γεωγραφικής θέσης του
Ιράκ οι ΗΠΑ θα μπορούσαν
να αναλάβουν στρατιωτική
δράση εναντίον τους στην
περίπτωση που δεν
συμμορφώνονταν με τα
αμερικανικά κελεύσματα.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο
επιθυμούσαν να
αποδείξουν ότι μπορούν
να ενεργούν και
μονομερώς για την
επίτευξη των στόχων τους
στέλνοντας ταυτόχρονα
μήνυμα στα κράτη που
εναντιώνονταν στα
αμερικανικά συμφέροντα
όπου και αν βρίσκονταν.
Την εποχή εκείνη το
διεθνές σύστημα ήταν
μονοπολικό. Η ισχύς των
Ηνωμένων Πολιτειών ήταν
πρωτοφανής όσον άφορα
την παγκόσμια
στρατιωτική τους
εμβέλεια, τον
καθοριστικό ρόλο που
διαδραμάτιζε το
οικονομικό σφρίγος τους
στην παγκόσμια ευημερία,
τον καινοτόμο αντίκτυπο
που είχε ο αμερικανικός
τεχνολογικός δυναμισμός,
και την έλξη που
ασκούσαν στον κόσμο
συνολικά. Η
νεοσυντηρητική
κοσμοθεώρηση, όπως
εκφράστηκε από την
δεξαμενή σκέψης του
Project for a New
American
Century
[62] (κυρίως μέσω της
έκθεσης του
Rebuilding
America's
Defenses
[63] το 2000) και την
Στρατηγική Εθνικής
Ασφαλείας το 2002, πρέσβευε
την συνέχιση της
παρούσας πλεονεκτικής
θέσης των ΗΠΑ και την
επέκτασή τους όσο το
δυνατόν περισσότερο
μελλοντικά. Υποστήριζε
την διαφύλαξη της
πολύπλευρης κυριαρχίας
τους, όχι μόνο με την
παραδοσιακή πολιτική της
ανάσχεσης, αλλά και μέσω
προληπτικών πολέμων
χωρίς κατ’ ανάγκη την
συναίνεση των άλλων
χωρών. Οι ριζοσπαστικές
ιδέες για την απόλυτη
επικράτηση των ΗΠΑ στον
21ο αιώνα με κάθε δυνατό
μέσο υιοθετήθηκαν από
τον Τζορτζ Μπους (τον
νεότερο) σε αντίθεση με
τον πατέρα του που τις
είχε απορρίψει δέκα
χρόνια νωρίτερα επί
προεδρικής θητείας του
ως ιδιαίτερα ακραίες
[64].
Η υψηλή στρατηγική για
τον «αμερικανικό αιώνα»
οδήγησε στην
υπερ-επέκταση φέρνοντας
το αντίθετο από το
επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Οι ΗΠΑ κάνοντας
κατάχρηση της ισχύος
τους υπονόμευσαν τον
παγκόσμιο
σταθεροποιητικό τους
ρόλο, επιφέροντας το
τέλος της ηγεμονίας τους
και προκαλώντας τη
μετάβαση σε ένα νέο
πολυπολικό διεθνές
σύστημα.
ΧΑΜΕΝΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Ο Τζορτζ Μπους υιοθέτησε
μια φιλόδοξη προσέγγιση,
σε σχέση με τους
προκατόχους του,
αναφορικά
με τη Μέση Ανατολή και τον
Περσικό Κόλπο. Οι ΗΠΑ
εφαρμόζοντας σταθερά την
πολιτική της διπλής
ανάσχεσης κατάφεραν να
περιορίσουν την
στρατιωτική ισχύ του
Ιράκ και την πολιτική
επιρροή του Ιράν. Με τον
Πόλεμο του Κόλπου
εδραιώθηκε η αμερικανική
περιφερειακή ηγεμονία η
οποία διήρκησε 12
χρόνια. Το 2003 ο Τζορτζ
Μπους (ο νεότερος) ως
«πρόεδρος του πολέμου»
δεν αρκέστηκε στην
διατήρηση των
κεκτημένων, αλλά τελικά
επέλεξε να
χρησιμοποιήσει την
στρατιωτική δύναμη για
να αρχίσει έναν
μεγαλεπήβολο
μετασχηματισμό της
περιοχής, προκειμένου να
απομακρύνει από την
εξουσία απολυταρχικά
καθεστώτα μη φίλα
προσκείμενα στα
αμερικανικά συμφέροντα.
Στο πλαίσιο αυτό οι ΗΠΑ
επιδίωξαν την διεύρυνση
της άμεσης ακτίνας της
μεταψυχροπολεμικής
ηγεμονίας τους σε Ιράκ
και Αφγανιστάν,
φτάνοντας έως και την
Κεντρική Ασία.
Τα γεγονότα της 11ης
Σεπτεμβρίου 2001
λειτούργησαν σαν
επιφοίτηση για τον
Τζορτζ Μπους για την
εκτέλεση ενός είδους
μοναδικής ιστορικής
αποστολής η οποία άγγιζε
μια θεία κλίση [65]. Το
μείγμα του
νεο-συντηρητικού μανιχαϊσμού
με ηθικοπλαστικές
διχοτομήσεις [66] και
της αποφασιστικότητας να
δράσει μονομερώς,
ανεξάρτητα από τις
απόψεις των συμμάχων
[67], έφτασε στα όρια
της αλαζονείας. Συνήθως
η νέμεση έπεται της
αλαζονείας. Η ηγετική
ομάδα (Ντικ Τσέινι,
Κόλιν Πάουελ, Ντόναλντ
Ράμσφελντ, και Κοντολίζα
Ράις) γύρω από τον
Τζορτζ Μπους θέτοντας
όλο και πιο φιλόδοξους
στόχους, επειδή πίστευε
ότι οι επιτυχίες του
παρελθόντος μπορούσαν να
επαναληφθούν, οδήγησε
τις ΗΠΑ σε μια
στρατιωτική εκστρατεία
μοναχική χωρίς σαφή
στόχο ή στρατηγική. Η
απόφαση για τον πόλεμο
στο Ιράκ αντικατόπτριζε
τις παραδοσιακές
ιμπεριαλιστικές
ανησυχίες για τον έλεγχο
των πλουτοπαραγωγικών
πηγών, τα ισχυρά
συμφέροντα του
πετρελαϊκού λόμπι, την
ευρεία επιρροή του
στρατιωτικό-βιομηχανικού
συμπλέγματος και την
επιθυμία των
νεοσυντηρητικών να
ενισχύσουν την ασφάλεια
του Ισραήλ. Πρωτίστως,
όμως, ήταν κεντρική
επιλογή για τη διαιώνιση
της αμερικανικής
κυριαρχίας και τη
διατήρηση του
μονοπολικού συστήματος
[68].
Η τρομοκρατία στο
συγκεκριμένο υποσύστημα
του διεθνούς
συστήματος ενισχύθηκε.
Στο Ιράκ εμφανίστηκε η
Αλ Κάιντα και νέες
ένοπλες ριζοσπαστικές
ομάδες που στόχευαν τα
αμερικανικά στρατεύματα
κατοχής. Η καταστροφή
του Ιράκ αποδυνάμωσε το
μοναδικό αραβικό κράτος
κατ’ εξοχήν ανταγωνιστή
του Ιράν που ήταν ικανό
να το αντιμετωπίσει, με
το τελευταίο όχι μόνο να
ενδυναμωθεί αλλά και να
καταφέρει να εδραιωθεί
ως περιφερειακή δύναμη,
δορυφοροποιώντας μάλιστα
το Ιράκ.
Τα αντιαμερικανικά
αισθήματα ενισχύθηκαν σε
όλη τη Μέση Ανατολή. Ο
«Πόλεμος κατά της
Τρομοκρατίας» χωρίς σαφώς
προσδιορισμένο εχθρό και
με ισχυρές
αντι-ισλαμικές
υποδηλώσεις ένωσε την
ισλαμική κοινή γνώμη υπό
τη σκέπη μιας
αυξανόμενης εχθρότητας
ενάντια στις ΗΠΑ. Η
πίστη ότι η εξωτερική
πολιτική των ΗΠΑ ήταν
άδικη και ο τρόπος
δράσης τους δεν ήταν
ενάρετος κυοφόρησε μια
μακροχρόνια μνησικακία
που ποτέ δεν
εξαλείφθηκε. Η
αμερικανική περιφερειακή
ηγεμονία περιορίστηκε
δραστικά δίνοντας χώρο
στην δυναμική παρουσία
στρατηγικών ανταγωνιστών
των ΗΠΑ στην περιοχή˙
κατ’ αρχήν στην Ρωσία με
την εμπλοκή της σε Λιβύη
και Συρία˙ στην Κίνα που
ακολούθησε γεωοικονομικά
σε πρώτη φάση και
μετέπειτα γεωστρατηγικά
με την πρόσφατη
διαμεσολάβησή της μεταξύ
Ιράν και Σαουδικής
Αραβίας.
Η αποκλειστική και
εμμονική ενασχόληση με
τον Πόλεμο κατά της
Τρομοκρατίας
(τουλάχιστον στην πρώτη
θητεία του Τζορτζ Μπους)
και η επικέντρωση στο
υποσύστημα της Μέσης
Ανατολής
αποπροσανατόλισε την
αμερικανική εξωτερική
πολιτική, αφήνοντας την
Κίνα να κερδίσει
σημαντικό έδαφος στην
διεθνή σκακιέρα, με τις
ΗΠΑ να χάνουν πολύτιμο
χρόνο στην ανάσχεση της
ανερχόμενης παγκόσμιας
ασιατικής δύναμης. Ήταν
αργά όταν ο Μπαράκ
Ομπάμα ανακοίνωσε την
«στροφή προς την Ασία» (pivot
to
Asia)
το 2011, ενώ η Κίνα είχε
αναγνωριστεί ως
«στρατηγικός
ανταγωνιστής» από τον
Τζορτζ Μπους ήδη από το
1999 [69]. Επιπλέον η
αποτυχία
της αμερικανικής
πολιτικής στο Ιράκ
αποτέλεσε την βάση
αξιολόγησης της
αμερικανικής παγκόσμιας
ηγεσίας [70]. Οι ΗΠΑ δεν
ήταν πια ικανές να
συσπειρώσουν τον κόσμο
γύρω από το σκοπό τους
ούτε να επιβληθούν με
την χρήση όπλων. Η
υπόληψή τους είχε
καταβαραθρωθεί,
προκαλώντας κατακόρυφη
πτώση της παγκόσμιας
επιρροής τους.
Ταυτόχρονα ο πόλεμος που
διεξήγαγαν ενίσχυσε τις
παγκόσμιες ανησυχίες για
την ανεξέλεγκτη φύση της
δύναμής τους «ως
αυτοκρατορία που δρα
μονομερώς» στα
φιλικά-συμμαχικά κράτη,
ενώ αύξησε την εχθρότητα
και τον φόβο στα
αντίπαλα κράτη.
Στον ατέρμονο
αμερικανικό πόλεμο των
μετασχηματικών
εκστρατειών βρίσκονται
οι ρίζες του πολυπολικού
κόσμου. Ο Τζορτζ Μπους
με την εσφαλμένη
στρατηγική που
ακολούθησε έβαλε όχι
μόνο τέλος στα
μεγαλεπήβολα σχέδια στο
Ιράκ και στο Αφγανιστάν
για την «οικοδόμηση
έθνους», αλλά και στην
ψευδαίσθηση της
αμερικανικής
αυτοκρατορίας ως
ακλόνητης υπερδύναμης.
Με το πέρας της
διακυβέρνησης του Τζορτζ
Μπους το διεθνές σύστημα
δεν προσομοίαζε πλέον σε
μονοπολικό. Νέες
δυνάμεις σε τοπικό,
περιφερειακό και
παγκόσμιο επίπεδο
αναδείχθηκαν,
διαμορφώνοντας μια νέα
αποκεντρωμένη
πραγματικότητα. Η ταχεία
άνοδος της φιλόδοξης
αναθεωρητικής Κίνας και
η ανάκαμψη της
εκδικητικής Ρωσίας
εκπορεύθηκαν εν μέρει
από τις καταστρεπτικές
συνέπειες της
αμερικανικής τραγωδίας
στο Ιράκ.
Η σημερινή διαφοροποίηση
χωρών στον πόλεμο της
Ουκρανίας, που απέχουν
από την επιβολή κυρώσεων
ή/και συνεργάζονται
εμφανώς με την Ρωσία,
αντανακλά την κατακόρυφη
πτώση της παγκόσμιας
αλληλεγγύης και
συμπόρευσης με τις ΗΠΑ.
Οι περισσότερες
αφρικανικές, αραβικές,
και ασιατικές
κυβερνήσεις δεν έλαβαν
υπόψη τους τις
αμερικανικές εκκλήσεις
να καταδικάσουν την
Ρωσία για την παραβίαση
της βασισμένης σε
κανόνες διεθνούς τάξης.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες
εξακολουθούν να
πληρώνουν το τίμημα
της απόφασης που έλαβαν
πριν από 20 χρόνια για
την εισβολή και για την
πορεία στην οποία έθεσαν
το Ιράκ, τη Μέση
Ανατολή, και την
παγκόσμια τάξη.
Oι
δυο μετέπειτα Αμερικανοί
πρόεδροι είχαν δημόσια
λάβει αρνητική θέση στην
προοπτική του πολέμου. Ο
Μπαράκ
Ομπάμα αναφέρθηκε σε
«ανόητο και βιαστικό
πόλεμο» [71] και ο
Ντόναλντ Τραμπ ονόμασε
την εισβολή στο Ιράκ ως
«την χειρότερη απόφαση
που πάρθηκε ποτέ» [72].
Ο Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι
χαρακτήρισε τον Τζορτζ
Μπους ως «καταστροφική
ηγεσία» [73] και τον
πόλεμο στο Ιράκ ως
«γεωπολιτική καταστροφή»
[74]. Οι εξαντλητικές
συνέπειες του ιρακινού πoλέμου
άλλαξαν για πάντα τα
«Παγκόσμια Βαλκάνια» και
ολόκληρο τον κόσμο.
Ο ΠΕΤΡΟΣ ΤΑΣΙΟΣ είναι
Διεθνολόγος με ειδίκευση
στην αμερικανική
εξωτερική πολιτική.
Foreign Affairs
https://foreignaffairs.gr/articles/74257/petros-tasios/20-xronia-apo-ton-polemo-sto-irak?page=show |