|
Όπως γράφει η Αρτεμις
Σπηλιώτη στην Ημερησία,
μετά το πρόγραμμα
παροχής κρατικών
εγγυήσεων για τις
τιλοποιήσεις δανείων, το
γνωστό μας «Ηρακλή», το
οποίo αποτελεί
ουσιαστικά αντιγραφή
του ιταλικού GACS,
οι εταιρείες
διαχείρισης, όπως η Ιntrum αλλά
και η doValue ετοιμάζονται
να φέρουν στην Ελλάδα
ένα ακόμα μοντέλο
διαχείρισης που ήδη
«τρέχουν» στη γειτονική
χώρα, από το 2020.
Πρόκειται για το Credit Fund το
οποίο αποτελεί μια 3η επιλογή,
πέραν της απευθείας
πώληση «κόκκινων»
δανείων στην αγορά – η
οποία λόγω υψηλών
επιτοκίων δεν βρίσκεται
και στο καλύτερο δυνατό
της σημείο – και της
αξιοποίησης του
«Ηρακλή», τη συνέχεια
του οποίου (Ηρακλής 3)
αναμένουν συστημικές και
κυρίως μη συστημικές
τράπεζες όπως η Attica Bank για
να επιταχύνουν την
εξυγίανση των
ισολογισμών τους.
O σουηδικός
όμιλος Intrum διερευνά
το «ιταλικό μοντέλο»
τόσο για την Ελλάδα όσο
και για τις άλλες χώρες
δραστηριοποιείται και
είναι υπό της εποπτεία
του Γιώργου
Γεωργακόπουλου,
ο οποίος είναι φυσικά
επικεφαλής και της
ελληνική Intrum.
Στο ερώτημα αν
«χωράνε» σε μια αγορά
όπως η ελληνική δύο
σχήματα, ένα
που στηρίζεται στις
κρατικές εγγυήσεις και
ένα ακόμα που
προσομοιάζει με
ιδιωτική bad bank,
στελέχη της αγοράς
υπογραμμίζουν ότι ο μεν
«Ηρακλής» είναι μια πιο
σύνθετη και βαριά
διαδικασία λόγω και της
εμπλοκής του δημοσίου
ενώ η προμήθεια που
καταβάλλεται στο δημόσιο
για την λήξη κρατικής
εγγύησης δεν είναι
διόλου ευκαταφρόνητη.
Στην περίπτωση
ενός Credit Fund υπάρχει
σαφώς μεγαλύτερη
ευελιξία από
όλες τις απόψεις.
Τι είναι όμως αυτό νέο
εναλλακτικό σχήμα;
Η εταιρεία διαχείρισης
δημιουργεί ένα «όχημα
ειδικού σκοπού» (SPV) το
οποίο αγοράζει
δάνεια έναντι ομολόγων που
θα βασίζονται στην αξία
του δανείου - όπως
θα έχει αποτιμηθεί - και
όχι μετρητά όπως
συμβαίνει στις
πωλήσεις. Τα χρηματοπιστωτικό ιδρύματα
μπορούν αποαναγνωρίσουν τα
δάνεια που έχουν
εισφέρει στο SPV,
διακρατώντας τα ομόλογα
και άρα προσδοκώντας σε μελλοντικά
έσοδα.
Σε αντίθεση με τον
«Ηρακλή»
στο credit fund μπορούν
να ενταχθούν μικρότερα
δάνεια και «πακέτα»
δανείων και το κόστος
αφορά την συνήθη αμοιβή
του servicer για τη
διαχείριση, ενώ δεν
υπάρχει καμία έμμεση ή
άμεση επιβάρυνση του
δημοσίου. Σε
ότι αφορά τις
παραδοσιακές πωλήσεις
δανείων,
τα funds συνήθως
αγοράζουν τα δάνεια
φθηνότερα ενώ στην
περίπτωση
του credit fund η τιμή
(transfer price) θα
είναι πολύ πιο κοντά
στην αποτίμηση τράπεζας.
Σύμφωνα με όσα προβλέπει
το ιταλικό μοντέλο, η
εισφορά δανείων για κάθε
τράπεζα δεν μπορεί να
ξεπερνά το 40% του SPV για
μπορεί να προχωρήσει η
αποαναγνώριση των
δανείων της. Στην
Ιταλία,
το UTP Italia Fund που
δημιουργήθηκε τον
Νοέμβριο του 2022 από
την Intrum,τη Sagitta και
τη Zenith Service διαχειρίζεται
δάνεια 15.000
οφειλετών, ύψους 700
εκατ. ευρώ, με
τη μέση ονομαστική αξία
των ανοιγμάτων να
διαμορφώνεται στις
45.000 ευρώ.
Είχε προηγηθεί, περίπου
δύο περίπου χρόνια
νωρίτερα, το φθινόπωρο
του 2020
το Efestos Credit Fund του
ιταλικού ομίλου doValue,
το οποίο έχει ένα
χαρτοφυλάκιο δανείων
ύψους περίπου 2 δις ευρώ
τα οποία έχουν εισφέρει
περίπου 20 τράπεζες. |