Όπως σημειώνει ρεπορτάζ
της Καθημερινής, οι
καθαρές πρωτογενείς
δαπάνες είναι οι δαπάνες
γενικής κυβέρνησης,
αφαιρουμένων των τόκων,
των εσόδων που
προέρχονται από την
Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΣΠΑ,
Ταμείο Ανάκαμψης κ.τ.λ.)
και ενδεχόμενων νέων
μόνιμων μέτρων στην
πλευρά των εσόδων.
Στην περίπτωση της
Ελλάδας υπολογίζεται ότι
το σχετικό ποσό
ανέρχεται το 2024 σε 95
δισεκατομμύρια ευρώ
περίπου, οπότε η
επιτρεπόμενη αύξηση
δαπανών 2,6% είναι
περίπου 2,5 δισ. ευρώ.
Στο οικονομικό επιτελείο
υποστηρίζουν ότι παγίως
απαιτούνται πρόσθετες
δαπάνες 1 δισ. ευρώ
περίπου, λόγω π.χ.
πληθωρισμού, αύξησης
τιμής υλικών του
Δημοσίου, αύξησης
καυσίμων κ.τ.λ. Το
πρόγραμμα της Ν.Δ.
περιλαμβάνει επιπλέον
δαπάνες 1,3 δισ. ευρώ
τον πρώτο χρόνο, μεταξύ
των οποίων η αύξηση των
συντάξεων και των μισθών
των δημοσίων υπαλλήλων,
επομένως καλύπτεται
οριακά το περιθώριο που
δίνει η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή.
Αυτό που έχει σημασία,
όμως, είναι ότι το νέο
μέτρο, των καθαρών
πρωτογενών δαπανών, δεν
αφήνει περιθώρια για
πρόσθετες δαπάνες σε
περίπτωση
«δημοσιονομικού χώρου»
που θα προέλθει από τη
συγκυρία, όπως π.χ. μια
καλή πορεία του
τουρισμού. Ενδεχόμενα
τέτοια έκτακτα έσοδα
πρέπει να διατεθούν για
τη βελτίωση του
δημοσιονομικού
αποτελέσματος, δηλαδή
για μεγαλύτερο
πρωτογενές πλεόνασμα.
Ισχύει όμως και το
αντίστροφο: δηλαδή σε
μια ενδεχόμενη αρνητική
συγκυρία δεν θα
απαιτηθεί να
στραγγαλίσει η κυβέρνηση
την οικονομία και να
μειώσει υπερβολικά τις
δαπάνες για να πετύχει
τους στόχους. Το μέτρο
υπηρετεί αντικυκλική
λογική, όπως
σημειώνεται. Βεβαίως,
στην πράξη θα υπάρχουν
διαπραγματεύσεις και
προσαρμογές.
Πηγή: Money Review |