Ο πρωθυπουργός στη
χθεσινή του συνέντευξη
δήλωσε ότι «είναι στις
προθέσεις μας οι
μειώσεις των
ασφαλιστικών εισφορών»,
τονίζοντας ότι το
κόστος θα καλυφθεί από
μόνιμες και όχι
προσωρινές πηγές
χρηματοδότησης.
Όπως γράφει η Μαίρη
Λαμπαδίτη στην Ημερησία,
σύμφωνα με πληροφορίες
στο τραπέζι υπάρχουν προτάσεις
για περαιτέρω μείωση των
εισφορών κατά 2-3
ποσοστιαίες μονάδες.
Οσο για τη μείωση των
εισφορών κατά 0,60
ποσοστιαίες μονάδες,
ποσοστό που έχει
απομείνει από την
προεκλογική δέσμευση της
ΝΔ για σωρευτική μείωση
5 π.μ., πηγές του
οικονομικού επιτελείου
αφήνουν «μετέωρο» το
χρόνο εφαρμογής της
μείωσης. Δεν
απέκλεισαν, πάντως, το
ενδεχόμενο το 0.60 να
εφαρμοστεί έως το τέλος
του α’ εξαμήνου, ανάλογα
με τις αντοχές του
προϋπολογισμού και τη
γενικότερη οικονομική
κατάσταση.
Το κόστος
Το ετήσιο κόστος της
μόνιμης μείωσης των
εισφορών ανέρχεται σε
900 εκατ. ευρώ, το οποίο
καλύπτεται από τον
προϋπολογισμό, ενώ η
περαιτέρω μείωση κατά
0,60 π.μ. θα κοστίσει
επιπλέον 150-200 εκατ.
ευρώ.
Υπενθυμίζουμε ότι έως
τώρα οι εισφορές
μειώθηκαν κατά 0,9
ποσοστιαίες μονάδες τον
Ιούνιο του 2020 (0,42
π.μ. για τον εργαζόμενο
και 0,48 π.μ. για τον
εργοδότη) και κατά
3 π.μ. τον Ιανουάριο
του 2021 (1,21 π.μ. για
τον εργαζόμενο και 1,79
π.μ. για το εργοδότη.
Επίσης, από την 1/6/2022
μειώθηκε ο ύψος των
εισφορών επικουρικής
ασφάλισης από 6,5% σε
6%, ισόποσα για
εργοδότες και μισθωτούς.
Το αποτέλεσμα της
«φορολογικής σφήνας»
Σύμφωνα με το υπουργείο
Εργασίας, ως αποτέλεσμα
αυτών των μειώσεων της
λεγόμενης «φορολογικής
σφήνας» (tax wedge),
αυξάνεται το διαθέσιμο
εισόδημα των εργαζομένων
και, ταυτόχρονα,
επέρχεται ελάφρυνση
στο μη μισθολογικό
κόστος των
επιχειρήσεων. Αυτά με τη
σειρά τους, οδηγούν σε
αύξηση της
ανταγωνιστικότητας των
επιχειρήσεων και
ενίσχυση της
απασχόλησης.
Σύμφωνα με στοιχεία της
Eurostat, ειδικά για
τους χαμηλόμισθους
εργαζόμενους, ενώ το
2019 με βάση το μέγεθος
της «φορολογικής σφήνας»
η Ελλάδα βρισκόταν στην
14η θέση μεταξύ των
κρατών-μελών της ΕΕ, το
2021 ανέβηκε στην 5η
καλύτερη θέση και με τη
νέα μείωση αναμένεται
περαιτέρω βελτίωση της
κατάταξής της.
Δηλαδή, το ποσοστό των
ασφαλιστικών εισφορών
που ήταν 40,56% τον
Ιούλιο του 2019,
μειώθηκε αρχικά στο
39,66% και με τη μείωση
των ασφαλιστικών
εισφορών από 01.01.2021
κατέβηκε στο 36,66%.
Ετσι, αυξήθηκε κατά το
αντίστοιχο ποσοστό η
επιχειρηματική
ρευστότητα, αλλά και το καθαρό
εισόδημα των εργαζομένων.
Τα αιτήματα των
εργοδοτών
Οι εργοδοτικοί φορείς
επαναφέρουν με αφορμή
την έναρξη της
διαδικασίας για τον
καθορισμό του νέου
κατώτατου μισθού το
πάγιο αίτημά τους για
περαιτέρω μείωση των
ασφαλιστικών εισφορών.
Μάλιστα, βάζουν στο
τραπέζι την πρόταση αν
η μείωση δεν είναι
δημοσιονομικά εφικτό να
γίνει για όλους, ας
γίνει σε πρώτη φάση για
τους χαμηλόμισθους.
Με το σημερινό κατώτατο
μισθό ύψους 713 ευρώ
ένας άγαμος που δεν
δικαιούται προσαύξηση
λόγω τριετιών κοστίζει
στην επιχείρηση 1.019
ευρώ, από 947,8 που
κόστιζε πριν από την
τελευταία αύξηση.
Σύμφωνα με τον πίνακα
που έχει επεξεργαστεί η
ΕΣΕΕ, ο μεικτός μισθός
για τον αμειβόμενο με τα
κατώτατα όρια θα ανέλθει
σε 831,8 ευρώ, ο καθαρός
σε 714,3
(συνυπολογίζονται και τα
δώρα), ενώ το κέρδος του
θα είναι 50 ευρώ
μηνιαίως.
Τι επεσήμανε η Επιτροπή
Πισσαρίδη
Την ανάγκη ελάφρυνσης
του φορολογικού και
ασφαλιστικού βάρους της
μισθωτής εργασίας έχει
υπογραμμίσει και η
Επιτροπή Πισσαρίδη, η
οποία καλεί
την κυβέρνηση να
αναλάβει δράση για
τη μείωση του μη
μισθολογικού κόστους
στην Ελλάδα.
Η επιβάρυνση δε, είναι
υψηλότερη για τη μισθωτή
παρά για τη μη μισθωτή
εργασία.
Ενδεικτικά, όπως
αναφέρεται στην έκθεση, μισθωτός ο
οποίος λαμβάνει καθαρό
μισθό ύψους 1.000 ευρώ
μηνιαίως (δηλαδή 14.000
ευρώ ετησίως), κοστίζει
περίπου 23.000 ευρώ
ετησίως στον εργοδότη.
Εφόσον, ο τελευταίος
θελήσει να δώσει καθαρή
αύξηση στον εργαζόμενο,
ύψους 1.000 ευρώ
ετησίως, τότε αυτό θα
κοστίσει περίπου 2.000
ευρώ.
Την ίδια ώρα, μισθωτός,
ο οποίος λαμβάνει καθαρό
μισθό 2.500 ευρώ
μηνιαίως (δηλαδή 35.000
ευρώ ετησίως), κοστίζει
76.000 ευρώ ετησίως στον
εργοδότη, ενώ το κόστος
του εργοδότη για καθαρή
αύξηση 1.000 ευρώ
ανέρχεται σε 3.000 ευρώ.
Γίνεται, λοιπόν,
κατανοητό πως η
επιβάρυνση μιας
επιχείρησης είναι κατά
πολύ υψηλότερη από την
ονομαστική αύξηση που
λαμβάνει ως τελικό
πληρωτέο ο εργαζόμενος,
αφού ο εργοδότης θα
πρέπει να καταβάλει
υψηλές ασφαλιστικές
εισφορές (εργοδότη αλλά
και εργαζομένου). |