H Moody’s (την έκθεση
παρουσιάζει το New
Money) βλέπει ανοδικές
πιέσεις στις
αξιολογήσεις των
καταθέσεων και του
ανώτερου χρέους των
τραπεζών, οι
οποίες θα μπορούσαν να
προκύψουν αν οι τράπεζες
συνεχίσουν να βελτιώνουν
την ποιότητα των
στοιχείων του
ενεργητικού τους και την
κερδοφορία τους και
είναι επίσης σε θέση να
βελτιώσουν τις μετρήσεις
των ενσώματων κεφαλαίων
του γιατί το υψηλό
επίπεδο των
αναβαλλόμενων
φορολογικών πιστώσεων
(DTCs) υπονομεύει την
ποιότητα της κεφαλαιακής
βάσης. Αντίθετα, πέραν
της συμμετοχής του DTC
στα κεφάλαια, οι
πιστωτικές προκλήσεις
που εξακολουθούν να
αντιμετωπίζουν οι
εγχώριες τράπεζες είναι
ο υψηλός πληθωρισμός και
τα υψηλά επιτόκια τα
οποία πιθανόν να
επιβαρύνουν την ποιότητα
του ενεργητικού και η
κάλυψη των προβλέψεων
για τα εναπομείναντα μη
εξυπηρετούμενα ανοίγματα
(NPEs).
Για τις Εθνική
Τράπεζα και Eurobank που
οι προοπτικές είναι
θετικές αναφέρει ότι οι
αξιολογήσεις καταθέσεων
Ba2 της τράπεζας είναι
δύο βαθμίδες υψηλότερες
από τις βασικές
πιστοληπτικές
διαβαθμίσεις b1.
Για τη μεν Eurobank, η
αξιολόγηση πιστοληπτικής
ικανότητας (BCA), όπως
προτείνεται από την
προηγμένη ανάλυση Loss
Given Failure (LGF), η
οποία λαμβάνει υπόψη τα
σχέδια χρηματοδότησης
της τράπεζας στο πλαίσιο
της ελάχιστης απαίτησής
της για ιδίων κεφαλαίων
και επιλέξιμων
υποχρεώσεων (MREL) έως
το τέλος του 2025, ενώ
για την Εθνική Τράπεζα
κυρίως τη δεξαμενή
καταθέσεων πελατών και
του εκδοθέντος χρέους,
καθώς και των σχεδίων
χρηματοδότησης.
Οι αξιολογήσεις δεν
ενσωματώνουν καμία
στήριξη από την
κυβέρνηση της Ελλάδας,
αντανακλώντας την
περιορισμένη ικανότητα
της κυβέρνησης να
παράσχει τέτοια στήριξη. Ο
δείκτης BCA της ΕΤΕ και
της Eurobank με b1
αντανακλά τα σημαντικά
μειωμένα μη
εξυπηρετούμενα ανοίγματά
της (NPEs), τα οποία
μειώθηκαν στο 5,2% και
5,1%,
αντίστοιχα των
ακαθάριστων δανείων τον
Δεκέμβριο του 2022 και
τη σταδιακή βελτίωση της
βασικής κερδοφορίας.
Η BCA των ΕΤΕ και
Eurobank λαμβάνει επίσης
υπόψη τα «άνετα»
εποπτικά κεφάλαια τους,
με την πρώτη να έχει έναν
δείκτη κεφαλαίου κοινών
μετοχών της κατηγορίας 1
(CET1) ύψους 16,6% τον
Δεκέμβριο του 2022 και η
Eurobank 15,5% το Μάρτιο
φέτος. Παρ’ όλα
αυτά, τα κεφάλαιά τους
ενσωματώνουν επίσης
υψηλό ποσοστό
αναβαλλόμενων
φορολογικών πιστώσεων
(DTCs), γεγονός που
περιορίζει το εμπράγματο
απόθεμα απορρόφησης
ζημιών.
Η θετική προοπτική της
αξιολόγησης των δύο
τραπεζών αντανακλά την
προσδοκία ότι θα
συνεχίσει να
βελτιώνει το πιστωτικό
της προφίλ τους κατά
τους επόμενους 12-18
μήνες και θα διατηρήσουν
τα υγιή κεφάλαια και τη
ρευστότητά τους,
καθώς και ότι θα
βελτιώσουν περαιτέρω την
ποιότητα του ενεργητικού
της αξιοποιώντας το
οικονομικό και πιστωτικό
δυναμικό ανάπτυξης της
ελληνικής οικονομίας, η
οποία είναι πιθανό να
επωφεληθεί σημαντικά από
τη διευκόλυνση ανάκαμψης
και ανθεκτικότητας της
ΕΕ. Οι παράγοντες αυτοί
ασκούν ανοδικές πιέσεις
στον δείκτη BCA των δύο
τραπεζών, στηρίζοντας
τις θετικές προοπτικές.
Για την Τράπεζα
Πειραιώς, η αξιολόγηση
των μακροπρόθεσμων
καταθέσεων είναι Ba3,
δύο βαθμίδες υψηλότερη
από τη βασική
πιστοληπτική της
αξιολόγηση (BCA) b2,
όπως προτείνεται από την
προηγμένη αξιολόγηση
ζημιών σε περίπτωση
αποτυχίας (LGF). Αυτό
οφείλεται κυρίως στη
δεξαμενή καταθέσεων της
τράπεζας στην Ελλάδα
(Ba3 θετική) και τις
υποχρεώσεις μειωμένης
εξασφάλισης μέσω των
ομολόγων της Tier 2 και
Additional Tier 1 (AT1)
που εκδόθηκαν από την
Piraeus Financial
Holdings S.A. (PFH, B2
σταθερό).
Ο δείκτης BCA της
τράπεζας λαμβάνει υπόψη
τη βελτίωση της
ποιότητας του
ενεργητικού της, λόγω
των διορθωτικών δράσεων
που αναλήφθηκαν για τη
μείωση του δείκτη NPEs
σε περίπου 6,6% το
Μάρτιο φέτος από 12,7%
το Μάρτιο του 2022. Η
Τράπεζα Πειραιώς έχει
επίσης καταφέρει να
βελτιώσει σταδιακά την
επαναλαμβανόμενη
κερδοφορία της και να
μειώσει σημαντικά τη
βάση κόστους της. Παρόλο
που η τράπεζα δέχθηκε
σημαντικό κεφαλαιακό
πλήγμα κατά την
εξυγίανση του
ισολογισμού της,
κατάφερε να αυξήσει
σταδιακά τον πλήρως
επιβαρυμένο δείκτη
κεφαλαίου της (CET1) σε
12,2% το Μάρτιο φέτος
από 9,8% το Μάρτιο του
2022.
Ωστόσο, η κεφαλαιακή
διάρθρωση της τράπεζας
ενσωματώνει ένα υψηλό
ποσοστό αναβαλλόμενων
φορολογικών πιστώσεων
(DTCs), γεγονός που
περιορίζει το απτό
απόθεμα ασφαλείας
απορρόφησης ζημιών, σε
σχέση με τους ομότιμους
ανταγωνιστές.
Περισσότερες δράσεις
μείωσης του κινδύνου
στον ισολογισμό και
ενίσχυσης του κεφαλαίου
σύμφωνα με το σχέδιο
2025 της τράπεζας θα
μπορούσαν να βελτιώσουν
περαιτέρω τη
φερεγγυότητα και την
αναπτυξιακή της
ικανότητα.
Οι σταθερές προοπτικές
αποτυπώνουν την άποψη
της Moody’s ότι η
BCA της τράπεζας είναι
καλά τοποθετημένη στο
b2, εξισορροπώντας
τη βελτιωμένη ποιότητα
του ενεργητικού της και
τη λειτουργική της
κερδοφορία με σχετικά
αδύναμους ακόμη δείκτες
ενσώματου κεφαλαίου
προσαρμοσμένους από τη
Moody’s που επιβαρύνουν
το πιστωτικό της προφίλ.
Τέλος, για την Alpha
Bank, οι
αξιολογήσεις καταθέσεων
Ba2 είναι τοποθετημένες
δύο βαθμίδες υψηλότερα
από το b1 βασικό σενάριο
του (BCA), όπως
προτείνεται από την
προηγμένη ανάλυση Loss
Given Failure (LGF),
λόγω των καταθέσεων
πελατών της και του
χρέους της που είναι
αποδεκτό από την MREL.
Μέσω του σχεδίου
μετασχηματισμού της, η
τράπεζα βελτίωσε
σημαντικά την ποιότητα
του ενεργητικού της και
την ικανότητα
δημιουργίας κερδών. Τα
μη εξυπηρετούμενα
ανοίγματα (NPEs) της
Alpha Bank μειώθηκαν σε
περίπου 7,6% των
ακαθάριστων δανείων το
Μάρτιο του 2023 από
12,2% το Μάρτιο του
2022, από το υψηλό του
42,5% τον Δεκέμβριο του
2020.
Η BCA της τράπεζας
αντικατοπτρίζει επίσης
την επαρκή
κεφαλαιοποίησή της, με
αναφερόμενο pro forma
(fully loaded) δείκτη
κεφαλαίου κατηγορίας 1
(CET1) 12,8% το Μάρτιο
του 2023, σε
σύγκριση με 10,9% το
Μάρτιο του 2022. Μετά
την εξυγίανση του
δανειακού της
χαρτοφυλακίου, η τράπεζα
επικεντρώθηκε στη
σημαντική βελτίωση της
κερδοφορίας της κατά τα
επόμενα δύο έως τρία
έτη.
Οι σταθερές προοπτικές
για τις μακροπρόθεσμες
αξιολογήσεις καταθέσεων
της τράπεζας
εξισορροπούν το
βελτιωμένο πιστωτικό της
προφίλ με τις προκλήσεις
που βρίσκονται μπροστά,
όσον αφορά την περαιτέρω
μείωση των προβληματικών
δανείων της και την
ενίσχυση της κάλυψης των
προβλέψεών της. Ο
δείκτης BCA της τράπεζας
είναι, επί του παρόντος,
καλά τοποθετημένος σε b1
και η μεγαλύτερη ανοδική
πίεση στην BCA της θα
προέλθει από τα
ισχυρότερα αποθέματα
ενσώματων κεφαλαίων και
το ιστορικό βελτίωσης
των επαναλαμβανόμενων
κερδών. |