Όμως η
υποδοχή των ντόπιων
ξεπέρασε κάθε προσδοκία.
Περίπου 38.000
Σοβιετικοί περίμεναν για
ώρες στην ουρά για αυτό
που είχαν ακούσει, αλλά
ποτέ έως τότε δεν είχαν
γευτεί: Ένα burger των
McDonald’s.
Καθώς οι
περισσότεροι κοίταζαν
μέσα από τα παράθυρα για
να δουν τι τρώνε οι
άλλοι και να πάρουν μια
ιδέα τι να παραγγείλουν,
για τη Σοβιετική Ένωση
άνοιγε ένα παράθυρο προς
τον δυτικό τρόπο ζωής.
«Ήταν
σαν να έτρωγα την ίδια
την Αμερική», θυμάται
ένας Μοσχοβίτης, που
κατάφερε να πάρει στα
χέρια του το περίφημο
BigMac, περίπου έναν
μήνα μετά την ημέρα των
εγκαινίων. «Οι ουρές
ήταν τεράστιες», λέει.
Τι και
εάν το BigMac κόστιζε
3,75 ρούβλια, την ώρα
που ο μέσος μισθός δεν
ξεπερνούσε τα 150
ρούβλια τον μήνα.
Οι ουρές
συνέχισαν να αυξάνονται
ακόμα και καθώς οι μήνες
περνούσαν. Πλέον, κόσμος
ερχόταν από άλλες πόλεις
μόνο για να δοκιμάσει το
burger και το milkshake
των McDonald’s. «Ήμασταν
όρθιοι κάτω από τον
καυτό ήλιο για οκτώ
ώρες», θα έλεγε χρόνια
αργότερα ένας άλλος
πελάτης. «Βέβαια, αυτό
δεν ήταν μεγάλο
πρόβλημα, καθώς είχαμε
συνηθίσει να περιμένουμε
στην ουρά για μέρες για
να πάρουμε ζάχαρη και
τσάι με το δελτίο».
Η εικόνα
μέσα στα McDonald’s, με
τους δεκάδες υπαλλήλους
να εκτελούν με γοργές
κινήσεις την μία
παραγγελία μετά την
άλλη, δεν θύμιζε σε
τίποτα τα άδεια ράφια
και τις τεράστιες
ελλείψεις σε βασικά είδη
που ήταν η
καθημερινότητα της
εποχής στη Σοβιετική
Ένωση.
Με έναν
σχεδόν μαγικό τρόπο, τα
McDonald’s της Μόσχας
δεν ξέμεναν ποτέ από
υλικά. Το μυστικό είναι
ότι η εταιρεία είχε
διαπραγματευτεί τη
δημιουργία μιας
ιδιωτικής μονάδας
παραγωγής μέσα στη
Σοβιετική Ένωση -κάτι
που τότε ήταν ανήκουστο-
ενώ εισήγαγε περίπου το
80% των άλλων υλικών που
χρειαζόταν.
<iframe width="692"
height="389"
src="https://www.youtube.com/embed/ckbfS99N6jY"
title="McDonald's
opens in hungry Moscow,
but costs
half-a-day's wages
for lunch, 1990"
frameborder="0"
allow="accelerometer;
autoplay;
clipboard-write;
encrypted-media;
gyroscope;
picture-in-picture;
web-share"
allowfullscreen></iframe>
Όσο για
τη στρατιά από τους
χαμογελαστούς υπαλλήλους
της; Η McDonald’s
δημοσίευσε μία και μόνο
αγγελία στη μεγαλύτερη
εφημερίδα και αμέσως
κατακλύστηκε από 30.000
αιτήσεις. Από αυτούς,
διάλεξε 600. Ήταν όλοι
τους νέοι και πρόθυμοι.
Και το κυριότερο: Είχαν
ελάχιστη ή και καμία
εμπειρία, αφού η
McDonald’s έψαχνε για
υπαλλήλους που δεν είχαν
αποκτήσει τις «κακές
συνήθειες» όσων δούλευαν
την εποχή εκείνη στα
σοβιετικά καφέ με το
τραχύ σέρβις.
«Μπορείς
να χαμογελάς για οκτώ
ώρες συνεχόμενα;»,
ρωτούσαν τους
υποψηφίους. Γιατί το
χαμόγελο μπορεί να
περίσσευε στα σοβιετικά
σπίτια, όμως δεν ήταν
μέρος της δημόσιας ζωής.
Για τους Μοσχοβίτες,
μέχρι και το χαμόγελο
των υπαλλήλων στα
McDonald’s ήταν ξένο.
Ήταν αμερικάνικο.
Το
Τείχος του Βερολίνου
είχε πέσει περίπου τρεις
μήνες νωρίτερα και οι
οικονομικές
μεταρρυθμίσεις της
περεστρόικα του Μιχαήλ
Γκορμπατσόφ βρίσκονταν
στο αποκορύφωμά τους. Το
άνοιγμα των McDonald’s
μαρτυρούσε ότι η
Σοβιετική Ένωση
στρεφόταν προς τον
καπιταλισμό και άνοιγε
στα δυτικά brands.
Μερικούς μήνες αργότερα,
ακολούθησε η έλευση της
Pizza Hut.
Η
διαφήμιση της αλυσίδας
με τον Γκορμπατσόφ, του
1997, έχει αφήσει εποχή.
Στο σποτάκι των 60
δευτερολέπτων, ο πρώην
ηγέτης της Σοβιετικής
Ένωσης τρώει σε μία
Pizza Hut όταν στο
διπλανό τραπέζι μία
οικογένεια Ρώσων
διαφωνεί για την
κληρονομιά του:
Ελευθερία και ευκαιρίες
έναντι της πολιτικής και
οικονομικής αστάθειας.
Όταν τελικά η γιαγιά της
οικογένειας λέει
«εξαιτίας του, έχουμε
την Pizza Hut», όλοι στο
εστιατόριο συμφωνούν να
πιούν στην υγειά του.
Μετά την
εισβολή στην Ουκρανία, η
McDonald’s και η Yum
Brands (που λειτουργεί
τις αλυσίδες Pizza Hut
και KFC) ήταν ανάμεσα
στις δεκάδες ξένες
πολυεθνικές που
εγκατέλειψαν τη ρωσική
αγορά, επιτρέποντας σε
ντόπια αντίγραφα να
πάρουν τη θέση των
brands τους.