|
Ηδη, μετά και την
πρόσφατη αναβάθμιση σε
επενδυτική βαθμίδα του
ελληνικού αξιόχρεου από
τη Fitch Ratings,
καθιστώντας από τις
αρχές του έτους τους
ελληνικούς τίτλους
επιλέξιμους (με πιθανές
εισροές 6-10 δισ. ευρώ)
για ένταξη σε
σημαντικούς δείκτες
αναφοράς (iBoxx Euro
Sovereign και Bloomberg
Barclays Euro Sovereign,
IHS Markit) που απαιτούν
τουλάχιστον δύο
αξιολογήσεις επενδυτικής
βαθμίδας από τους «τοπ 3
μεγάλους» οίκους
(Moody’s, S&Ρ και
Fitch), σημειώθηκε ράλι
στις τιμές των ελληνικών
ομολόγων.
Η στρατηγική του ΟΔΔΗΧ
Οι αποδόσεις
συρρικνώθηκαν σε χαμηλό
18 μηνών, με
το spread (διαφορά της
απόδοσης) μεταξύ του
ελληνικού 10ετούς
ομολόγου με το
αντίστοιχο γερμανικό που
λειτουργεί και ως
δείκτης μέτρησης του
ασφαλίστρου κινδύνου
(risk Premium) της χώρας
να υποχωρεί στις 110
μονάδες βάσης, από 200
μονάδες βάσης στο τέλος
του 2022, με αποτέλεσμα
η Ελλάδα να δανείζεται
πλέον για 10 χρόνια
οριακά ακριβότερα της
Ισπανίας και της
Πορτογαλίας και πολύ
φθηνότερα της Ιταλίας. Η
εξέλιξη αυτή, πέρα από
την ανάκαμψη της
οικονομίας ήταν απόρροια
και της στρατηγικής που
ακολούθησε πολύ έγκαιρα
ο ΟΔΔΗΧ στην
αντιστάθμιση κυρίως του
επιτοκιακού κινδύνου σε
ένα περιβάλλον αργότερα
έντονα αυξητικών
επιτοκίων παγκοσμίως και
για το οποίο ο
οργανισμός κέρδισε
προσφάτως το βραβείο
«Best Sovereign risk
manager of the year»,
από το εξειδικευμένο στη
διαχείριση
χρηματοοικονομικών
κινδύνων περιοδικό
«Risk.net», βραβείο που
είχε κερδίσει επίσης και
το 2018.
Ποιος είναι ο κ.
Δημήτρης Τσάκωνας
Ο Δημήτρης Τσάκωνας,
παρότι δημόσιος
υπάλληλος με θητεία στη
διαχείριση χρέους από
1994, έχει εξάλλου καλό
όνομα στην αγορά, ενώ
έπαιξε σημαντικό ρόλο
και στο αποκαλούμενο και
ως «swap του PSI»,
δηλαδή στην εθελοντική
ανταλλαγή των 20
ομολόγων που προέκυψαν
μετά το κούρεμα του
ελληνικού χρέους που
κατείχαν ιδιώτες το 2012
(PSI). Το 2018, ο ΟΔΔΗΧ
κέρδισε το βραβείο
«Sovereign Risk Manager
of the year» για την
αντιστάθμιση (hedging)
του επιτοκιακού κινδύνου
του μεγαλύτερου μέρους
των 53 δισ. ευρώ των
δανείων GLF που
χορήγησαν διακρατικά
προς την Ελλάδα τα
κράτη-μέλη της
ευρωζώνης, ώστε η χώρα
να είναι «ασφαλισμένη»
από τον κίνδυνο πληρωμών
τόκων σε περίπτωση που η
ΕΚΤ αυξήσει τα επιτόκια.
Ετσι όταν τα προηγούμενα
χρόνια το κόστος
δανεισμού στην ευρωζώνη
εκτοξευόταν, στη χώρα
μας καθώς τα διμερή
δάνεια είχαν
«χετζαριστεί» μέσω swaps
για κάθε αύξηση του
κόστους δανεισμού κατά
1%, η Ελλάδα κέρδιζε
(εάν εγγραφόταν) 4,5
δισ. ευρώ, ενώ συνολικά
για το ελληνικό χρέος
υπάρχει over hedging
περίπου 15 δισ. ευρώ, το
οποίο «μεταφέρεται» στις
νέες εκδόσεις.
Παράθυρο ευκαιρίας
Σύμφωνα με τον
επικεφαλής του ΟΔΔΗΧ,
«λόγω των στρατηγικών
διαχείρισης
χαρτοφυλακίου και
ταμειακής διαχείρισης τα
τελευταία χρόνια, η
Ελλάδα έχει καταφέρει
όχι μόνο να
αντισταθμίσει αλλά και
να υπερ-αντισταθμίσει
τον επιτοκιακό κίνδυνο,
ενώ με το ποσοστό του
σταθερού επιτοκίου να
βρίσκεται στο 104% – και
σε συνδυασμό με τα
ταμειακά αποθέματα που
βρίσκονται σήμερα στο
18% του ΑΕΠ –, αυτό
δημιούργησε για το
Ελληνικό Δημόσιο ένα
παράθυρο ευκαιρίας
τουλάχιστον τεσσάρων
ετών, κατά τη διάρκεια
του οποίου το ετήσιο νέο
κόστος χρηματοδότησης
της χώρας είναι πολύ
χαμηλότερο από τα
επιτόκια της αγοράς και
παρόμοιο με αυτό που
ήταν πριν από 2-3
χρόνια».
Το βραβείο
Το νέο βραβείο «Best
Sovereign risk manager
of the year» που κέρδισε
ο ΟΔΔΗΧ υπό τον Δημήτρη
Τσάκωνα πριν από λίγες
ήμερες ήταν απόρροια της
υλοποίησης της παραπάνω
στρατηγικής, αλλά και
των μελλοντικών κινήσεων
αντιστάθμισης κινδύνων
που προχώρησε για τα
επόμενα 40 χρόνια (μετά
από 20 χρόνια για τα
επόμενα 20 χρόνια) ώστε
το επιτόκιο που θα
πληρώνει το Ελληνικό
Δημόσιο να κυμαίνεται
στο 1% παρότι ο
ιστορικός μέσος όρος
κυμαίνεται στο 3,10%
(και 2,75% στα τρέχοντα
επίπεδα). Η κίνηση αυτή
διασφαλίζει περαιτέρω τη
βιωσιμότητα του
ελληνικού χρέους, με
τους θεσμούς μάλιστα να
δίνουν προβολές για
πτώση του στο 20%-25%
του ΑΕΠ το 2060 έναντι
συντηρητικότερων
εκτιμήσεων στο 40%-45%
του ΑΕΠ του ΟΔΔΗΧ. Με
τις κινήσεις αυτές, ενώ
το χρέος των 357 δισ.
ευρώ του 2011 απαιτούσε
ετήσιους τόκους για την
εξυπηρέτησή του 12-13
δισ. ευρώ, σήμερα και
για τα επόμενα πολλά
χρονιά το ίδιο ύψος
χρέους θα απαιτεί
περίπου 5 δισ. ευρώ
ετησίως.
Το «ταμειακό μαξιλάρι»
Με βάση τις παραδοχές
του ΟΔΔΗΧ το χρέος της
γενικής κυβέρνησης θα
κυμανθεί το 2024 στα 356
δισ. και με το ΑΕΠ στα
233,77 δισ. ευρώ, ο
λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα
υποχωρήσει στο 152,3%
από 206,3% στο υψηλό του
2020 σημειώνοντας πτώση
54 ποσοστιαίων μονάδων,
ενώ σε 2-3 χρόνια ο εν
λόγω δείκτης θα είναι
καλύτερος της Ιταλίας.
Να σημειωθεί πως το
πρωτογενές πλεόνασμα του
2023 αναμένεται σύμφωνα
με επίσημες εκτιμήσεις
να ξεπεράσει τελικά τα
6,5 δισ. ευρώ, ενώ το
2024 θα κυμανθεί στα 4,7
δισ. ευρώ, σχεδόν όσο
και οι τόκοι
εξυπηρέτησης του χρέους.
Παράλληλα το «ταμειακό
μαξιλάρι» από τα περίπου
40 δισ. ευρώ σήμερα θα
βρεθεί στο τέλος του
2023 στα 28 δισ. ευρώ,
καθώς πέρα από τους
μισθούς και τις
συντάξεις του Ιανουαρίου
θα προχωρήσει και η
πρόωρη αποπληρωμή των
διμερών δανείων (GLF)
ύψους 5,29 δισ. ευρώ,
που λήγουν το 2024 και
το 2025.
Να σημειωθεί πως το
«ταμειακό μαξιλάρι»
δημιουργήθηκε σε μεγάλο
μέρος του με δανεικά,
όταν τον Αύγουστο του
2018 η χώρα βάσει του
χρονοδιαγράμματος θα
έπρεπε να βγει από τη
μνημονιακή εποπτεία (3ο
μνημόνιο), καθώς κρίθηκε
απαραίτητο ένα είδος
εγγύησης στις αγορές για
τις μελλοντικές εκδόσεις
χρέους. Η χώρα
δανείστηκε 9 δισ. ευρώ
από τον ESM, αλλά και
από τις αγορές, και
περίπου 15,7 δισ. ευρώ
τοποθετήθηκαν σε έναν
ειδικό λογαριασμό στην
ΤτΕ, για το οποίο
πληρώνουμε 450 εκατ.
ευρώ ετησίως σε τόκους.
Αυτά τα κεφάλαια που δεν
μπορούσαμε να τα
αγγίξουμε, τώρα που η
χώρα ανέκτησε την
επενδυτική βαθμίδα, ο
ΟΔΔΗΧ θα μπορεί να τα
χρησιμοποιήσει
επαναγοράζοντας χρέος
περίπου 5 δισ. ετησίως
για τα επόμενα τρία
χρόνια. Τέλος,
σημειώνεται πως το
δανειακό πρόγραμμα της
Ελληνικής Δημοκρατίας
για το 2024 αφορά στο
πρώτο σενάριο την
άντληση 7 δισ. ευρώ
περίπου και στο δεύτερο
10 δισ. ευρώ, σε
περίπτωση που
συρρικνωθεί κατά ένα
μέρος το ανεξόφλητο
υπόλοιπο των έντοκων
γραμματίων ύψους 11,8
δισ. ευρώ σήμερα.
ΠΗΓΗ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟ
ΒΗΜΑ |