Η έκδοση χρέους σε 38
βιομηχανικές χώρες θα
αυξηθεί κατά 12% σε 15,8
τρισ. δολάρια φέτος. Το
συνολικό ποσό ξεπερνά το
προηγούμενο ανώτατο όριο
που είχε επιτευχθεί το
2020, όταν οι
κυβερνήσεις προσπαθούσαν
να στηρίξουν τις
οικονομίες στο
αποκορύφωμα της
πανδημίας.
Στο τέλος του 2023, ο
συνολικός όγκος του
χρέους κρατικών και
εταιρικών ομολόγων
ανερχόταν σε σχεδόν 100
τρισ. δολάρια μέγεθος
παρόμοιο με το παγκόσμιο
ΑΕΠ. Το συνολικό χρέος
των κρατικών ομολόγων
του ΟΟΣΑ προβλέπεται να
αυξηθεί σε 56
τρισεκατομμύρια δολάρια
το 2024, δηλαδή κατά 30
τρισ. δολάρια σε
σύγκριση με το 2008. Στο
τέλος του 2023, το
παγκόσμιο χρέος
εταιρικών ομολόγων
έφθασε τα 34 τρισ.
δολάρια ΗΠΑ και πλέον
του 60% της αύξησης από
το 2008 προήλθε από μη
χρηματοπιστωτικές
επιχειρήσεις.
Οι ευνοϊκές συνθήκες
χρηματοδότησης μεταξύ
2008 και 2022 επέτρεψαν
σε πολλές κυβερνήσεις
και εταιρείες να
δανειστούν με χαμηλό
κόστος. Ωστόσο, περίπου
το 40% των κρατικών
ομολόγων και το 37% των
εταιρικών ομολόγων
παγκοσμίως θα λήξουν
μέχρι το 2026, αναφέρει
ο Οργανισμός, γεγονός
που απαιτεί περαιτέρω
δανεισμό από τις αγορές
με υψηλότερα επιτόκια.
Ακόμη και αν ο
πληθωρισμός μειωθεί
στους στόχους των
κεντρικών τραπεζών, οι
αποδόσεις θα παραμείνουν
πιθανότατα υψηλότερες
από ό,τι όταν εκδόθηκε
αρχικά το μεγαλύτερο
μέρος του χρέους.
Το υψηλότερο κόστος
δανεισμού πρόκειται να
ωθήσει τις δαπάνες για
την εξυπηρέτηση του
χρέους σε όλες τις
χώρες-μέλη από το 2,9%
του ΑΕΠ πέρυσι στο 3,4%
του ΑΕΠ το 2026.
Ο Mathias Cormann,
γενικός γραμματέας του
ΟΟΣΑ, όπως αναφέρουν οι
Financial Times, εξήγησε
ότι «ένα νέο
μακροοικονομικό τοπίο με
υψηλότερο πληθωρισμό και
πιο περιοριστικές
νομισματικές πολιτικές
μεταμορφώνει τις αγορές
ομολόγων παγκοσμίως …
αυτό έχει βαθιές
επιπτώσεις στις κρατικές
δαπάνες και τη
χρηματοπιστωτική
σταθερότητα σε μια εποχή
ανανεωμένων
χρηματοδοτικών αναγκών».
Η ανησυχία των επενδυτών
Οι ανησυχίες γύρω από τα
σχέδια δανεισμού των
κυβερνήσεων έχουν
αυξηθεί, καθώς οι
επενδυτές έχουν μειώσει
τις προβλέψεις για
μειώσεις των επιτοκίων
και στις δύο πλευρές του
Ατλαντικού φέτος.
Έχοντας τιμολογήσει
τουλάχιστον έξι μειώσεις
κατά 0,25% τόσο για την
Ομοσπονδιακή Τράπεζα των
ΗΠΑ όσο και για την
Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα το 2024 στις
αρχές του τρέχοντος
έτους, οι επενδυτές
στοιχηματίζουν τώρα σε
τρεις ή τέσσερις μόνο
μειώσεις για την
καθεμία.
Μέχρι στιγμής η πληθώρα
εκδόσεων ομολόγων φέτος
έχει απορροφηθεί εύκολα
από τις αγορές. Όμως ο
Robert Tipp, επικεφαλής
του τμήματος παγκόσμιων
ομολόγων της PGIM Fixed
Income, προειδοποίησε
ότι αν η ανάπτυξη και ο
πληθωρισμός επιταχυνθούν
στις ΗΠΑ, η χώρα κατέχει
το μισό του συνολικού
δημόσιου χρέους του
ΟΟΣΑ, πιθανόν να υπάρξει
«τουλάχιστον μια μίνι
επανάληψη» του
περασμένου φθινοπώρου.
Μέσα σε επτά εβδομάδες
οι αποδόσεις των
κρατικών ομολόγων
αναφοράς αυξήθηκαν από
το 4,1% για να φθάσουν
το 5% στα τέλη
Οκτωβρίου, παρά το
γεγονός ότι η Fed
διατήρησε σταθερά τα
επιτόκια κατά την
περίοδο αυτή.
Ο λόγος του δημόσιου
χρέους προς το ΑΕΠ
αναμένεται να αυξηθεί
κατά 1% στο 84%, έχοντας
μειωθεί ή παραμείνει
στάσιμος τα τρία χρόνια
μετά την κορύφωση που
προκλήθηκε από την
πανδημία το 2020.
Ενώ οι εκδόσεις κρατικών
ομολόγων του ΟΟΣΑ, αφού
αφαιρεθούν οι εκδόσεις
που αφορούν την
αναχρηματοδότηση,
αναμένεται να είναι
ελαφρώς χαμηλότερες από
πέρυσι, στα 3,2 δισ.
δολάρια, σύμφωνα με την
έκθεση, παραμένουν πολύ
υψηλότερες από τον μέσο
όρο κάτω των 2 δισ.
δολαρίων κατά τη
δεκαετία πριν από την
πανδημία.
Οι κεντρικές τράπεζες
Εκτός από τις αυξημένες
ανάγκες δανεισμού των
κυβερνήσεων, οι
κεντρικές τράπεζες, οι
οποίες κατέχουν περίπου
το ένα τρίτο του
δημόσιου χρέους των
χωρών του ΟΟΣΑ, έχουν
αρχίσει να πωλούν
σταδιακά τις συμμετοχές
τους. Αυτό σημαίνει ότι
οι επενδυτές θα κληθούν
να απορροφήσουν τα
μεγαλύτερα επίπεδα
χρέους και αναμένεται
να ασκήσει περαιτέρω
πιέσεις στις αποδόσεις.
«Μεγάλο μέρος της
επιπλέον έκδοσης χρέους
κατά τη διάρκεια της
πανδημίας απορρίφθηκε
από τις κεντρικές
τράπεζες, αλλά τώρα
αποσύρονται σταδιακά και
πιστεύουμε ότι αυτό θα
μπορούσε να προσθέσει
στις υφιστάμενες πιέσεις
της αγοράς» εξηγεί ο
Carmine Di Noia,
διευθυντής του ΟΟΣΑ για
οικονομικές και
επιχειρηματικές
υποθέσεις. «Οι υπεύθυνοι
χάραξης πολιτικής πρέπει
να είναι πολύ
προσεκτικοί στη
διαχείριση αυτού του
περιβάλλοντος».
Δεν ήταν τυχαία η
έκκληση της προέδρου της
Fed του Ντάλας, Λόρι
Λόγκαν, στις αρχές τους
έτους. Ζήτησε να
επιβραδυνθεί ο ρυθμός με
τον οποίο η Fed
συρρικνώνει τον
ισολογισμό της, για να
μην υπάρχουν αναταραχές
στη ρευστότητα του
χρηματοπιστωτικού
συστήματος. Η άποψη της
έχει κύρος λόγω του
προηγούμενου ρόλου της
ως κορυφαίο στέλεχος στο
γραφείο αγορών της Fed
της Νέας Υόρκης.
Οι τέσσερις μεγαλύτερες
κεντρικές τράπεζες, η
Fed, η ΕΚΤ, η Τράπεζα
της Αγγλίας και η
Τράπεζα του Καναδά, στο
πλαίσιο της ποσοτικής
σύσφιγξης ( QT) μείωσαν
το χαρτοφυλάκιο των
ομολόγων της από 11,5
τρισ. δολάρια το 2021 σε
10 τρισ. δολάρια το
2023. Ο ΟΟΣΑ προβλέπει
περαιτέρω μείωση κατά 1
τρισ δολάρια για το
2024.
«Καθώς το QT
εξελίσσεται, παραμένει
ασαφές ποιοι επενδυτές
θα απορροφήσουν την
πρόσθετη προσφορά
κρατικών ομολόγων»,
αναφέρει η έκθεση,
προσθέτοντας ότι οι πιο
ευαίσθητοι στις τιμές
επενδυτές «θα μπορούσαν
να ασκήσουν ανοδικές
πιέσεις στις αποδόσεις».
Πηγή: Οικονομικός
Ταχυδρόμος |