| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 

 

Τετάρτη, 00:01 - 11/01/2023

 

Περίληψη: 

Όπως και με τους Σοβιετικούς προκατόχους του, ο Πούτιν πρέπει να στερηθεί την δυνατότητα να επεκτείνει την δική του αυτοκρατορία του κακού, αλλά η Ρωσία δεν πρόκειται να εξαφανιστεί. Η Δύση χρειάζεται μια πολιτική προς το Κίεβο και προς τη Μόσχα. Δεν έχει την πολυτέλεια να έχει το ένα και όχι το άλλο.

 

 

---------------------------

Κάθε φορά που οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν μια κρίση εξωτερικής πολιτικής, οι επικριτές [τους] ισχυρίζονται ότι η αμερικανική κυβέρνηση κάνει είτε πάρα πολλά είτε όχι αρκετά. Έτσι συμβαίνει και με την Ουκρανία. Πολλοί κατηγορούν την κυβέρνηση Μπάιντεν ότι δεν παρέχει στις ουκρανικές δυνάμεις τα βαρέα όπλα -κυρίως άρματα μάχης, πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς, και πολεμικά αεροσκάφη- που λένε ότι χρειάζονται για την εκδίωξη των ρωσικών στρατευμάτων από το ουκρανικό έδαφος. Άλλοι, ανήσυχοι για το σθένος της Δύσης και το αυξανόμενο ανθρώπινο και οικονομικό κόστος του πολέμου, παροτρύνουν την κυβέρνηση να πιέσει το Κίεβο να διαπραγματευτεί μια συμφωνία με την Ρωσία -ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να παραδώσει μέρος του εδάφους του.

Ουκρανικές δυνάμεις κοντά στην Κρεμίνα, στην Ουκρανία, τον Ιανουάριο του 2023. Clodagh Kilcoyne / Reuters
 

--------------------------------------------------

Κανένα από τα δύο επιχειρήματα δεν είναι πειστικό. Ο ουκρανικός στρατός εξέπληξε τους πάντες με την ικανότητά του να υπερασπιστεί την χώρα και μάλιστα να ανακαταλάβει μεγάλο μέρος των εδαφών που έχασε στην αρχή του πολέμου. Αλλά η εκδίωξη των ρωσικών στρατευμάτων από όλο το έδαφός της, συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας, θα είναι εξαιρετικά δύσκολη, ακόμη και με μεγαλύτερη Δυτική στρατιωτική βοήθεια. Η επίτευξη ενός τέτοιου αποτελέσματος θα απαιτούσε την κατάρρευση της οχυρωμένης και ενισχυμένης ρωσικής άμυνας και θα διακινδύνευε την έναρξη ενός άμεσου πολέμου μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας, ένα σενάριο καταστροφής που κανείς δεν επιθυμεί. Όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις, ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, δεν έχει δώσει καμία ένδειξη ότι είναι διατεθειμένος να εγκαταλείψει το αυτοκρατορικό του όνειρο να ελέγξει την Ουκρανία. Και θα ήταν εξίσου δύσκολο να πειστεί η ουκρανική κυβέρνηση να παραχωρήσει εδάφη σε μια βάναυση δύναμη κατοχής με αντάλλαγμα μια αβέβαιη ειρήνη. Δεδομένων των ισχυρών κινήτρων και για τις δύο πλευρές να συνεχίσουν να πολεμούν, ένα τρίτο αποτέλεσμα είναι πολύ πιο πιθανό: ένας παρατεταμένος, εξοντωτικός πόλεμος που σταδιακά παγιώνεται κατά μήκος μιας γραμμής ελέγχου που καμία από τις δύο πλευρές δεν αποδέχεται.

Η ιδέα ότι οι πόλεμοι καταλήγουν πάντα είτε σε νίκη είτε σε μια διευθέτηση μετά από διαπραγματεύσεις διαψεύδεται από την ιστορία, και σίγουρα από την ύπαρξη πολλαπλών παγωμένων συγκρούσεων κατά μήκος των συνόρων της Ρωσίας. Πράγματι, η ίδια η Ουκρανία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Παρά τα χρόνια των ειρηνευτικών προσπαθειών, ο πόλεμος στο Ντονμπάς ήταν σε μεγάλο βαθμό παγωμένος για τα οκτώ χρόνια που προηγήθηκαν της πλήρους εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Ο σημερινός πόλεμος μπορεί να μην είναι διαφορετικός: μετά από περισσότερους από δέκα μήνες βάναυσων μαχών, και μήνες τιμωρητικών επιθέσεων κατά του άμαχου πληθυσμού της, η ουκρανική κυβέρνηση δεν θα δεχτεί τον ρωσικό έλεγχο σε κανένα από τα εδάφη της, ιδίως αφού έγινε μάρτυρας των λεηλασιών, των βιασμών, και των δολοφονιών που συνέβησαν στις περιοχές που ελέγχονται από την Ρωσία. Αλλά η Ρωσία είναι εξίσου απίθανο να εγκαταλείψει οικειοθελώς ουκρανικά εδάφη που πιστεύει λανθασμένα ότι ανήκουν στη Μόσχα.

Μέχρι στιγμής, η Ουάσινγκτον και οι σύμμαχοί της έχουν επικεντρωθεί κατάλληλα στο άμεσο καθήκον της βοήθειας προς την Ουκρανία και της αποφυγής της κλιμάκωσης [1]. Αλλά υπάρχει επιτακτική ανάγκη να εξεταστεί το μακροπρόθεσμο [μέλλον], και να αναπτυχθούν πολιτικές τόσο έναντι της Ρωσίας όσο και της Ουκρανίας με βάση την αναδυόμενη πραγματικότητα ότι αυτός ο πόλεμος είναι πιθανό να συνεχιστεί για αρκετό καιρό. Αντί να υποθέτει ότι ο πόλεμος μπορεί να τερματιστεί μέσω θριάμβου ή συνομιλιών, η Δύση πρέπει να αναλογιστεί έναν κόσμο στον οποίο η σύγκρουση συνεχίζεται χωρίς να είναι ορατή ούτε η νίκη ούτε η ειρήνη. Σε έναν τέτοιο κόσμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα πρέπει να συνεχίσουν να παρέχουν στην Ουκρανία στρατιωτική υποστήριξη για να αμυνθούν από περαιτέρω ρωσική επιθετικότητα. Θα πρέπει να περιορίσουν τις ευρύτερες φιλοδοξίες της Ρωσίας διατηρώντας τις οικονομικές κυρώσεις και απομονώνοντας τη Μόσχα διπλωματικά. Και θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι η σύγκρουση δεν θα κλιμακωθεί. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να θέσουν μια μακροπρόθεσμη βάση για την ασφάλεια και την σταθερότητα στην Ευρώπη. Αυτό θα απαιτήσει την πλήρη ενσωμάτωση της Ουκρανίας στην Δύση, ενώ παράλληλα θα σφυρηλατήσει μια πολιτική ανάσχεσης που θα δίνει έμφαση τόσο στην αποτροπή της ρωσικής επιθετικότητας όσο και στις προσπάθειες εμπλοκής με τη Μόσχα ώστε να αποφευχθεί η κλιμάκωση του πολέμου σε μια ευρύτερη στρατιωτική αντιπαράθεση που κανείς δεν επιθυμεί. Η εξισορρόπηση μιας πολιτικής για την Ουκρανία με μια πολιτική για την Ρωσία θα είναι μια πρόκληση μακροπρόθεσμα, αλλά και οι δύο προσπάθειες θα είναι απαραίτητες για το μέλλον της ευρωπαϊκής ασφάλειας.

ΟΥΤΕ ΝΙΚΗ ΟΥΤΕ ΕΙΡΗΝΗ

Ο πόλεμος στην Ουκρανία ήταν γεμάτος εκπλήξεις. Παρά την δημόσια αποκάλυψη πληροφοριών από την κυβέρνηση Μπάιντεν που έδειχνε τις προετοιμασίες της Μόσχας για μια εισβολή, πολλοί έμειναν έκπληκτοι που η Ρωσία χρησιμοποίησε πάνω από 175.000 στρατιώτες για να επιτεθεί σε μια γειτονική χώρα που δεν της είχε κάνει κακό ούτε αποτελούσε με οποιονδήποτε τρόπο απειλή για την ασφάλειά της. Και ακόμη και για εκείνους που ανέμεναν μια εισβολή πλήρους κλίμακας, τα γεγονότα δεν εξελίχθηκαν όπως αναμενόταν: πολλοί εξεπλάγησαν που η Ρωσία απέτυχε να αναλάβει γρήγορα τον έλεγχο της Ουκρανίας και να ανατρέψει την κυβέρνησή της. Σε αντίθεση με τις προσδοκίες, ο στρατός της Ρωσίας ταλαιπωρήθηκε από αδύναμα και βαθιά προβληματικά σχεδιασμό, επικοινωνίες, και επιμελητεία, γεγονός που επέτρεψε στις κατά πολύ υποδεέστερες και ισχνότερες ουκρανικές δυνάμεις να ανακόψουν την ρωσική προέλαση προς το Κίεβο. Και στην συνέχεια, με την βοήθεια Δυτικής στρατιωτικής βοήθειας και βοήθειας επί των πληροφοριών σε μια κλίμακα αδιανόητη πριν από τον Φεβρουάριο, η Ουκρανία συνέχισε να εκπλήσσει τον κόσμο αλλάζοντας την πορεία του πολέμου κατά την διάρκεια του καλοκαιριού και ανακαταλαμβάνοντας περίπου το ήμισυ των εδαφών που είχε χάσει στην αρχική ρωσική επίθεση. Εν τω μεταξύ, η Δύση μπόρεσε να επιφέρει, με εκπληκτική αποφασιστικότητα και ενότητα σκοπού, ένα τιμωρητικό οικονομικό πλήγμα στην Ρωσία. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη ήταν η προθυμία της Ευρώπης να τερματίσει την εξάρτησή της από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα, με ένα κόστος που λίγοι πίστευαν ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα ήταν πρόθυμες να επωμιστούν.

Αν και οι ουκρανικές δυνάμεις κατάφεραν να σημειώσουν δραματικά κέρδη στις αρχές του φθινοπώρου του 2022 και δεν έδειξαν κανένα σημάδι ότι θα σταματούσαν τον αγώνα, η δυναμική του πολέμου άλλαξε και πάλι τους τελευταίους μήνες του έτους. Η Ουκρανία εισέρχεται στο 2023 ταλαιπωρημένη και βαθιά πληγωμένη, κυρίως από τις αδιάκοπες πυραυλικές επιθέσεις της Ρωσίας κατά του δικτύου ηλεκτροδότησης και άλλων μη στρατιωτικών υποδομών της. Μαζί με, σύμφωνα με πληροφορίες, περισσότερους από εκατό χιλιάδες Ρώσους στρατιώτες, τεράστιος αριθμός ουκρανικού στρατιωτικού προσωπικού και αμάχων έχουν σκοτωθεί στον πόλεμο. Επιπλέον, σε αντίθεση με τους πρώτους 10 μήνες του πολέμου, πιθανόν να μην υπάρξουν σημαντικές αλλαγές στις τρέχουσες γραμμές αντιπαράθεσης τους επόμενους μήνες. Πρώτον, η Ρωσία δεν διαθέτει το ανθρώπινο δυναμικό και το υλικό για να περάσει στην επίθεση οποτεδήποτε σύντομα, και οι επιθέσεις της με πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη εναντίον των πολιτικών υποδομών της Ουκρανίας έχουν μόνο σκληρύνει την αποφασιστικότητα των Ουκρανών να αντισταθούν. Ταυτόχρονα, η Ουκρανία θα δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να παραβιάσει τις ρωσικές άμυνες με αποδεκτό κόστος. Οι ουκρανικές δυνάμεις ίσως να συνεχίσουν να εξαπολύουν επιτυχείς επιθέσεις μέσω συγκεκριμένων ρωσικών γραμμών, για παράδειγμα, στο Νότο προς τη Μελιτόπολη και την Αζοφική Θάλασσα. Αλλά αν η ρωσική άμυνα δεν καταρρεύσει εντελώς, η Ουκρανία δεν έχει το ανθρώπινο δυναμικό για να διατηρήσει τέτοια κέρδη για πολύ χωρίς να εκτεθεί σε ρωσικές αντεπιθέσεις αλλού.

Από το φθινόπωρο, οι Δυτικοί σχεδιαστές στρατηγικής προσπάθησαν να προλάβουν ένα στρατιωτικό αδιέξοδο με δύο τρόπους. Κάποιοι, όπως οι ηγέτες αρκετών χωρών της Βαλτικής, έχουν ζητήσει να εξοπλιστεί το Κίεβο με περισσότερα βαρέα όπλα που θα χρειαζόταν για να εκδιώξει τις ρωσικές δυνάμεις από όλο το ουκρανικό έδαφος -άλλοι, όπως ο Mark Milley, αρχηγός του αμερικανικού Γενικού Επιτελείου, έχουν προτείνει στους πολιτικούς ηγέτες της Ουκρανίας να εξετάσουν μια λύση με διαπραγματεύσεις που δεν θα ισοδυναμεί με πλήρη νίκη, αλλά τουλάχιστον θα τερματίσει τις μάχες. Καμία από τις δύο προσεγγίσεις δεν έχει πολλές πιθανότητες επιτυχίας.

Υπάρχει ένα όριο στο τι μπορούν και τι θα παράσχουν η Ουάσινγκτον και οι σύμμαχοί της σε όπλα και στρατιωτική βοήθεια. Μέρος αυτού του ορίου είναι η πραγματικότητα ότι ακόμη και οι Ηνωμένες Πολιτείες εξαντλούν τις πλεονάζουσες δυνατότητες που μπορούν να παράσχουν στην Ουκρανία. Πάρτε τα βλήματα πυροβολικού. Τον περασμένο χρόνο [2], η Ουκρανία εκτόξευσε τόσα από αυτά σε μια εβδομάδα όσα μπορούν να παράγουν οι Ηνωμένες Πολιτείες σε έναν μήνα. Παρόμοιες ελλείψεις υπάρχουν και για πιο προηγμένα όπλα. Η Γερμανία έστειλε το σύγχρονο σύστημα αεράμυνας IRIS-T στην Ουκρανία τον Οκτώβριο, αλλά δυσκολεύεται να προμηθεύσει την ποσότητα πυραύλων εδάφους-αέρος που είναι απαραίτητη για να διατηρήσει η Ουκρανία μια αποτελεσματική άμυνα. Δεδομένης της εκτεταμένης στρατιωτικής βοήθειας που έχει ήδη παράσχει και της μείωσης των διαθέσιμων προμηθειών, η Δύση είναι πιθανό να στείλει στην Ουκρανία σημαντικά μικρότερη ποσότητα οπλισμού τους επόμενους έξι μήνες από όση τους τελευταίους έξι μήνες.

Εκτός από τους περιορισμούς εφοδιασμού, η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της έχουν επίσης καθυστερήσει να παράσχουν ορισμένα εξελιγμένα όπλα στην Ουκρανία λόγω της εκτεταμένης εκπαίδευσης που θα απαιτείτο και του κινδύνου ότι τα όπλα αυτά θα μπορούσαν να πέσουν στα χέρια της Ρωσίας εάν χρησιμοποιούντο στο θέατρο του πολέμου. Τα μαχητικά αεροσκάφη, από τα F-16 έως τα μοντέλα νεότερης γενιάς, εμπίπτουν στην πρώτη κατηγορία. Στην δεύτερη κατηγορία ανήκουν εξελιγμένα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, όπως το Grey Eagle, τα οποία, εάν καταληφθούν από τις ρωσικές δυνάμεις, θα δώσουν στην Ρωσία κρίσιμες πληροφορίες για τις στρατιωτικές δυνατότητες και την τεχνολογία των ΗΠΑ.

Στην συνέχεια υπάρχει ο κίνδυνος κλιμάκωσης. Η Μόσχα έχει επανειλημμένα προειδοποιήσει την Ουάσινγκτον να μην στείλει πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς στην Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένου του τακτικού πυραυλικού συστήματος MGM-140 Army Tactical Missile System ή ATACMS, το οποίο έχει βεληνεκές 300 χιλιομέτρων (186 μιλίων) και θα μπορούσε να πλήξει βαθιά μέσα στο ρωσικό έδαφος. Ο Αμερικανός πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, έχει απορρίψει σταθερά τις εκκλήσεις για αποστολή αυτών των εξαιρετικά ικανών πυραύλων στην Ουκρανία, υποστηρίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα διχάσει το ΝΑΤΟ και θα κινδυνεύσει να πυροδοτήσει μια άμεση στρατιωτική αντιπαράθεση με την Ρωσία, ακόμη και έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι εύκολο να απορρίψει κανείς αυτούς τους φόβους, όπως κάνουν πολλοί έμπειροι παρατηρητές. Αλλά είναι εξαιρετικά σημαντικό οι Ηνωμένες Πολιτείες να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους κινδύνους κλιμάκωσης και να σταθμίζουν συνεχώς τους κινδύνους τού να μην κάνουν αρκετά για να βοηθήσουν την Ουκρανία έναντι των συνεπειών τού να κάνουν πάρα πολλά, συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας η Ρωσία να χρησιμοποιήσει τακτικά πυρηνικά όπλα. Η αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα είναι ότι υπάρχει ένα εγγενές όριο στο κατά πόσο τα ουκρανικά και τα αμερικανικά συμφέροντα συμπίπτουν στην απάντηση στην επιθετικότητα της Ρωσίας.

Φυσικά, το Πεντάγωνο και ο Λευκός Οίκος επανεκτιμούν συνεχώς τις ανάγκες της Ουκρανίας και το τι μπορούν να κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες για να τις υποστηρίξουν. Συστήματα που αρχικά αποκλείστηκαν, συμπεριλαμβανομένου του πυροβολικού μεγαλύτερης εμβέλειας και των προηγμένων συστημάτων αεράμυνας όπως το Patriot, έχουν από τότε σταλεί στην Ουκρανία. Η τελευταία τέτοια αλλαγή αφορά τεθωρακισμένα οχήματα, με τις ΗΠΑ και την Γαλλία να συμφωνούν να προμηθεύσουν το Κίεβο με τεθωρακισμένα οχήματα μάχης και ελαφρά άρματα μάχης. Αλλά ενώ αυτά τα όπλα και ο εξοπλισμός θα βοηθήσουν την Ουκρανία, είναι απίθανο να γείρουν την ισορροπία δυνάμεων στο πεδίο της μάχης αρκετά ώστε να τερματιστεί ο πόλεμος.

Αν μια πλήρης στρατιωτική νίκη της Ουκρανίας είναι απίθανη σύντομα, οι προοπτικές για μια ειρήνη μέσω διαπραγματεύσεων φαίνονται ακόμη πιο μακρινές. Παρόλο που ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, έχει επανειλημμένα δηλώσει [3] την προθυμία του να «διαπραγματευτεί με όλους τους συμμετέχοντες σε αυτήν την διαδικασία για κάποια αποδεκτά αποτελέσματα», είναι σαφώς ανειλικρινής. Πάντοτε προτιμούσε να συζητά τους εδαφικούς του στόχους απευθείας με τις Ηνωμένες Πολιτείες παρά να ασχολείται σοβαρά με την ουκρανική ηγεσία˙ επιπλέον, έχει επίσης επιμείνει ότι οι τέσσερις ουκρανικές περιφέρειες ή επαρχίες που η Ρωσία ισχυρίστηκε παράνομα ότι προσάρτησε τον Σεπτέμβριο, μαζί με την Κριμαία, την οποία κατέλαβε το 2014, αποτελούν αμετάβλητα μέρος της Ρωσίας. Ο Ουκρανός πρόεδρος, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, από την πλευρά του, έχει δηλώσει ότι το Κίεβο δεν θα δεχθεί ποτέ οποιεσδήποτε ρωσικές αξιώσεις επί του ουκρανικού εδάφους και ότι οποιαδήποτε τελική ειρήνη θα πρέπει να αναγνωρίσει τα σύνορα της Ουκρανίας του 1991. Κανένα δέλεαρ της Δύσης δεν θα αλλάξει την στάση του Ζελένσκι, ο οποίος απολαμβάνει συντριπτική υποστήριξη [4] από το ουκρανικό κοινό -παρά, ή ίσως εξαιτίας, των εξαιρετικών δεινών που τους έχει προκαλέσει ο πόλεμος.

ΕΝΑ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ

Χωρίς να είναι πιθανή σύντομα ούτε η απόλυτη νίκη ούτε η ειρήνη μέσω διαπραγματεύσεων, ο πόλεμος θα συνεχιστεί στο άμεσο μέλλον. Οι ρωσικές άμυνες στα ανατολικά και τα νότια ισχυροποιούνται κατά μήκος της μετωπικής γραμμής των 600 μιλίων που χωρίζει τώρα τις ρωσικές από τις ουκρανικές δυνάμεις. Αμφότερες οι πλευρές θα διερευνήσουν αμυντικές αδυναμίες, αλλά αν δεν υπάρξει ευρύτερη κατάρρευση της μιας ή της άλλης, η γραμμή αντιπαράθεσης είναι πιθανό να παραμείνει λίγο-πολύ εκεί που είναι τώρα. Η εξάντληση και η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού και υλικού μπορεί να προκαλέσει ακόμη και μεγάλες παύσεις στις μάχες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια διαπραγματευτική απεμπλοκή ή συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, έστω και προσωρινή ή υπό προϋποθέσεις. Δεν τελειώνουν όλοι οι πόλεμοι -ή δεν καταλήγουν σε μόνιμες ειρηνευτικές διευθετήσεις. Ο πόλεμος της Κορέας έληξε με ανακωχή και ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ το 1973 κατέληξε σε «συμφωνίες απεμπλοκής», οι οποίες στην περίπτωση του Ισραήλ και της Συρίας εξακολουθούν να ισχύουν. Η Ρωσία είναι εξοικειωμένη στο να ζει με παγωμένες συγκρούσεις, μεταξύ άλλων στην Γεωργία και τη Μολδαβία.

Εάν ένα τόσο ζοφερό μέλλον περιμένει τους Ουκρανούς -μια κατάσταση στην οποία η κατάσταση πολέμου παραμένει παρούσα, με ή χωρίς έντονες μάχες- η Δύση θα χρειαστεί μια πολυδιάστατη, μακροπρόθεσμη στρατηγική που ούτε θα εγκαταλείψει το μέλλον της Ουκρανίας ούτε θα αποφεύγει να ασχοληθεί με την Ρωσία σε θέματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος. Αν και είναι εξαιρετικά δύσκολο να φανταστεί κανείς να συνεργάζεται με τον Πούτιν και το καθεστώς του, η Δύση ίσως να μην έχει πολλές επιλογές μακροπρόθεσμα. Ο Πούτιν έχει αποδυναμωθεί από τις συσσωρευμένες αποτυχίες αυτού του πολέμου, αλλά έχει περάσει 22 χρόνια εδραιώνοντας την εξουσία [του] για να εξασφαλίσει ότι κανείς δεν μπορεί να τον αμφισβητήσει με επιτυχία. Ούτε μια επανάσταση από τα κάτω είναι πολύ πιθανή, δεδομένης της συνεχιζόμενης ικανότητας της Μόσχας για καταστολή του ρωσικού λαού. Και ακόμη και αν ο Πούτιν απομακρυνθεί από την εξουσία, ο διάδοχός του θα μπορούσε κάλλιστα να είναι κάποιος που μοιράζεται το όραμά του για μια Μεγάλη Ρωσία και ίσως ακόμη και να πιστεύει ότι [ο Πούτιν] δεν υπήρξε αρκετά σκληρός.

Επιπροσθέτως, παρά την βιαιότητα του Πούτιν τόσο το Κίεβο όσο και η Ουάσιγκτον έχουν παραμείνει σε άμεση επαφή με τη Μόσχα από την έναρξη του πολέμου. Η Ουκρανία και η Ρωσία έχουν διαπραγματευτεί την ανταλλαγή κρατουμένων. Με την συνδρομή της Τουρκίας και των Ηνωμένων Εθνών, η Ρωσία και η Ουκρανία κατέληξαν σε συμφωνία για τις εξαγωγές σιτηρών που έχει σε μεγάλο βαθμό κρατήσει. Και οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία διαπραγματεύτηκαν την ανταλλαγή της Αμερικανίδας σταρ του μπάσκετ, Brittney Griner, με τον Ρώσο έμπορο όπλων, Viktor Bout. Σε μια μακρόχρονη πολεμική στρατηγική, η Δύση θα πρέπει να ενισχύσει τέτοιες επαφές, ακόμη και αν υπάρχουν πολύ λίγα σημεία συμφωνίας με την Ρωσία.

Για να αναπτύξει μια αποτελεσματική προσέγγιση για την αντιμετώπιση ενός παρατεταμένου πολέμου, η Δύση πρέπει επίσης να συνεχίσει να παρέχει επαρκή υποστήριξη στην Ουκρανία για να υπερασπιστεί το έδαφος που ελέγχει τώρα -και να απελευθερώσει περισσότερο, όπου είναι δυνατόν. Καθώς η Ουκρανία με την πάροδο του χρόνου επιδιώκει το οικονομικό της μέλλον στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι χώρες του ΝΑΤΟ πρέπει να προσφέρουν μια δέσμευση ασφαλείας για να διασφαλίσουν ότι η Ουκρανία θα έχει τον οπλισμό που χρειάζεται για να αμυνθεί μακροπρόθεσμα εναντίον της Ρωσίας, όπως ακριβώς έκανε η Αμερική για το Ισραήλ επί δεκαετίες. Η Ουάσινγκτον θα πρέπει επίσης να διερευνήσει με τους συμμάχους της την δυνατότητα να ενισχύσει την υπεσχημένη ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ με ενδεχόμενη ένταξη στο ίδιο το ΝΑΤΟ.

Εν τω μεταξύ, οι Δυτικοί ηγέτες πρέπει να επιστρέψουν στην δουλειά της ανάσχεσης της ρωσικής απειλής. Αυτό θα απαιτήσει την διατήρηση όλων των χρηματοπιστωτικών, εμπορικών, και οικονομικών κυρώσεων που έχουν θέσει σε εφαρμογή από τότε που η Ρωσία εισέβαλε για πρώτη φορά στην Ουκρανία το 2014 [5]. Σημαίνει επίσης την συνέχιση των προσπαθειών τους να τερματίσουν την εξάρτηση από τις ρωσικές ενεργειακές εξαγωγές. Και συνεπάγεται να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να εμποδίσουν την ρωσική πρόσβαση σε τεχνολογίες που είναι απαραίτητες για την διατήρηση της οικονομίας τους, συμπεριλαμβανομένου του αμυντικού τομέα.

Μια αποτελεσματική μακροπρόθεσμη πολιτική περιορισμού θα απαιτήσει την συνεχή πολιτική απομόνωση της Ρωσίας. Ο αποκλεισμός της Μόσχας από αθλητικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις συμβάλλει στην εξασφάλιση αυτής της απομόνωσης, όπως και οι ψηφοφορίες στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ που καταδεικνύουν την έλλειψη υποστήριξης για τον παράνομο πόλεμό της κατά της Ουκρανίας. Αλλά μια πιο συντονισμένη Δυτική προσπάθεια είναι απαραίτητη για να καταδειχθεί στις χώρες του Παγκόσμιου Νότου ότι η ευθυγράμμιση με τη Μόσχα -ή η ίδια η ουδετερότητα- τελικά διαβρώνει τα θεμέλια της ειρήνης και της ασφάλειας στα οποία βασίζεται η διεθνής τάξη. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλες οι χώρες πρέπει να υιοθετήσουν την οικονομική στρατηγική της Δύσης, αλλά σημαίνει ότι πρέπει να πεισθούν ότι η Ρωσία φταίει και ότι η συμπεριφορά της είναι η βασική αιτία της οικονομικής τους δυσπραγίας. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, η Ουάσινγκτον και οι Δυτικοί εταίροι της μπορούν να κάνουν πολύ περισσότερα για να αντιμετωπίσουν τις επισιτιστικές, ενεργειακές, και οικονομικές κρίσεις που προέκυψαν μετά τις απρόκλητες ενέργειες της Ρωσίας -ξεκινώντας από την ελάφρυνση των χρεών και την παροχή επισιτιστικής βοήθειας στις χώρες που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη.

Τέλος, η ανάσχεση της Ρωσίας θα απαιτήσει από την Δύση να διατηρήσει μια ισχυρή αποτρεπτική στάση όχι μόνο έναντι στρατιωτικών απειλών, αλλά και έναντι απειλών προς τους ίδιους τους θεσμούς και τις κοινωνίες της. Αυτό σημαίνει ότι η Ευρώπη θα πρέπει να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες περισσότερο από όσο έχει ήδη αυξήσει ως απάντηση στην ρωσική επιθετικότητα από το 2014 και μετά. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να παραμείνουν δεσμευμένες στην Ευρώπη, ακόμη και όταν αφιερώνουν όλο και περισσότερες προσπάθειες στην πρόκληση της Κίνας στον Ινδο-Ειρηνικό. Επιπλέον, οι χώρες του ΝΑΤΟ και της ΕΕ πρέπει να ενισχύσουν τις ατομικές και κοινές προσπάθειές τους για να αποτρέψουν την ρωσική ανάμειξη στις εκλογές τους και να απαντήσουν δυναμικά στον οικονομικό εκφοβισμό, την πολιτική παρέμβαση, και άλλες μορφές υβριδικού πολέμου. Αν και τμήματα του ρωσικού στρατού έχουν αποδεκατιστεί, η Μόσχα παραμένει μια σημαντική απειλή για την Δύση.

Ωστόσο, εκτός από την αποτροπή της Ρωσίας και την απομόνωσή της πολιτικά και οικονομικά, η Δύση θα πρέπει επίσης να διατηρήσει διαύλους επικοινωνίας με το Κρεμλίνο για να αποφύγει έναν άμεσο πόλεμο ΝΑΤΟ-Ρωσίας και να διατηρήσει την στρατηγική σταθερότητα. Δεν μπορούν να υπάρξουν ευρύτερες διαπραγματεύσεις μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας όσο συνεχίζονται οι σφοδρές μάχες, αλλά όπως και στον Ψυχρό Πόλεμο, ίσως να υπάρξουν ευκαιρίες και για τις δύο πλευρές να επιδιώξουν μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης τα οποία μπορούν να βοηθήσουν στην αποφυγή μιας αντιπαράθεσης που καμία από τις δύο πλευρές δεν επιθυμεί. Ένα σημαντικό βήμα θα ήταν η έναρξη συνομιλιών για την παράταση της συνθήκης New START, η οποία λήγει το 2026, και προβλέπει παρεμβατικές επιθεωρήσεις και ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τα πυρηνικά όπλα τόσο στην Ρωσία όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες.

ΠΕΡΙΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΡΩΣΙΑ, ΕΝΙΣΧΥΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους εταίρους τους, μια μακροπρόθεσμη στρατηγική ανάσχεσης της Ρωσίας δεν είναι καινούργια ιδέα. Εν τέλει, η Δύση ακολούθησε μια τέτοια πολιτική έναντι της Σοβιετικής Ένωσης επί τέσσερις δεκαετίες πριν επιφέρει την «άμβλυνση» της σοβιετικής ισχύος που ήλπιζε ο διπλωμάτης, Τζορτζ Κένναν, όταν την δημιουργούσε [την πολιτική]. Αλλά κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ειδικά μετά την κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962, οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδίωξαν επίσης την διπλωματία για να αποφύγουν τα χειρότερα αποτελέσματα, ιδίως έναν ολοκληρωτικό πυρηνικό πόλεμο. Ακόμη και ο πρόεδρος, Ρόναλντ Ρέιγκαν, ο οποίος επέκρινε τον κατευνασμό (détente) ότι εκχωρούσε πάρα πολλά στην Σοβιετική Ένωση, επιδίωξε διπλωματικές σχέσεις στις πιο σκοτεινές στιγμές πριν από την ανάληψη της εξουσίας από τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, όπως αμέσως μετά την κατάρριψη ενός πολιτικού αεροσκάφους της Νότιας Κορέας από την Σοβιετική Ένωση το 1983.

Όπως και με τους Σοβιετικούς προκατόχους του, ο Πούτιν πρέπει να στερηθεί την δυνατότητα να επεκτείνει την δική του αυτοκρατορία του κακού, αλλά η Ρωσία δεν πρόκειται να εξαφανιστεί. Η Δύση χρειάζεται μια πολιτική προς το Κίεβο και προς τη Μόσχα. Δεν έχει την πολυτέλεια να έχει το ένα και όχι το άλλο. Μια ελεύθερη Ουκρανία είναι σημαντική για την Δύση. Και μια αυτοκρατορική Ρωσία παραμένει απειλή για την Ευρώπη. Ούτε η ανάσχεση ούτε η εμπλοκή με την Ρωσία επαρκούν από μόνες τους για να υπερασπιστούν την Δύση ενώ θα αποφεύγονται ευρύτερες συγκρούσεις.

Ακόμη και μια μη αυτοκρατορική Ρωσία που «κοιτάζει την δουλειά της» θα είχε συμφέροντα ασφαλείας. Όλα τα κράτη έχουν. Δεν είναι αδυναμία για την Δύση να το αναγνωρίσει αυτό. Η Ρωσία δεν χρειάζεται «εγγυήσεις ασφαλείας», όπως πρότεινε ο Γάλλος πρόεδρος, Εμμανουέλ Μακρόν, τον Δεκέμβριο. Αλλά είναι λογικό να γίνονται σεβαστά τα νόμιμα συμφέροντά της, όπως η υπεράσπιση των διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων της Ρωσίας. Μπορεί να ασφαλίσει τον εαυτό της με την πυρηνική της αποτροπή, αλλά έχει συμφέρον να μειώσει τις στρατιωτικές συσσωρεύσεις, και συνεπώς το ενδεχόμενο ανεπιθύμητης κλιμάκωσης, κατά μήκος των συνόρων ΝΑΤΟ-Ρωσίας, όπως κάνει και η Δύση.

Τελικά, η Δύση και η Ρωσία θα χρειαστεί να υιοθετήσουν κάποια εκδοχή των συμφωνιών που συνήψαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους με την Σοβιετική Ένωση μεταξύ 1975 και 1990 για να περιορίσουν τα χειρότερα αποτελέσματα και να δημιουργήσουν μεγαλύτερη σταθερότητα στην Ευρώπη. Η Τελική Πράξη του Ελσίνκι του 1975 δέσμευσε όλα τα μέρη να αναγνωρίζουν τα υφιστάμενα σύνορα και να επιδιώκουν αλλαγές μόνο με ειρηνικά μέσα. Το Έγγραφο της Βιέννης, που υπογράφηκε το 1990 και επικαιροποιήθηκε περιοδικά τα επόμενα χρόνια, ήταν ένα σύνολο μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης που περιόριζαν τις στρατιωτικές δραστηριότητες, επέβαλαν την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις στρατιωτικές θέσεις, και απαιτούσαν προηγούμενη κοινοποίηση σημαντικών μετακινήσεων στρατευμάτων. Οι διατάξεις του για επαλήθευση και επιθεωρήσεις είχαν σχεδιαστεί για να εξαλείψουν την πιθανότητα οποιαδήποτε χώρα να προβεί σε μεγάλης κλίμακας χρήση στρατιωτικής βίας χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση. Τέτοιου είδους συμφωνίες δεν είναι δυνατές αυτή την στιγμή. Μπορεί να μην είναι δυνατές όσο ο Πούτιν είναι στην εξουσία, αν και η Δύση θα πρέπει να το δοκιμάσει. Αλλά παραμένουν τα μόνα βιώσιμα μέσα μακροπρόθεσμης δέσμευσης με την Ρωσία, ακόμη και όταν η Ουάσινγκτον αμύνεται η ίδια και βοηθά την Ουκρανία να αμυνθεί σε έναν πόλεμο που είναι πιθανό να είναι μακρύς και δύσκολος.

Ο IVO H. DAALDER είναι πρόεδρος του Chicago Council on Global Affairs και διετέλεσε πρέσβης των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ από το 2009 έως το 2013.
 

Ο JAMES GOLDGEIER είναι επισκέπτης ακαδημαϊκός στο Κέντρο Διεθνούς Ασφάλειας και Συνεργασίας του Πανεπιστημίου Stanford και επισκέπτης συνεργάτης στο Ινστιτούτο Brookings.

Foreign Affairs

https://foreignaffairs.gr/articles/73974/ivo-h-daalder-kai-james-goldgeier/o-makroxronios-polemos-stin-oykrania?page=show

https://www.foreignaffairs.com/ukraine/long-war-ukraine-russia-protracted-conflict

 

Greek Finance Forum Team

 

 

Σχόλια Αναγνωστών

 

 
 

 

 

 

 

 

 

 

 
   

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2022 Greek Finance Forum