|
Καθώς ο Economist
ετοιμαζόταν για
εκτύπωση, ο OPEC+
επρόκειτο επιτέλους να
συνεδριάσει διαδικτυακά.
Τα μέλη φέρονται να
προετοιμάζουν μέτριες
πρόσθετες περικοπές
μέχρι το 2024,
συνεχίζοντας την
επέκταση μιας
στρατηγικής που
εφαρμόζεται από τον
περασμένο Οκτώβριο,
σύμφωνα με την οποία
προσπαθούν να
αντισταθούν στις
καθοδικές πιέσεις στις
τιμές, περιορίζοντας την
προσφορά. Η Σαουδική
Αραβία και η Ρωσία
πρωτοστατούν, με
περικοπές ύψους 1
εκατομμυρίου και 300.000
βαρελιών ημερησίως
αντίστοιχα. Ο υπόλοιπος
OPEC+ συνεισφέρει από
κοινού, αφαιρώντας άλλα
3,7 εκατ. βαρέλια
ημερησίως από την
προσφορά. Ωστόσο, η τιμή
του αργού αναφοράς Brent
έχει υποχωρήσει κατά
περίπου 15% από τότε που
εισήχθη η στρατηγική
-σήμερα βρίσκεται στα 83
δολάρια το βαρέλι-, ενώ
τις τελευταίες πέντε
εβδομάδες σημειώνει
περαιτέρω πτώση.
Το μπρος-πίσω στη
συνάντηση του Νοεμβρίου
αποκαλύπτει τις
δυσκολίες που
αντιμετωπίζει ο OPEC+. Η
πρόσφατη πτώση των τιμών
του πετρελαίου αντανακλά
τόσο τις προσδοκίες για
επιβράδυνση της
παγκόσμιας ζήτησης, που
επηρεάζεται από τις
ανησυχίες για την
οικονομία της Κίνας, όσο
και το γεγονός ότι ο
γεωπολιτικός κίνδυνος
έχει μειωθεί: ελάχιστοι
περιμένουν πλέον ότι ο
πόλεμος στη Γάζα θα
εξελιχθεί σε ευρύτερη
περιφερειακή σύρραξη.
Ταυτόχρονα, άλλοι
παραγωγοί,
συμπεριλαμβανομένης της
Αμερικής, της Βραζιλίας
και της Γουιάνας,
αύξησαν την παραγωγή,
αναπληρώνοντας τις
περικοπές του OPEC+ (βλ.
διάγραμμα).
Ωστόσο, η πτώση των
τιμών αντανακλά επίσης
το γεγονός ότι ο OPEC+
αγωνίζεται να κρατήσει
τη γραμμή. Το καρτέλ
υποδέχθηκε επιπλέον δέκα
χώρες όταν απέκτησε το
σύμβολο + το 2016 και
σχεδιάζει να υποδεχθεί
στους κόλπους του ακόμα
περισσότερες. Όπως είναι
πλέον σαφές, ένας
μεγαλύτερος οργανισμός
δεν έχει άλλη επιλογή
από το να ακροβατεί
ανάμεσα σε διαφορετικά
συμφέροντα. Ο υπουργός
της Ανγκόλας, που
σχεδίαζε να μποϊκοτάρει
τη συνάντηση, αποχώρησε
επίσης από μια άλλη τον
Ιούνιο μαζί με τον
ομόλογό του από την
Γκαμπόν. Οι δύο υπουργοί
προφανώς διαμαρτύρονταν
για τις μειώσεις των
ποσοστώσεων. Μαζί με
άλλους, ανησυχούν ότι οι
μειώσεις της παραγωγής
θα έχουν αρνητικές
επιπτώσεις στις
επενδύσεις στην
εξερεύνηση.
Τουλάχιστον η Ανγκόλα
δεν υπερβαίνει τους
στόχους της. Όμως, δεν
είναι όλες οι χώρες τόσο
κόσμιες. Το Ιράκ, για
παράδειγμα, παράγει
180.000 βαρέλια/ημέρα
περισσότερο από το όριό
του. Το Ιράν και η
Βενεζουέλα δεν
υπόκεινται στα ανώτατα
όρια παραγωγής της
ομάδας λόγω κυρώσεων. Το
Μεξικό αρνείται να
δεχτεί ποσοστώσεις. Παρά
το γεγονός ότι είναι
μέλη του OPEC+, όλοι
πωλούν περισσότερο
πετρέλαιο τον τελευταίο
καιρό, καλύπτοντας
πρόθυμα το μερίδιο
αγοράς που έχασαν η
Ρωσία και η Σαουδική
Αραβία.
Την τελευταία φορά που η
ομάδα αντιμετώπισε μια
παρόμοια κατάσταση
-επιβράδυνση της
ζήτησης, νεοεισερχόμενοι
και προβλήματα
συντονισμού-, το 2014,
οι αξιωματούχοι επέλεξαν
μια διαφορετική
στρατηγική, όπως έγραψαν
ο Alberto Behar από το
ΔΝΤ και ο Robert Ritz
από το Πανεπιστήμιο του
Cambridge. Τότε τα μέλη
αύξησαν την προσφορά, σε
μια προσπάθεια να
μειώσουν την τιμή του
πετρελαίου. Ο στόχος,
όπως ανακοινώθηκε στη
σύνοδο του OPEC τον
Νοέμβριο πριν από εννέα
χρόνια, ήταν να
κατακτήσουν μερίδιο
αγοράς (και με αυτόν τον
τρόπο να εκδιώξουν τους
Αμερικανούς
ανταγωνιστές). Αυτό είχε
το πλεονέκτημα ότι
τόνωνε τη ζήτηση και δεν
απαιτούσε πειθαρχία από
τα μέλη του OPEC:
μπορούσαν να παράγουν
όσο πετρέλαιο ήθελαν.
Μια τέτοια προσέγγιση
δεν είναι πλέον εφικτή.
Η στρατηγική του OPEC
για το μερίδιο αγοράς
την τελευταία φορά
βοήθησε στην πειθαρχία
των πετρελαιοπαραγωγών
της Αμερικής, ωθώντας
τους να γίνουν πιο
αποτελεσματικοί και, ως
εκ τούτου, πιο
ανθεκτικοί σε
μελλοντικές πιέσεις. Η
τράπεζα JPMorgan Chase
εκτιμά ότι το κόστος
εξόρυξης πετρελαίου από
τα αμερικανικά εδάφη
έχει μειωθεί κατά
περισσότερο από το ένα
τρίτο σε σχέση με το
2014. Οι
πετρελαιοπαραγωγοί της
χώρας έχουν βρει
μεθόδους θραύσης των
πετρωμάτων που παράγουν
περισσότερες σχισμές,
διευκολύνοντας την
εξόρυξη του πετρελαίου,
και πλέον τρυπάνε
βαθύτερα πηγάδια, που
έχουν μεγαλύτερη
διάρκεια ζωής.
Η Σαουδική Αραβία θα
ήθελε πολύ να πετύχει η
τρέχουσα στρατηγική του
OPEC+. Σύμφωνα με το
ΔΝΤ, η κυβέρνησή της,
που ξοδεύει χωρίς φειδώ,
έχει ανεβάσει την τιμή
με την οποία ο
προϋπολογισμός της χώρας
ισοσκελίζεται στα 85
δολάρια το βαρέλι -και ο
αριθμός αυτός είναι
υψηλότερος όταν
συνυπολογίζονται οι
δαπάνες από το κρατικό
ταμείο πλούτου της. Η
Ρωσία, εν τω μεταξύ,
χρειάζεται τα έσοδα από
το πετρέλαιο για να
χρηματοδοτήσει τον
πόλεμό της στην
Ουκρανία. Η αναβολή της
συνάντησης για τις 30
Νοεμβρίου δεν βοήθησε
καμία από τις δύο χώρες.
Και οι δύο θα ελπίζουν
τώρα η τύχη τους να
αλλάξει.
Πηγή: The Economist
|