Ένας από τους παράγοντες
είναι ο ΟΠΕΚ+ και η
αντίδραση του καρτέλ
στην υποχώρηση των τιμών
από τα περσινά υψηλά.
Νωρίτερα, η υπουργική
επιτροπή των κρατών
μελών που σχηματίζει την
Joint Ministerial
Monitoring Committee
(JMMC) συνεδρίασε
διαδικτυακά προκειμένου
να εξετάσει τις συνθήκες
που επικρατούν στον
κλάδο και τις εκτιμήσεις
της για το μέλλον. Αν
και μεγάλες λεπτομέρειες
σε πρώτη φάση δεν έγιναν
γνωστές, το ουσιαστικό
είναι πως το JMMC
εισηγήθηκε να παραμείνει
αμετάβλητο το guidance
για την πολιτική του
ΟΠΕΚ+.
Η απόφαση δεν αιφνιδίασε
την αγορά, που θεωρούσε
ότι το καρτέλ θα
κρατήσει για την ώρα
στάση αναμονής
περιμένοντας να
διαπιστώσει τα
αποτελέσματα του
επόμενου crash test που
θα περάσει η διεθνής
αγορά των commodities με
την εφαρμογή του
δεύτερου πακέτου του
ευρωπαϊκού εμπάργκο κατά
του ρωσικού πετρελαίου,
από τις 5 Φεβρουαρίου. Η
διεύρυνση των
περιοριστικών μέτρων
αφορά αυτή τη φορά το
ντίζελ και τα πετρελαϊκά
προϊόντα, με το G7 και
την EE να συζητούν
παράλληλα και διεύρυνση
του πλαφόν στις τιμές
και για τα προϊόντα
αυτά.
Θυμίζουμε πως ο ΟΠΕΚ+
αποφάσισε τον Οκτώβριο
να μειώσει τα επίπεδα
προσφοράς κατά 2 εκατ.
βαρέλια την ημέρα. Η
μείωση εφαρμόστηκε από
το Νοέμβριο και θα έχει
ισχύ μέχρι τα τέλη της
χρονιάς. Έκτοτε, ωστόσο,
οι διεθνείς τιμές έχουν
υποχωρήσει αισθητά,
ανακουφίζοντας μεν
επιχειρήσεις και
νοικοκυριά εν μέσω της
δύσκολης χειμερινής
περιόδου, αλλά
μειώνοντας και τα έσοδα
προς τα ταμεία των
πετρελαιοπαραγωγικών
κρατών.
Η επιρροή της Κίνας
Ο δεύτερος
παράγοντας-κλειδί που θα
επηρεάσει την αγορά και
εύλογα τη στρατηγική του
ΟΠΕΚ είναι βεβαίως η
πορεία
της κινεζικής οικονομίας.
Το Πεκίνο ανέκρουσε
πρύμναν από την πολιτική
της μηδενικής ανοχής του
κορονοϊού, οδηγώντας
τους διεθνείς αναλυτές
σε επί τα βελτίω
αναθεώρηση και των
εκτιμήσεων για την
οικονομική της
δραστηριότητα και άρα τα
επίπεδα ενεργειακής
ζήτησης. Παρά την
εκτίναξη των κρουσμάτων,
οι κινεζικές αρχές για
την ώρα φαίνεται να
επιμένουν στην απόφαση
τους να χαλαρώσουν τα
σκληρά περιοριστικά
μέτρα λόγω της
επιβράδυνσης της
οικονομίας. Όμως, το
Πεκίνο είναι πάντα
απρόβλεπτο, οπότε κανείς
δεν μπορεί να ξέρει αν
θα τροποποιήσει και πάλι
τις επιλογές του.
Στην τελευταία έκθεση
του, στα τέλη
Ιανουαρίου, ο Διεθνής
Οργανισμός Ενέργειας
προέβλεψε πως η
παγκόσμια πετρελαϊκή
ζήτηση θα αυξηθεί κατά
1,9 εκατ. βαρέλια
ημερησίως το 2023,
αγγίζοντας τα επίπεδα
ρεκόρ των 101,7 εκατ.
βαρελιών την ημέρα.
Όμως, η μισή από την
άνοδο αυτή οφείλεται
στην Κίνα και στα νέα
δεδομένα που έφερε στην
οικονομία της η χαλάρωση
των περιοριστικών μέτρων
κατά του κορονοϊού.
Το μήνυμα των κεντρικών
τραπεζών
Στο ταμπλό βέβαια θα
πρέπει να προστεθούν και
οι συνέπειες από την
συνεχιζόμενη σύσφιγξη
της νομισματικής
πολιτικής από τις
μεγάλες κεντρικές
τράπεζες του πλανήτη,
ειδικά δε, της Fed. Η
νομισματική πολιτική,
εξάλλου, επηρεάζει τις
αγορές συναλλάγματος,
όπως έχει φανεί ήδη με
την ισχυροποίηση του
δολαρίου. Και ένα πιο
ισχυρό δολάριο καθιστά
πιο ακριβά τα
commodities, κάτι που
σημαίνει πως η
διαφαινόμενη πρόθεση
της Fed και όχι μόνο να
μειώσει το ρυθμό των
αυξήσεων των επιτοκίων
θα έχει επιπτώσεις και
στην αγορά του μαύρου
χρυσού.
Η Fed ανακοινώνει τη νέα
απόφαση της για το ύψος
των επιτοκίων απόψε, με
επικρατέστερο το σενάριο
μιας μικρής αύξησης κατά
25 μονάδες βάσης, ενώ
αύριο παίρνει τη σκυτάλη
η Τράπεζα της Αγγλίας
και η Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα. Ενόψει της
ανακοίνωσης της Fed, το
αμερικανικό νόμισμα
χάνει σήμερα έδαφος
έναντι του ευρώ, ενώ ο
δείκτης δολαρίου
υποχωρεί 0,31% στα
101,77.
Οι τιμές
Ο συνδυασμός των
παραγόντων αυτών έχει
ήδη μειώσει αισθητά τις
διεθνείς πετρελαϊκές
τιμές. Μάλιστα, με το
χθεσινό κλείσιμο του
Ιανουαρίου, το πετρέλαιο
συμπλήρωσε τον τρίτο
συνεχόμενο μήνα
απωλειών. Και σήμερα οι
τάσεις παραμένουν επίσης
καθοδικές Το Brent, μετά
και την ανακοίνωση του
ΟΠΕΚ+, υποχωρεί κατά
0,74% στα 84,86 δολάρια
το βαρέλι, ενώ το
αμερικανικό WTI χάνει
0,41% στα 78,53 δολάρια
το βαρέλι. Αμφότερα
βρίσκονται, πλέον,
αρκετά μακριά από τα
περσινά υψηλά, πολύ πάνω
από τα 100 δολάρια. |