|
Το ελληνικό
χρηματιστήριο πρόσθεσε 22
δισ. ευρώ στην
κεφαλαιοποίησή του
φέτος, φτάνοντας στα 88,2
δισ. ευρώ
συνολικά, επίδοση που
παραπέμπει στο 2009,
όταν βεβαίως οι
εισηγμένες ήταν
περισσότερες, αρκετές
μεγάλες πολυεθνικές δεν
είχαν αποχωρήσει, ενώ οι
τράπεζες ήταν – πριν τη
χρεοκοπία – σε ασύγκριτα
υψηλότερες αποτιμήσεις.
Οι μέσες συναλλαγές το
2023 διαμορφώνονται στα 111 εκατ.
ευρώ, ενισχυμένες κατά 50% έναντι
του 2022 που ο τζίρος
ήταν στα 74 εκατ.
ευρώ, με την αγορά να
αποκτά βάθος, ενώ ακόμη
και στις ημέρες των
εορτών δεν καταγράφηκαν
φαινόμενα απαξίωσης με
τζίρους 40 ή 50 εκατ.
ευρώ όπως όλα τα
προηγούμενα χρόνια.
Για πρώτη φορά μετά από
χρόνια, το χρηματιστήριο
φαίνεται πως δημιουργεί
πλούτο, «κουμπώνει» με
την πορεία της
οικονομίας, έχει
αλληλουχία με τις
ευρύτερες
πολιτικοοικονομικές εξελίξεις
και δείχνει ότι
συνεχίζει να έχει
μεγάλες προοπτικές. Και
τούτο διότι παρά την
άνοδο των 22 δισ. ευρώ
φέτος, το Χ.Α.
εξακολουθεί να
διαπραγματεύεται σε
χαμηλά επίπεδα
συγκριτικά με το ΑΕΠ, αποτιμώμενο
πολύ κάτω από τον
ευρωπαϊκό μέσο όρο και
ασύγκριτα πιο κάτω από
την αντίστοιχη σχέση
στην Αμερική, που
ασφαλώς διέπονται από
διαφορετική φυσιογνωμία
και άλλη επενδυτική
κουλτούρα.
Εξαιρετική χρονιά για το
Χ.Α. ήταν και το 2019,
όταν ο Γενικός Δείκτης
ενισχύθηκε σε ποσοστό 50% και
ο τραπεζικός κέρδισε 101%, όμως
εκείνη η άνοδος ήταν
περισσότερο μονοσήμαντη συγκριτικά
με τη φετινή, καθώς τότε
είχαν «τρέξει» πρωτίστως
οι τράπεζες και κάποια
βαριά blue chips.
Αντιθέτως φέτος, το καλό
κλίμα έχει μεταγγιστεί
σε σαφώς μεγαλύτερα
τμήματα του ταμπλό, ήδη
ο Mid
Cap έχει
ξεπεράσει σε αποδόσεις
το Γ.Δ. αλλά και τον
FTSE 25, ενώ και στα
χαμηλότερα στρώματα
αποτιμήσεων,
καταγράφονται σημαντικές
πορείες μετοχών, που
σαφώς ξεφεύγουν από αυτό
που χαρακτηρίζεται
εφήμερο ράλι.
Το Ταμείο Ανάκαμψης και
η κυβέρνηση μακράς
πνοής
Παράλληλα, το 2023 έχει
τεράστια διαφορά και από
πλευράς timing
συγκριτικά με το 2019.
Μολονότι εκείνη η
ανάκαμψη είχε όλα τα
φόντα να συνεχιστεί και
τα επόμενα χρόνια,
εντούτοις το πρώτο
τρίμηνο του 2020 ήρθε
ο Covid-19 να
ανατρέψει τα πάντα και
να βάλει στο «γύψο»
όλες τις μεταρρυθμίσεις που
ήταν να γίνουν την πρώτη
τετραετία. Κατόπιν, το
Φεβρουάριο του 2022
ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία ενώ
είχε ήδη εξελιχτεί η
πολύ βαθιά ενεργειακή
κρίση, που
ταλάνισε και συνεχίζει
να ταλανίσει αγορές,
οικονομίες, επιχειρήσεις
και χρηματιστήρια.
Το τωρινό timing μοιάζει
σαφώς πιο ευνοϊκό
και «καθαρό», βεβαίως
υπό την αίρεση του να
μην υπάρξουν εξελίξεις
εκτός προγράμματος. Στη
χώρα έχει εκλεγεί με
πολύ μεγάλη πλειοψηφία κυβέρνηση
μακράς πνοής με
ορίζοντα τετραετίας,
καθ’ όλα φιλική προς τις
επενδύσεις, η οποία –
καλείται – επιτέλους να
εφαρμόσει απρόσκοπτα το
πρόγραμμα των
μεταρρυθμίσεων που
σχεδίαζε από την πρώτη
τετραετία, αλλά
έπεσε πάνω στην
πανδημία, που άλλαξε
βίαια τις
προτεραιότητες.
Τώρα το τοπίο είναι πιο
ξεκάθαρο, ενώ έχει έρθει
και το τεράστιο
«bonus» των 70 δισ. ευρώ
του Ταμείου Ανάκαμψης
και των άλλων κοινοτικών
κονδυλίων, που
έως το 2026 δύναται
να αλλάξει τη
φυσιογνωμία ολόκληρης
της οικονομίας και
δεκάδων κλάδων. Ήδη,
μετά τις ολιγωρίες των
πρώτων μηνών της
δεύτερης κυβερνητικής
θητείας φαίνεται πως η
απορρόφηση των κονδυλίων
έχει μπει σε μια καλή
ρότα, ενώ οι προθεσμίες
είναι ασφυκτικές, καθώς
στην ουσία έχουν
απομείνει τρία
χρόνια, ήτοι 36 μήνες για
την απορρόφηση των
τεράστιων κεφαλαίων που
η χώρα δεν έχει ξαναδεί
τις τελευταίες πολλές
δεκαετίες.
Κεντρικός καταλύτης όμως
που αναβαθμίζει όλες
αυτές τις προοπτικές και
ισχυροποιεί την πορεία
της οικονομίας, των
επιχειρήσεων και του
χρηματιστηρίου, ασφαλώς
είναι η ανάκτηση
της επενδυτικής βαθμίδας από
τη χώρα μας, ύστερα από 13 χρόνια
που παρέμεινε στην
κατηγορία junk. Οι
πρώτες αναβαθμίσεις από
αναγνωρισμένους οίκους
ξεκίνησαν από τον
περασμένο Αύγουστο, ενώ
ήδη οι δύο από τους
τρεις μεγάλους οίκους
αξιολόγησης, οι Standard
and Poor’s και Fitch έχουν
δώσει τη βαθμίδα στη
χώρα μας.
Τα ελληνικά ομόλογα
πλέον συγκαταλέγονται
στην ελίτ
παγκόσμια, ενώ
σταδιακά θα αρχίσουν να
ωριμάζουν όλες οι
παράπλευρες ωφέλειες από
την αναβάθμιση και να
εισρέουν επενδυτικά
κεφάλαια από συντηρητικά
ταμεία και παθητικά
funds που λόγω
καταστατικού, πρωτύτερα
είχαν αποκλείσει την
Ελλάδα από την
επενδυτική φαρέτρα
τους.
Η Ελλάδα και το Χ.Α.
είναι πολύ μικρές
οντότητες συγκριτικά με
το μέγεθος της
παγκόσμιας επενδυτικής
πίτας, οπότε ένα
ελάχιστο κομμάτι των
τεράστιων κεφαλαίων που
κυκλοφορούν διεθνώς να
έρθει στη χώρα μας,
δύναται να κάνει όχι
απλώς τη διαφορά, αλλά
να φέρει
κοσμογονία αλλαγών.
Ένα μικρό δείγμα αυτών
των αλλαγών έχει δει η
Ελλάδα φέτος και ειδικά
το τελευταίο τρίμηνο,
μετά το placement της Εθνικής, την
εξαγορά του 10%
της Alpha Bank από
τον ιταλικό κολοσσό UniCredit, το
placement της β τα
ομόλογα των Τιτάνα,
Intralot, Eurobank,
Πειραιώς και Ideal
Holdings, αλλά
και την πληθώρα των
deals σε κλάδους όπως Ενέργεια,
Ασφάλειες, Κατασκευές,
Πληροφορική, Υποδομές,
Υγεία κ.α.
Τα αποτελέσματα των
ελληνικών εισηγμένων –
και όχι μόνο – είναι
εξαιρετικά τα τελευταία
χρόνια, εξέλιξη που
έρχεται να υποστηρίξει
και με το παραπάνω τις
αποτιμήσεις που
κινούνται ανοδικά, με
αρκετές μετοχές πλέον σε
υψηλά αρκετών ετών ή και
σε ιστορικά ρεκόρ.
Η κρίση λειτούργησε ως
καθαρτήριο για τις
επιχειρήσεις
Η υπερδεκαετής
δημοσιονομική κρίση
λειτούργησε ως
καθαρτήριο και αφορμή
για ολιστική
αλλαγή κουλτούρας για
το ελληνικό επιχειρείν,
το οποίο πλέον κινείται
σε σαφώς πιο συμπαγή
πρότυπα, μακριά από
«τυφλές» δανειοδοτήσεις
και επεκτάσεις... μακέτας. Όλα
τα προηγούμενα χρόνια
έλαβε χώρα μια σχεδόν
αναγκαστική αλλαγή
κουλτούρας και αυτό
είναι το κέρδος και η προίκα
της κρίσης.
Συμμάζεμα, περικοπές,
ρευστοποιήσεις παγίων ή
θυγατρικών, εκλογίκευση
αποτιμήσεων αποθεμάτων,
αλλαγή επιχειρηματικών
πλάνων, νέα
ανταγωνιστικά προϊόντα ή
υπηρεσίες,
εκσυγχρονισμός
παραγωγής. Και
κυρίως; Διεθνοποίηση.
Οι επιχειρήσεις
ανοίχτηκαν στο
εξωτερικό, διεύρυναν
τους ορίζοντές τους,
συμμετείχαν σε εκθέσεις,
δημιούργησαν προϊόντα
και υπηρεσίες που
μπορούν να σταθούν
παγκόσμια. Έτσι,
πολυάριθμες είναι οι
ελληνικές επιχειρήσεις – εισηγμένες
και μη – που
πλέον φέρουν το συντριπτικά
μεγαλύτερο μέρος του
κύκλου εργασιών τους από
το εξωτερικό,
μειώνοντας σημαντικά την
εξάρτησή τους από τα
(θετικά ή αρνητικά)
τεκταινόμενα στη χώρα.
Ποτέ άλλοτε στην εγχώρια
επιχειρηματική ιστορία
δεν υπήρχε αντίστοιχη με
τη σημερινή διεθνοποίηση
τόσων πολλών –
εκατοντάδων αν όχι
χιλιάδων – εταιρειών από
όλους τους κλάδους, ενώ
κάποιες εξ αυτών έχουν
καταστεί και leader
στον τομέα τους διεθνώς, κάτι
ιδιαίτερα κολακευτικό
για μια χώρα όπως η
Ελλάδα που αφενός δεν
θεωρείται ισχυρό brand
στο επιχειρείν, αφετέρου, για
δεκαετίες «πολέμησε» την
επιχειρηματικότητα.
Με φόντο όλες αυτές τις
εξελίξεις λοιπόν, το
ελληνικό χρηματιστήριο
πέτυχε εξαιρετικές
αποδόσεις το 2023, ενώ,
έχοντας χάσει το
πολυετές bull
market των
διεθνών δεικτών,
ξεκίνησε από πολύ χαμηλή
βάση το ράλι του, οπότε
διατηρεί ακάθεκτα τα
περιθώρια για περαιτέρω
ενδιαφέρουσα πορεία και
μέσα στο 2024.
Ο Γενικός Δείκτης
καταγράφει άνοδο 38,84% φέτος,
ο FTSE 25 κερδίζει 38,31%, ο
Mid Cap είναι στο +58,73%, ενώ
ο τραπεζικός δείκτης
πρωτοστατεί στην άνοδο
με +65,12%.
Συνάμα, αρκετές μετοχές
τόσο του FTSE 25 όσο και
του Mid Cap έχουν άνοδο
άνω του 50% φέτος,
ενώ υπάρχουν και τίτλοι
μικρότερης αποτίμησης
επίσης με σημαντικές
αποδόσεις.
Οι τράπεζες θα δώσουν μέρισμα
μετά από 15 «άγονα»
χρόνια, ενώ
φαίνεται πως το 2023 θα
παρουσιάσουν ίσως τη
μεγαλύτερη κερδοφορία
της 15ετίας, αν
όχι της ιστορίας τους.
Παράλληλα, και στο
ταμπλό υπάρχει
κινητικότητα καθώς το
τελευταίο τρίμηνο είχαμε
την πρώτη εισαγωγή
τράπεζας μετά από 17
χρόνια (Optima
Bank), υπήρξαν
κάποιες εισαγωγές ΑΕΕΑΠ
και εκδόσεις ομολόγων,
ενώ μέσα στους πρώτους
μήνες του 2024
αναμένεται η εμφατική
εισαγωγή του Διεθνούς
Αερολιμένα Αθηνών και
κατόπιν των Lamda
Malls και Noval
Properties.
Πλέον, επόμενο στοίχημα
για το Χ.Α. είναι η
(επαν)ένταξη στις ώριμες
αγορές, κάτι
που μπορεί να γίνει προς
τα τέλη του νέου έτους ή
λίγο αργότερα, που
επίσης θα αλλάξει πίστα
την ελληνική
κεφαλαιαγορά.
Τι λένε οι αναλυτές
Αισιόδοξοι είναι και οι
αναλυτές για το νέο
έτος, με το Μάνο
Χατζηδάκη της Beta
Χρηματιστηριακή να
τονίζει πως «η
μακροπρόθεσμη τεχνική
εικόνα της αγοράς
παραπέμπει σε διαφυγή
από την ενδεκαετή
συσσώρευση που έχει την
έναρξη της στα τέλη του
2011. Ο κατερχόμενος
κινητός μέσος των 200
μηνών συνιστά την
κυριότερη περιοχή
αύξησης της προσφοράς με
την κρίσιμη τεχνική ζώνη
αντίστασης να βρίσκεται
μεταξύ 1.326 και 1.350
μονάδων. Το δυνητικό
πέρας αυτής της
εκτόνωσης βρίσκεται
στις 1.670 μονάδες
και θα σηματοδοτήσει την
επιστροφή του Γενικού
Δείκτη στα επίπεδα
διαπραγμάτευσης του 2011.
Διατηρούμε ωστόσο
κάποιες επιφυλάξεις ως
προς την συνέπεια των
προβολών των επιπέδων
καθώς οι συνεχείς
αναδιαρθρώσεις και ο
μηδενισμός των τιμών των
μετοχών των εταιρειών
που συμμετείχαν στην
σύνθεση του Γενικού
Δείκτη μετά το 2011
ενδεχομένως να
δημιουργεί στρεβλώσεις
υπολογισμού και να
υπερεκτιμά τις δυνάμεις
της αγοράς. Παρόλα αυτά
και η μεσοπρόθεσμη
διαγραμματική εικόνα
είναι υποστηρικτική της
ανόδου σε μια υπέρβαση
του τελευταίου οχυρού
των πωλητών που
βρίσκεται στα φετινά
υψηλά έτους».
Από την πλευρά του ο διευθύνων
σύμβουλος της Fast
Finance ΑΕΠΕΥ Ηλίας
Ζαχαράκης,
τονίζει πως «πλέον
η ζώνη των 1.310 – 1.320
μονάδων είναι αντίσταση
και τυχόν κατοχύρωση
μπορεί να δοκιμάσει αν
μη τι άλλο τα υψηλά
έτους στην ζώνη των
1.350 μονάδων. Θυμίζουμε
ότι σε μεγάλη εικόνα ο
δρόμος έχει ανοίξει για
την περιοχή των 1.600
μονάδων, που
αν όλα πάνε καλά μπορεί
να την δούμε στην
διάρκεια του νέου έτους.
Μένουν τρεις
συνεδριάσεις για το
κλείσιμο του 2023 με την
αγορά να χαρίζει μεγάλες
αποδόσεις και κέρδη. Το
καλό είναι ότι δεν
είδαμε ιδιαίτερες
υπερβολές και
γρήγορες κινήσεις με την
κίνηση να είναι ξεκάθαρα
bull. Είναι δεδομένο ότι
όσο ο χρόνος περνάει και
η αγορά χαρίζει
αποδόσεις θα φέρνει
συνεχώς νέους επενδυτές
στην αγκαλιά της.
Θεωρούμε ότι και το 2024
θα είναι μια χρονιά
γεμάτη επιχειρηματικές
ειδήσεις και συνεχόμενες
αναβαθμίσεις».
Πηγή: Business Daily |