| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 

 

Τετάρτη, 11/01/2023

 

 

Περαιτέρω άνοδο των επιτοκίων από την ΕΚΤ προεξοφλεί η αγορά κατά την επόμενη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου στις αρχές Φεβρουαρίου, συμπαρασύροντας σε άνοδο του euribor, που αποτελεί τη βάση τιμολόγησης για όλα τα στεγαστικά και τα επιχειρηματικά δάνεια. Σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, το κόστος χρήματος θα βρεθεί εντός του α΄ τριμήνου κοντά στο 2,5% και το κατά πόσο θα φτάσουμε έως τα τέλη του χρόνου στο 3%, επίπεδο που αποτελεί το βασικό σενάριο που τιμολογούν οι αγορές, είναι συνάρτηση της εξέλιξης του πληθωρισμού και του κατά πόσον η πτωτική πορεία που καταγράφηκε στα στοιχεία του Δεκεμβρίου θα συνεχιστεί και τους επόμενους μήνες.

 

 

Εμπροσθοβαρώς με δύο διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων από το α΄ τρίμηνο του έτους εκτιμά ότι θα κινηθεί η ΕΚΤ ο επικεφαλής οικονομικής ανάλυσης και επενδυτικής στρατηγικής του ομίλου Τράπεζας Πειραιώς Ηλίας Λεκκός, επισημαίνοντας ωστόσο ότι το επίπεδο του 2,75% –από το σημερινό 2%– θα αποτελέσει πιθανότατα το ανώτατο όριο για το βασικό επιτόκιο της Κεντρικής Τράπεζας. Το επίπεδο αυτό θα «αναμετρηθεί» με τις εξελίξεις στην οικονομία που θα κρίνουν και το κατά πόσον οι αυξήσεις των επιτοκίων θα συνεχιστούν από το β΄ τρίμηνο και μετά ή εάν θα υπάρξει σταθεροποίηση. Το ενδεχόμενο περαιτέρω ανόδου μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο εάν τα πράγματα στην οικονομία πάνε καλύτερα από ό,τι περιμένουμε, σημειώνει στην «Κ» ο κ. Λεκκός, εξηγώντας ότι «είναι η περίπτωση που ισχύει το “good news is bad news”, δηλαδή όσο καλύτερα πηγαίνει η οικονομία τόσο θα θεωρεί η ΕΚΤ ότι έχει χώρο να αυξήσει τα επιτόκια χωρίς να επηρεάσει την απασχόληση».

Όπως γράφει η Ευγενία Τζώρτζη στην Καθημερινή:

«Αυτό που έχει σημασία δεν είναι ίσως πότε θα πάμε στο υψηλότερο επίπεδο επιτοκίων, που πιθανολογείται πως θα είναι το 3%», εξηγεί στην «Κ» ο επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου Eurobank Τάσος Αναστασάτος, αλλά το πόσο θα μείνουμε εκεί, σημειώνοντας ότι, με βάση τα σημερινά δεδομένα, αυτό που θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο είναι ότι δεν θα δούμε μείωση των επιτοκίων μέσα στο 2023. Με δεδομένο μάλιστα ότι οι προβλέψεις της ΕΚΤ τοποθετούν την πτώση του πληθωρισμού κοντά στον στόχο του 2% το 2025, θεωρείται εύλογη και η εκτίμηση για διατήρηση των υψηλών επιτοκίων τόσο το 2023 και ίσως και το 2024.

Σε κάθε περίπτωση, η αναμενόμενη νέα άνοδος του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ στα μέσα Φεβρουαρίου συμπαρασύρει σε περαιτέρω αύξηση του κόστους δανεισμού για επιχειρήσεις και νοικοκυριά και σημαντική επιβάρυνση του υφιστάμενου χρέους, που σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ ανέρχεται σε 199 δισ. ευρώ. Πρόκειται για χρέος που κατά 112,4 δισ. ευρώ βρίσκεται στα χέρια των τραπεζών και κατά 86,8 δισ. ευρώ στα χέρια των funds μέσα από τις αγορές κόκκινων κυρίως δανείων τα τελευταία χρόνια.

Πόσο θα επιβαρυνθούν οι δανειολήπτες

Βασικό ζητούμενο είναι το κατά πόσον η άνοδος του κόστους χρήματος θα αποθαρρύνει τη ζήτηση για δανεισμό, κάτι που προς το παρόν τουλάχιστον δεν φαίνεται να αγγίζει τη ζήτηση για επιχειρηματικά δάνεια. Η τάση αυτή επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία για την πιστωτική επέκταση την προηγούμενη χρονιά, που κινήθηκε με ρυθμό περίπου 10% και εκτιμάται ότι θα διατηρήσει τη δυναμική της, κυρίως σε ό,τι αφορά τις μεγάλες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις –με βάση τον ευρωπαϊκό ορισμό– βασιζόμενη κυρίως στα φθηνά δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και στα προγράμματα του ΕΣΠΑ. Οι μικρές επιχειρήσεις που θεωρούνται πιο ευάλωτες στις διακυμάνσεις των επιτοκίων θα πιεστούν σημαντικά, καθώς ήδη τα επιτόκια σε αυτή την κατηγορία δανείων κινούνται σε υψηλά επίπεδα κοντά στο 8%, με εξαίρεση τα δάνεια που φέρουν την εγγύηση συγχρηματοδοτούμενων από την Ε.Ε. μέσω οργανισμών όπως η ΕΤΕπ, αλλά και νέων προγραμμάτων της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας που δρομολογούνται για το 2023. Οι τράπεζες θα επιδιώξουν τη διεύρυνση αυτών των συνεργασιών εντός του 2023 προκειμένου να εξασφαλίσουν ευνοϊκότερη χρηματοδότηση για την πιο ευαίσθητη κατηγορία επιχειρήσεων, που αποτελεί και την κρίσιμη μάζα του ελληνικού επιχειρείν, διασφαλίζοντας επιτόκια που θα κινηθούν στο επίπεδο του 6%, το οποίο ωστόσο προϋποθέτει είτε προσωπικές εξασφαλίσεις είτε εγγυήσεις μέσω ευρωπαϊκών μηχανισμών.

Ο «μεγάλος ασθενής»

Τα στεγαστικά δάνεια θα συνεχίσουν να αποτελούν τον μεγάλο ασθενή, καθώς η άνοδος του euribor στο 2,2% υπολογιζόμενη πάνω σε ένα μέσο τραπεζικό περιθώριο 2,5%, οδηγεί σε αύξηση της μηνιαίας δόσης κατά 115 ευρώ για ένα δάνειο 100.000 ευρώ με διάρκεια αποπληρωμής τα 30 χρόνια. Η προοπτική ανόδου του euribor στο 3% οδηγεί σε αύξηση περίπου κατά 175 ευρώ τον μήνα και θα αυξήσει τον βαθμό δυσκολίας για την εξυπηρέτηση των στεγαστικών δανείων, που παραδοσιακά αποτελούν τον καθρέφτη της αγοράς και των πιέσεων που δέχονται οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί. Εξίσου σοβαρός από την άνοδο των επιτοκίων είναι ο φόβος για τη νέα παραγωγή στεγαστικών δανείων με ανακοπή της ζήτησης εξαιτίας και των υψηλών τιμών των ακινήτων, που συνεχίζουν να ενισχύονται. Εχοντας εξαντλήσει τα περιθώρια συγκράτησης στα σταθερά επιτόκια που κυριάρχησαν το 2022, οι τράπεζες υποχρεώνονται να κινηθούν πιο επιθετικά με μειώσεις των spreads στα κυμαινόμενα επιτόκια, ώστε να αναχαιτιστεί η άνοδος του κόστους λόγω των αυξήσεων στο euribor και να συντηρηθεί η ζήτηση. Ηδη ένα τμήμα της νέας ζήτησης αναζητεί λύσεις σε σταθερά επιτόκια για μικρές διάρκειες –π.χ. 3ετία– και στη συνέχεια κυμαινόμενο, «ποντάροντας» στον προσωρινό ορίζοντα της ανόδου των επιτοκίων και την αποκλιμάκωσή τους στο εγγύς μέλλον.

Οι καταθέσεις

Στο μέτωπο των καταθέσεων οι τράπεζες έχουν αρχίσει από τις αρχές του χρόνου να κινούνται πιο ενεργά, με αυξήσεις στα επιτόκια για προθεσμιακές καταθέσεις κυρίως μεγάλης διάρκειας άνω του ενός έτους. Στόχος οι αποταμιεύσεις άνω των 200.000 ευρώ, που συγκεντρώνουν και τις υψηλότερες αποδόσεις –κοντά στο 1%– για 12μηνη διάρκεια, ενώ στην αγορά λανσάρονται και τα πρώτα προϊόντα τύπου step-up, που φθάνουν έως και τους 24 μήνες, μεγιστοποιώντας την απόδοση ανά τρίμηνο με επιτόκιο έως 1,80%-2%, στο τέλος όμως της περιόδου. Σε ετησιοποιημένη βάση οι αποδόσεις κινούνται λίγο πάνω από το 1,20%, αλλά βασικό χαρακτηριστικό αυτών των προϊόντων είναι ότι οι καταθέτες μπορούν να «κλειδώσουν» την απόδοση στο τέλος κάθε τριμήνου και να επιλέξουν εάν θα παραμείνουν στο προϊόν έως το τέλος της 24μηνης διάρκειας. Στοιχεία από τις τράπεζες διαπιστώνουν κινητικότητα από την πλευρά των καταθετών για τη μεταφορά ποσών από απλούς λογαριασμούς ταμιευτηρίου σε κλειστούς προθεσμιακούς λογαριασμούς, που αναμένεται να ενταθεί τους επόμενους μήνες όσο πλησιάζουμε στην κορύφωση των ευρωπαϊκών επιτοκίων.

 

Greek Finance Forum Team

 

 

Σχόλια Αναγνωστών

 

 
 

 

 

 

 

 

 

 

 
   

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2022 Greek Finance Forum