Περαιτέρω άνοδο των επιτοκίων από την ΕΚΤ
προεξοφλεί η αγορά κατά την επόμενη συνεδρίαση
του διοικητικού
συμβουλίου στις αρχές Φεβρουαρίου,
συμπαρασύροντας σε άνοδο του
euribor,
που αποτελεί τη βάση τιμολόγησης για όλα τα
στεγαστικά και τα επιχειρηματικά δάνεια. Σύμφωνα
με όλες τις εκτιμήσεις, το κόστος χρήματος θα
βρεθεί εντός του α΄ τριμήνου κοντά στο
2,5% και το κατά πόσο θα φτάσουμε έως τα τέλη
του χρόνου στο 3%, επίπεδο που αποτελεί το
βασικό σενάριο που τιμολογούν οι αγορές, είναι
συνάρτηση της εξέλιξης του πληθωρισμού και του
κατά πόσον η πτωτική πορεία που καταγράφηκε στα
στοιχεία του Δεκεμβρίου θα συνεχιστεί και τους
επόμενους μήνες.
Εμπροσθοβαρώς με δύο
διαδοχικές αυξήσεις
επιτοκίων από το α΄
τρίμηνο του έτους εκτιμά
ότι θα κινηθεί η ΕΚΤ ο
επικεφαλής οικονομικής
ανάλυσης και επενδυτικής
στρατηγικής του ομίλου
Τράπεζας Πειραιώς Ηλίας
Λεκκός, επισημαίνοντας
ωστόσο ότι το επίπεδο
του 2,75% –από το
σημερινό 2%– θα
αποτελέσει πιθανότατα το
ανώτατο όριο για το
βασικό επιτόκιο της
Κεντρικής Τράπεζας. Το
επίπεδο αυτό θα
«αναμετρηθεί» με τις
εξελίξεις στην οικονομία
που θα κρίνουν και το
κατά πόσον οι αυξήσεις
των επιτοκίων θα
συνεχιστούν από το β΄
τρίμηνο και μετά ή εάν
θα υπάρξει
σταθεροποίηση. Το
ενδεχόμενο περαιτέρω
ανόδου μπορεί να
πραγματοποιηθεί μόνο εάν
τα πράγματα στην
οικονομία πάνε καλύτερα
από ό,τι περιμένουμε,
σημειώνει στην «Κ» ο κ.
Λεκκός, εξηγώντας ότι
«είναι η περίπτωση που
ισχύει το “good
news
is
bad
news”,
δηλαδή όσο καλύτερα
πηγαίνει η οικονομία
τόσο θα θεωρεί η ΕΚΤ ότι
έχει χώρο να αυξήσει τα
επιτόκια χωρίς να
επηρεάσει την
απασχόληση».
Όπως γράφει η Ευγενία
Τζώρτζη στην Καθημερινή:
«Αυτό που έχει σημασία
δεν είναι ίσως πότε θα
πάμε στο υψηλότερο
επίπεδο επιτοκίων, που
πιθανολογείται πως θα
είναι το 3%», εξηγεί
στην «Κ» ο επικεφαλής
οικονομολόγος του ομίλου
Eurobank Τάσος
Αναστασάτος, αλλά το
πόσο θα μείνουμε εκεί,
σημειώνοντας ότι, με
βάση τα σημερινά
δεδομένα, αυτό που θα
πρέπει να θεωρείται
βέβαιο είναι ότι δεν θα
δούμε μείωση των
επιτοκίων μέσα στο 2023.
Με δεδομένο μάλιστα ότι
οι προβλέψεις της ΕΚΤ
τοποθετούν την πτώση του
πληθωρισμού κοντά στον
στόχο του 2% το 2025,
θεωρείται εύλογη και η
εκτίμηση για διατήρηση
των υψηλών επιτοκίων
τόσο το 2023 και ίσως
και το 2024.
Σε κάθε περίπτωση, η
αναμενόμενη νέα άνοδος
του βασικού επιτοκίου
της ΕΚΤ στα μέσα
Φεβρουαρίου συμπαρασύρει
σε περαιτέρω αύξηση του
κόστους δανεισμού για
επιχειρήσεις και
νοικοκυριά και σημαντική
επιβάρυνση του
υφιστάμενου χρέους, που
σύμφωνα με στοιχεία της
ΤτΕ ανέρχεται σε 199
δισ. ευρώ. Πρόκειται για
χρέος που κατά 112,4
δισ. ευρώ βρίσκεται στα
χέρια των τραπεζών και
κατά 86,8 δισ. ευρώ στα
χέρια των funds μέσα από
τις αγορές κόκκινων
κυρίως δανείων τα
τελευταία χρόνια.