| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 

 

Τρίτη, 00:01 - 03/01/2023

 

Περίληψη: 

Εάν η παγκόσμια κοινότητα δεν καταφέρει να επιβάλει τον κανόνα κατά της εδαφικής κατάκτησης, τα κράτη που συνορεύουν με τις μεγάλες δυνάμεις θα αντιμετωπίσουν τον υψηλότερο κίνδυνο εξαφάνισης.

 

 

----------------------------

Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν [2], έχει δηλώσει από καιρό ότι η Ουκρανία δεν έχει υπάρξει ποτέ ως ανεξάρτητη χώρα. Η πρώην σοβιετική δημοκρατία «δεν είναι καν κράτος», είπε ήδη από το 2008. Σε μια ομιλία του, στις 21 Φεβρουαρίου του 2022, το εξήγησε, υποστηρίζοντας ότι «η σύγχρονη Ουκρανία δημιουργήθηκε εξ ολοκλήρου και πλήρως από την Ρωσία». Μέρες αργότερα, διέταξε τις ρωσικές δυνάμεις να εισβάλουν στην Ουκρανία. Καθώς τα ρωσικά τανκς διέσχιζαν τα ουκρανικά σύνορα, ο Πούτιν έδειχνε να ενεργεί με έναν απειλητικό, μακροχρόνιο στόχο: να διαγράψει την Ουκρανία από τον παγκόσμιο χάρτη.

Kotryna Zukauskaite
 

--------------------------------------------------------

Αυτό που έκανε την εισβολή της Ρωσίας τόσο συγκλονιστική ήταν ο αναχρονιστικός της χαρακτήρας. Επί δεκαετίες, αυτού του είδους η εδαφική κατάκτηση έδειχνε να ανήκει στο παρελθόν. Είχαν περάσει περισσότερα από 30 χρόνια από τότε που μια χώρα είχε προσπαθήσει να κατακτήσει μια άλλη διεθνώς αναγνωρισμένη χώρα (όταν το Ιράκ εισέβαλε στο Κουβέιτ, το 1990). Αυτή η αυτοσυγκράτηση διαμόρφωσε την βάση του διεθνούς συστήματος: τα σύνορα ήταν, σε γενικές γραμμές, ιερά.

Η συμμόρφωση με τους κανόνες της κρατικής κυριαρχίας - συμπεριλαμβανομένης της αντίληψης ότι μια χώρα μπορεί να ελέγχει ό,τι συμβαίνει στην επικράτειά της - δεν υπήρξε ποτέ τέλεια. Αλλά τα κράτη έχουν γενικά προσπαθήσει να τηρήσουν την ιερότητα των συνόρων ή τουλάχιστον να διατηρήσουν την εικόνα ότι το κάνουν. Οι χώρες μπορούσαν να είναι σίγουρες ότι από όλες τις απειλές που αντιμετώπιζαν, η εισβολή για την επαναχάραξη των συνόρων τους ήταν απίθανο να είναι μια εξ’ αυτών. Με μια βασική αιτία του πολέμου να εξορίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ιστορία, αυτό το συγκεκριμένο είδος σύγκρουσης έγινε λιγότερο συνηθισμένο.

Πλέον, με την εισβολή της Ρωσίας [3], ο κανόνας κατά της εδαφικής κατάκτησης έχει δοκιμαστεί με τον πιο απειλητικό και ζωηρό τρόπο από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και μετά. Ο πόλεμος στην Ουκρανία θυμίζει μια προηγούμενη, πιο βίαιη εποχή. Εάν η παγκόσμια κοινότητα επιτρέψει στην Ρωσία να ενσωματώσει την Ουκρανία, τα κράτη ίσως χρησιμοποιήσουν πιο συχνά βία για να αμφισβητήσουν τα σύνορα, και ίσως ξεσπάσουν πόλεμοι, οι πρώην αυτοκρατορίες ίσως αποκατασταθούν, και περισσότερες χώρες ίσως οδηγηθούν στο χείλος της εξαφάνισης.

Όσο ενοχλητική κι αν είναι η επίθεση της Ρωσίας, ο υπόλοιπος κόσμος μπορεί ακόμα να προστατεύσει τον κανόνα που έχει αμφισβητήσει η Μόσχα. Η παγκόσμια κοινότητα μπορεί να χρησιμοποιήσει κυρώσεις και διεθνή δικαστήρια για να επιβάλει κόστος στην Ρωσία για την κραυγαλέα και παράνομη επιθετικότητά της. Μπορεί να πιέσει για μεταρρυθμίσεις στον ΟΗΕ, ώστε τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, να μην μπορούν να ασκούν βέτο σε παραπομπή στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (International Criminal Court) και συνεπώς να εμποδίζουν την ικανότητα αυτού του οργάνου να επιβάλλει δικαιοσύνη. Μια τέτοια απάντηση θα απαιτήσει συνεργασία και θυσίες, αλλά αξίζει τον κόπο. Διακυβεύεται μια από τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου: η εδαφική ακεραιότητα των κρατών.

ΣΥΝΟΡΙΑΚΗ ΠΕΡΙΠΟΛΙΑ

Ο «κρατικός θάνατος», όπως έχω ονομάσει το φαινόμενο, είναι η επίσημη απώλεια ελέγχου της εξωτερικής πολιτικής ενός κράτους από ένα άλλο κράτος. Με άλλα λόγια, όταν μια χώρα ομολογεί ότι δεν μπορεί πλέον να ενεργεί ανεξάρτητα στην παγκόσμια σκηνή, ουσιαστικά παύει να είναι ένα κράτος από μόνο του. Στην αρχή της εποχής του σύγχρονου κράτους, μια αιτία κρατικού θανάτου κυριαρχούσε: τραύμα από ωμή βία. Από το 1816 έως το 1945, ένα κράτος εξαφανιζόταν από τον παγκόσμιο χάρτη κάθε τρία χρόνια, κατά μέσο όρο –γεγονός ακόμη πιο ανησυχητικό, δεδομένου ότι υπήρχε περίπου το ένα τρίτο των κρατών που υπάρχουν σήμερα. Σε εκείνη την περίοδο, περίπου το ένα τέταρτο όλων των κρατών υπέστη βίαιο θάνατο κάποια στιγμή. Οι πρωτεύουσές τους λεηλατήθηκαν από εχθρικούς στρατούς, το έδαφός τους προσαρτήθηκε και δεν μπορούσαν πλέον να ενεργήσουν ανεξάρτητα στην παγκόσμια σκηνή.

Οι χώρες που είναι τοποθετημένες μεταξύ αντιπάλων ήταν ιδιαίτερα επιρρεπείς στο να καταληφθούν. Από το 1772 έως το 1795, η Πολωνία τεμαχίστηκε από την Αυστρία, την Πρωσία, και την Ρωσία [4]. Η Πολωνία εξαφανίστηκε εντελώς από τον χάρτη της Ευρώπης για πάνω από έναν αιώνα. Η Παραγουάη [5] υπέστη παρόμοια μοίρα το 1870, όταν έχασε έναν πόλεμο εναντίον της Αργεντινής και της Βραζιλίας. Στις αρχές του εικοστού αιώνα, η Ιαπωνία προσάρτησε την Κορέα μετά από μια σειρά πολέμων με την Κίνα και την Ρωσία στην χερσόνησο.

Εκτός από το να έχουν μια ατυχή τοποθεσία, η έλλειψη ισχυρών διπλωματικών δεσμών με αποικιακές δυνάμεις υπήρξε άλλος ένας προάγγελος κινδύνου για τα ευάλωτα κράτη. Οι εμπορικές σχέσεις δεν ήταν αρκετές. Τον 18ο και τον 19ο αιώνα, οι αφρικανικές και ασιατικές χώρες που είχαν υπογράψει εμπορικές συμφωνίες με αυτοκρατορικές δυνάμεις, όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ήταν πιο πιθανό να πεθάνουν, από χώρες στην Λατινική Αμερική και τη Μέση Ανατολή που, έχοντας ισχυρότερους και πιο επίσημους δεσμούς, φιλοξενούσαν προξενεία και πρεσβείες αυτών των ίδιων αποικιακών δυνάμεων. Υπήρχε, με άλλα λόγια, μια ιεραρχία αναγνώρισης που σηματοδοτούσε ποια κράτη θεωρούνταν νομιμοποιημένες κατακτήσεις και ποια όχι. Το Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, υπέγραψε συνθήκες με προαποικιακά ινδικά κρατίδια από το Sindh και το Nagpur έως το Punjab, τις οποίες πολλοί Ινδοί ηγέτες θεώρησαν ως αναγνώριση κρατικής υπόστασης. Αλλά οι Βρετανοί δεν έκαναν ποτέ το επόμενο βήμα για την εγκαθίδρυση διπλωματικών αποστολών σε αυτά τα κρατίδια –ένα σνομπάρισμα που αποτελούσε συχνά προοίμιο εισβολής.

Αργά αλλά σταθερά, κάποιοι ηγέτες άρχισαν να αποκρούουν την πρακτική της κατάκτησης. Στις αρχές του εικοστού αιώνα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Woodrow Wilson, εμφανίστηκε ως υπέρμαχος της εδαφικής ακεραιότητας. Το τελευταίο από τα Δεκατέσσερα Σημεία (Fourteen Points) του Wilson, που αποκαλύφθηκαν καθώς πλησίαζε το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αναφερόταν συγκεκριμένα σε προστασίες για τα κράτη που ανήκουν στην Κοινωνία των Εθνών (League of Nations), τα οποία ο Wilson πίστευε ότι θα μπορούσαν να προσφέρουν «αμοιβαίες εγγυήσεις πολιτικής ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας σε μεγάλα και μικρά κράτη εξίσου». Σίγουρα, η δέσμευση του Wilson στην αυτοδιάθεση περιοριζόταν στα ευρωπαϊκά έθνη˙ έδειξε εύνοια στην ανεξαρτησία των Πολωνών, αλλά δεν ανταποκρίθηκε στις εκκλήσεις των Αιγύπτιων και των Ινδών για υποστήριξη. Επιπλέον, η υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας γινόταν ευκολότερη από το γεγονός ότι, όταν ο Wilson έγινε πρόεδρος, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ολοκληρώσει τις δικές τους εδαφικές κατακτήσεις, συμπεριλαμβανομένης της πορείας τους προς τα δυτικά και της κατάληψης των εδαφών των αυτόχθονων Αμερικανών που την συνόδευσε˙ δεν είχαν πλέον σαφείς φιλοδοξίες να αποκτήσουν επιπλέον εδάφη. Ωστόσο, ο Wilson συνέβαλε στο να ριζώσει ο κανόνας κατά της εδαφικής κατάκτησης.

Οι διάδοχοι του Wilson συνέχισαν την παράδοση της αντίθεσης στις εδαφικές αρπαγές. Για παράδειγμα, το 1935, ο πρόεδρος Φράνκλιν Ρούσβελτ, εξέφρασε την έντονη αντίθεσή του στην κατάληψη της Αιθιοπίας από την Ιταλία και ήταν ακόμη και πρόθυμος να καθυστερήσει την συμμαχία με την Σοβιετική Ένωση στην αρχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, διότι η Μόσχα απαιτούσε να αναγνωριστεί ως νομιμοποιημένη η κατάκτηση της των κρατών της Βαλτικής. Ωστόσο, η δέσμευση του Ρούσβελτ στον κανόνα, όπως και του Wilson, δεν ήταν απόλυτη˙ προηγουμένως ο Ρούσβελτ ήταν πρόθυμος, για παράδειγμα, να αναγνωρίσει την κατάκτηση της Αυστρίας από την Γερμανία, εάν αυτή περιόριζε τον πόλεμο στην Ευρώπη.

Το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου προανήγγειλε μια νέα εποχή. Τις επόμενες δεκαετίες, η πρακτική της εδαφικής κατάκτησης δεν εξαφανίστηκε εντελώς˙ δείτε την κατάληψη του Νοτίου Βιετνάμ από το Βόρειο Βιετνάμ το 1975˙ την κατοχή τμημάτων των γειτόνων του από το Ισραήλ˙ την προσπάθεια της Αργεντινής [6] να καταλάβει τα νησιά Φώκλαντ˙ και την εξουδετερωθείσα εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ το 1990. Αλλά σε γενικές γραμμές, οι χώρες παρενέβησαν σε άλλα κράτη χωρίς να επιχειρήσουν να επαναχαράξουν τα σύνορα τους. Και ήταν ιδιαίτερα απίθανο να απορροφήσουν ολοκληρωτικά άλλα διεθνώς αναγνωρισμένα κράτη. Όταν η Σοβιετική Ένωση εισέβαλε στην Ουγγαρία [7] το 1956, ο στόχος ήταν να εμποδίσει την έξοδο της ανατολικοευρωπαϊκής χώρας από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Οι Σοβιετικοί εγκατέστησαν ένα νέο, πιο φιλικό καθεστώς στην Βουδαπέστη, αλλά δεν διεκδίκησαν ουγγρικό έδαφος. Ομοίως, όταν το Βιετνάμ εισέβαλε στην Καμπότζη το 1978, εγκατέστησε μια κυβέρνηση-μαριονέτα, αλλά δεν διεκδίκησε έδαφος, πέρα από ένα σύμπλεγμα αμφισβητούμενων νησιών στον Κόλπο της Ταϊλάνδης.

Κάποιες κατοχές, όπως αυτές που ακολούθησαν τις εισβολές των Ηνωμένων Πολιτειών στο Αφγανιστάν [8] και στο Ιράκ, πληρούν τις προϋποθέσεις του βίαιου κρατικού θανάτου. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν σχέδια για τα εδάφη αυτών των χωρών˙ επιδίωξαν να ανατρέψουν καθεστώτα, αλλά διατήρησαν την ακεραιότητα των συνόρων. Η απουσία εδαφικών στόχων δεν καθιστά έναν τύπο παραβίασης της κυριαρχίας καλύτερο ή χειρότερο από ένα άλλο, αλλά αντιπροσωπεύει μια σημαντική διαφορά. Οι χάρτες, σε γενικές γραμμές, έμειναν ίδιοι.

ΕΝΑΣ ΚΑΝΟΝΑΣ ΡΙΖΩΝΕΙ

Γιατί η ξαφνική μείωση των εδαφικών κατακτήσεων μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο; Η απάντηση μπορεί να βρεθεί σε μια πανίσχυρη δύναμη στις διεθνείς σχέσεις: τους κανόνες. Όπως έχουν ορίσει τον όρο οι πολιτικοί επιστήμονες Martha Finnemore και Kathryn Sikkink, ένας κανόνας είναι «ένα πρότυπο αρμόζουσας συμπεριφοράς για δρώντες με καθορισμένη ταυτότητα» —στην περίπτωση αυτή, τα κράτη. Οι ηγέτες που ανέπτυξαν τον κανόνα κατά της εδαφικής κατάκτησης αναγνώρισαν ότι οι περισσότερες συγκρούσεις, συμπεριλαμβανομένου του Β' Παγκοσμίου Πολέμου [9], διεξήχθησαν για τα εδάφη. Η θέσπιση ενός κανόνα εναντίον του να παίρνει ένα κράτος το έδαφος ενός άλλου με την βία αποτελούσε, επομένως, μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου για την προώθηση της ειρήνης. Συμβάλλοντας στο να κατοχυρωθεί στην Χάρτα του ΟΗΕ (UN Charter), οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αποφασισμένες ότι ο κανόνας θα παρέμενε. Έχοντας αναδυθεί από τον πόλεμο πολύ ισχυρότερες από τους συμμάχους τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες θεώρησαν την επιβολή του κανόνα κατά της εδαφικής κατάκτησης ως βασικό στοιχείο για την διατήρηση της παγκόσμιας σταθερότητας. Τα προσφάτως ανεξάρτητα κράτη ανέλαβαν παρόμοιες δεσμεύσεις στα ιδρυτικά έγγραφα περιφερειακών οργανισμών όπως ο Αραβικός Σύνδεσμος (Arab League) [10] και ο Οργανισμός Αφρικανικής Ενότητας (Organization of African Unity). Οικοδομώντας πάνω στις προηγούμενες προσπάθειες να κατοχυρωθεί η έννοια της εδαφικής ακεραιότητας σε συνθήκες όπως το Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών (Covenant of the League of Nations), το 1919, και το Σύμφωνο Kellogg-Briand (Kellogg–Briand Pact), το 1928, αναδύθηκε ένας κανόνας καλή τη πίστει.

Τα κράτη και οι ηγέτες τηρούν τους κανόνες για διάφορους λόγους. Ενώ κάποιοι κανόνες -ας πούμε, κατά της γενοκτονίας- βασίζονται σε ανθρωπιστικές ανησυχίες, ο κανόνας κατά της κατάκτησης έχει πιο στρατηγικές και ιδιοτελείς ρίζες. Κάποια κράτη τιμούν τον κανόνα διότι δεν έχουν εδαφικές φιλοδοξίες. Άλλα τον έχουν εσωτερικεύσει τόσο βαθιά που η παραβίασή του έχει γίνει αδιανόητη. Κάποια —ακόμα και πανίσχυρα κράτη— υπακούν σε αυτόν, διότι γνωρίζουν ότι οι εδαφικές διαμάχες υπήρξαν μια σημαντική αιτία πολέμων και θεωρούν ότι η σταθερότητα του διεθνούς συστήματος είναι προς το συμφέρον τους. Άλλα πάλι τον ακολουθούν από τον φόβο της τιμωρίας εάν τον παραβιάσουν.

Παρ' όλα τα οφέλη του, ο κανόνας κατά της εδαφικής κατάκτησης είχε επίσης ακούσιες συνέπειες. Μια είναι η σκλήρυνση των διακρατικών συνόρων, με τρόπους που δημιουργούν ώριμες συνθήκες για κρατική αποτυχία και κατάρρευση. Όπως έχει δείξει ο πολιτικός επιστήμονας Boaz Atzili, η «σταθερότητα των συνόρων» έχει απελευθερώσει τους ηγέτες των αδύναμων κρατών από την υποχρέωση να κατευθύνουν την προσοχή τους στην προστασία των συνόρων τους από την εξωτερική αρπαγή. Ο δικτάτορας του Ζαΐρ, Mobutu Sese Seko, κατάφερε να εστιάσει τις προσπάθειές του στο να αποσπάσει πόρους για προσωπικό όφελος, εν μέρει διότι δεν χρειαζόταν έναν ισχυρό στρατό για να υπερασπιστεί τα σύνορα της χώρας του. Και όπως έχει δείξει η κοινωνιολόγος Ann Hironaka, ο κανόνας κατά της εδαφικής κατάκτησης έχει επίσης συμβάλει στην αύξηση των «ατέρμονων πολέμων». Αντί να διευθετούν τις διαφορές τους για τον πολιτικό έλεγχο με το να επιχειρούν να καταλάβουν εδάφη, οι οπορτουνιστές ηγέτες έχουν παρέμβει σε εμφύλιους πολέμους σε αδύναμα κράτη για να παρατείνουν τις συγκρούσεις και να αποδυναμώσουν περαιτέρω τις ασταθείς κυβερνήσεις –όπως, για παράδειγμα, έκανε η Νότιος Αφρική [11] στην Αγκόλα την δεκαετία του 1980.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο κανόνας κατά της εδαφικής κατάκτησης αναδύθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο [12]. Η φρίκη εκείνης της σύγκρουσης, σε συνδυασμό με την αυγή της πυρηνικής εποχής, παρακίνησαν τις μεγάλες δυνάμεις να αποφύγουν μελλοντικούς πολέμους. Η εποχή του διπολισμού μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης επέτρεψε τόσο την αλλαγή καθεστώτων όσο και την διατήρηση των διεθνών συνόρων. Η παγκοσμιοποίηση μείωσε επίσης τα οικονομικά οφέλη της εδαφικής κατάκτησης: το αυξημένο εμπόριο σήμαινε ότι οι χώρες μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε πόρους άλλων κρατών χωρίς να καταφεύγουν στην βία.

Όχι μόνο ήταν ασφαλή τα σύνορα˙ η ίδια η κρατική υπόσταση έγινε ένα όλο και πιο πολύτιμο αγαθό, εν μέρει διότι οι μεταπολεμικοί ηγέτες των προσφάτως ανεξάρτητων χωρών μπορούσαν να είναι βέβαιοι ότι ο κανόνας κατά της εδαφικής κατάκτησης θα ίσχυε, και ότι τα νεοσύστατα κράτη τους θα ήταν ασφαλή. Αλλά είναι ακριβώς οι πολίτες αυτών των νέων κρατών, πολλά εκ των οποίων βρίσκονται στον μετασοβιετικό χώρο, που δικαίως είναι οι πλέον ανήσυχοι για το μέλλον των χωρών τους.

ΜΙΑ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ρίχνει φως στην αβεβαιότητα του κανόνα εναντίον της εδαφικής κατάκτησης. Τα καλά νέα είναι ότι η κατακραυγή ήταν γρήγορη και ευρεία, με μια ποικιλία δρώντων να ανησυχούν ότι η επίθεση του Πούτιν θα μπορούσε να υπονομεύσει την σταθερότητα των συνόρων παγκοσμίως. Ακόμη και όσοι δεν συμμετείχαν στην χάραξη των σημερινών εθνικών συνόρων έχουν εκφράσει την γνώμη τους με πάθος. «Συμφωνήσαμε ότι θα συμβιβαζόμασταν με τα σύνορα που κληρονομήσαμε», είπε ο Martin Kimani, πρεσβευτής της Κένυας στον ΟΗΕ, σε συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας στις 22 Φεβρουαρίου. «Επιλέξαμε να ακολουθήσουμε τους κανόνες του Οργανισμού Αφρικανικής Ενότητας και της Χάρτας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών», συνέχισε, «όχι διότι μας ικανοποιούσαν τα σύνορά μας, αλλά διότι θέλαμε κάτι πιο σπουδαίο, σφυρηλατημένο εν ειρήνη». Οι ηγέτες χωρών από την Αλβανία έως την Αργεντινή έχουν καταδικάσει την ρωσική εισβολή για παρόμοιους λόγους.

Εν μέρει, η μοίρα του κανόνα εναντίον της εδαφικής κατάκτησης εξαρτάται από τον βαθμό στον οποίο ο Πούτιν θα τον παραβιάσει στην Ουκρανία. Εάν ο Πούτιν καταλήξει να αντικαταστήσει την κυβέρνησης του Ουκρανού προέδρου, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, και να εγκαταστήσει ένα καθεστώς-μαριονέτα στην Ουκρανία, θα εμπλέκετο σε μια κραυγαλέα αλλαγή καθεστώτος και θα κατάφερε ένα σοβαρότατο πλήγμα στον ουκρανικό λαό [13]. Αλλά δεν θα αμφισβητούσε αυτόν καθ’αυτόν τον κανόνα εναντίον της εδαφικής κατάκτησης. Η χώρα θα βρισκόταν υπό τον έμμεσο, και όχι υπό τον άμεσο, ρωσικό έλεγχο.

Ομοίως, εάν ο Πούτιν επιχειρήσει να απορροφήσει την Κριμαία, τη Ντονέτσκ και την Λουχάνσκ -περιοχές που έχει διεκδικήσει επί μακρόν ως ρωσικό έδαφος- και ο υπόλοιπος κόσμος συναινέσει, θα αποδυνάμωνε αλλά δεν θα ανέτρεπε πλήρως τον κανόνα που προστατεύει την εδαφική ακεραιότητα ενός κράτους, διότι το μεγαλύτερο μέρος της Ουκρανίας θα παρέμενε ανέπαφο. Ακόμα κι έτσι, η αποδοχή μιας περιορισμένης παραβίασης του κανόνα ίσως προκαλέσει μακροπρόθεσμα μεγαλύτερη ζημιά από την απόρριψη μιας σημαντικής παραβίασής του. Εξάλλου, είναι πιθανό ότι η σχετικά αδύναμη απάντηση της Δύσης στην προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία το 2014 [14] ενθάρρυνε τον Πούτιν.

Υπάρχει λόγος να φοβόμαστε ότι οι φιλοδοξίες του Πούτιν υπερβαίνουν κατά πολύ αυτούς τους στόχους. Όπως υποδηλώνουν τα σχόλιά του, που αμφισβητούν τη νομιμοποίηση της Ουκρανίας ως ανεξάρτητης χώρας, ο Πούτιν φαίνεται να ενδιαφέρεται για πολύ περισσότερα από το να τοποθετήσει απλώς έναν φίλο του ως επικεφαλής μιας πρώην σοβιετικής δημοκρατίας ή να αποσπάσει τμήματα της χώρας˙ ίσως αναλογίζεται την επαναχάραξη του χάρτη της Ευρώπης ώστε να επανέλθει στην αυτοκρατορική Ρωσία. Εάν η Ρωσία επρόκειτο να καταλάβει ολόκληρη την Ουκρανία, ο Πούτιν θα κατέστρεφε οριστικά τον κανόνα κατά της εδαφικής κατάκτησης.

Εάν ο Πούτιν έφτανε τόσο μακριά, τότε η μοίρα του κανόνα θα εξαρτάτο σε μεγάλο βαθμό από το πώς θα αντιδρούσε ο υπόλοιπος κόσμος. Οι κανόνες τρέφονται από την επιβολή τους. Το 2013, ο Σύρος πρόεδρος, Μπασάρ αλ Άσαντ, παραβίασε σαφώς τον κανόνα κατά της χρήσης χημικών όπλων (και το διεθνές δίκαιο) όταν εκτόξευσε ρουκέτες γεμάτες με [νευροτοξικό παράγοντα] σαρίν στα προάστια της Δαμασκού. Παρόλο που ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, είχε δηλώσει ότι η χρήση χημικών όπλων αποτελούσε κόκκινη γραμμή, η απάντηση σε αυτή την παραβίαση ήταν τόσο χλιαρή, ώστε θα μπορούσε κάποιος να ρωτήσει εάν το ταμπού κατά των χημικών όπλων εξακολουθεί να ισχύει.

Ευτυχώς, μεγάλο μέρος της παγκόσμιας απάντησης στην ρωσική εισβολή υποδεικνύει ότι οι χώρες είναι σε μεγάλο βαθμό ενωμένες στην αποφασιστικότητά τους να προστατεύσουν τον κανόνα. Οι πρωτοφανείς κυρώσεις στην Ρωσία, σε συνδυασμό με τις δωρεές ανθρωπιστικής βοήθειας και όπλων στην Ουκρανία, ασκούν πίεση στον Πούτιν ενώ προσφέρουν (ομολογουμένως περιορισμένη) ανακούφιση στον Ζελένσκι. Ωστόσο, εάν αυτή η διεθνής αποφασιστικότητα επρόκειτο να μειωθεί, χώρες που γειτνιάζουν με την Ουκρανία, όπως η Μολδαβία, η Πολωνία [15], και η Ρουμανία, δικαίως θα ανησυχούσαν για την κυριαρχία τους. Πράγματι, είναι ήδη ανήσυχες. Είναι αξιοσημείωτο ότι η διεθνής κοινότητα δεν έχει συνασπιστεί για να αποκρούσει την εισβολή της Ρωσίας με τον τρόπο που η παγκόσμια συμμαχία υπό την ηγεσία των ΗΠΑ απέτρεψε την απόπειρα προσάρτησης του Κουβέιτ από το Ιράκ. Αυτή η κίνηση όχι μόνο αποκατέστησε την ανεξαρτησία του Κουβέιτ, αλλά ενίσχυσε επίσης τον κανόνα κατά της κατάκτησης. (Η Ρωσία, φυσικά, είναι πολύ πιο ισχυρή από όσο ήταν ποτέ το Ιράκ και κατέχει επίσης πυρηνικά όπλα).

Ταυτόχρονα, η επιβολή του κανόνα κατά της εδαφικής κατάκτησης έρχεται με ανταλλάγματα, για τα οποία όλοι θα πρέπει να βλέπουν ξεκάθαρα. Η προστασία της ουκρανικής κυριαρχίας πιθανώς δεν αξίζει έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο -ειδικά έναν πόλεμο που θα μπορούσε να γίνει πυρηνικός. Ο κόσμος δεν πρέπει να πληρώσει το απόλυτο τίμημα μόνο και μόνο για να υποστηρίξει τον κανόνα κατά της εδαφικής κατάκτησης. Αλλά το αιματηρό κόστος που συνεπάγεται ετούτη η επιλογή δεν μπορεί να αγνοηθεί. Επί του παρόντος, η Δύση βαδίζει σε μια δύσκολη γραμμή, επιδιώκοντας να απαντήσει στην εισβολή της Ρωσίας με ισχύ, αλλά χωρίς να κλιμακώσει την σύγκρουση.

Για να διατηρήσει τον κανόνα κατά της εδαφικής κατάκτησης, η παγκόσμια κοινότητα θα πρέπει να συνεχίσει να ασκεί πίεση στην Ρωσία, ακόμα κι αν ο στόχος του Πούτιν είναι να προσαρτήσει μόνο την Κριμαία [16], τη Ντόνετσκ, και την Λουχάνσκ. Η Δυτική συμμαχία, για παράδειγμα, δεν θα πρέπει να άρει πλήρως τις κυρώσεις στην Ρωσία έως ότου και εκτός εάν ο Πούτιν αναγνωρίσει τα σύνορα της Ουκρανίας [που ίσχυαν] πριν από το 2014. Οι διεθνείς νομικοί θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τις διάφορες μηνύσεις της Ουκρανίας εναντίον της Ρωσίας, όχι μόνο στο πλαίσιο αυτής της συγκεκριμένης σύγκρουσης, αλλά και με το βλέμμα στραμμένο στα οποιαδήποτε προηγούμενα που ενδέχεται να δημιουργήσουν οι αποφάσεις τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αξίζει να δοθεί προσοχή στο πού θα καταλήξουν οι κατηγορίες ότι η Ρωσία διέπραξε το αδίκημα της επίθεσης. Το γεγονός ότι η Ρωσία, ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, μπορεί να ασκήσει βέτο σε παραπομπή για το αδίκημα της επίθεσης στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, αποκαλύπτει μια ανησυχητική ευαλωτότητα του κανόνα κατά της εδαφικής κατάκτησης. Είναι δύσκολο να διατηρηθούν οι κανόνες όταν οι μεγάλες δυνάμεις είναι αποφασισμένες να τους παραβιάσουν.

Εάν η παγκόσμια κοινότητα δεν καταφέρει να επιβάλει τον κανόνα κατά της εδαφικής κατάκτησης, τα κράτη που συνορεύουν με τις μεγάλες δυνάμεις θα αντιμετωπίσουν τον υψηλότερο κίνδυνο εξαφάνισης. Μεταξύ των πιο ανησυχητικών πτυχών της επιστροφής σε έναν κόσμο βίαιου κρατικού θανάτου, είναι οι επιπτώσεις που έχουν οι εισβολές στους αμάχους. Αυτοί που προσαρτούν, συχνά επιδίδονται στην αδιάκριτη στοχοποίηση, παρόμοια με αυτή που συμβαίνει σήμερα στις ουκρανικές πόλεις Χάρκοβο και Μαριούπολη, για να καταπνίξουν, ακόμη και να ερημώσουν περιοχές. Με άλλα λόγια, ο θάνατος του κανόνα κατά της εδαφικής κατάκτησης θα μπορούσε να αυξήσει όχι μόνο την συχνότητα εμφάνισης αλλά και την βαναυσότητα του πολέμου.

Ακόμα κι αν η παγκόσμια κοινότητα δεν συσπειρωθεί πίσω από τον κανόνα απέναντι στην ρωσική προσπάθεια να αποκαταστήσει τα αυτοκρατορικά σύνορά της, η ελπίδα για την Ουκρανία δεν θα χαθεί. Περίπου τα μισά από τα κράτη που πέθαναν βίαια από το 1816 και μετά, αναστήθηκαν αργότερα. Ένας σημαντικός προγνωστικός παράγοντας της ανάστασης είναι η εθνικιστική αντίσταση στο να τα καταπιούν [οι κατακτητές τους]. Η έκταση της αντίστασης μπορεί να είναι δύσκολο να προβλεφθεί από τους εισβολείς. Οι προσδοκίες του Πούτιν σίγουρα φαίνονται εντελώς άστοχες: η εκτεταμένη και εξελιγμένη ουκρανική αντίσταση υποδηλώνει έντονα ότι η Ρωσία θα διαπιστώσει πως είναι σχεδόν αδύνατο να ελέγξει την Ουκρανία. Ελάχιστες κατοχές στην ιστορία έχουν καταλήξει να επιτύχουν τους μακροπρόθεσμους πολιτικούς στόχους τους.

Εάν οι Ουκρανοί αφεθούν να αναστήσουν την χώρα τους, το τελικό αποτέλεσμα θα είναι καλό για τους Ουκρανούς αλλά όχι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό για τον κανόνα κατά της εδαφικής κατάκτησης. Για να παραμείνουν ισχυροί οι κανόνες, οι παραβιάσεις θα πρέπει να τιμωρούνται. Μια αναστημένη Ουκρανία μπορεί να αποτρέψει μελλοντικούς επίδοξους κατακτητές από το να επιτεθούν στην χώρα. Αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο, οι επίδοξοι εισβολείς θα αντλούσαν ένα σαφές δίδαγμα: είναι δυνατό να μείνουν ατιμώρητοι για την εδαφική κατάκτηση.

ΕΠΑΝΑΔΕΣΜΕΥΟΜΕΝΟΙ ΣΤΙΣ ΚΑΘΑΡΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

Ίσως είναι πιο παρήγορο να πιστεύουμε ότι άπαξ και θεμελιωθεί, ένας κανόνας είναι μόνιμος, αλλά οι κανόνες δεν διαρκούν πάντοτε για πάντα. Αναλογιστείτε το πόσοι έχουν αργοσβήσει. Οι άνθρωποι δεν διευθετούν πλέον τους καυγάδες τους μέσω τελετουργικών μονομαχιών. Οι κυβερνήσεις σπάνια εκδίδουν επίσημες κηρύξεις πολέμου˙ η τελευταία φορά που το έκαναν οι Ηνωμένες Πολιτείες [17] ήταν το 1942, παρόλο που η χώρα έχει κάνει πολλούς πολέμους από τότε. Η δημόσια δολοφονία ηγετών κρατών, η οποία αποτελούσε συνηθισμένο χαρακτηριστικό της διεθνούς πολιτικής στην εποχή του Μακιαβέλι, θεωρείτο απεχθής τον 17ο αιώνα (μολονότι οι κρυφές δολοφονίες συνεχίστηκαν). Εάν η απαγόρευση της εδαφικής κατάκτησης καταλήξει στο νεκροταφείο των κανόνων, τότε η ιστορία θα γυρίσει προς τα πίσω και ο κόσμος θα ξαναζήσει την βάναυση εποχή του βίαιου κρατικού θανάτου. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο κανόνας ανήγγειλε την παγκόσμια ειρήνη. Έγιναν πολλοί πόλεμοι από το 1945 και μετά. Αλλά ένα ορισμένο είδος πολέμου -οι πόλεμοι μεταξύ κρατών για ανεπίλυτες εδαφικές διεκδικήσεις- όντως υποχώρησε. Εάν επιστρέψει αυτό το είδος σύγκρουσης, οι άμαχοι σε όλο τον κόσμο θα υποστούν τις συνέπειες.

Αναλογιστείτε τις δεκάδες συνεχιζόμενες εδαφικές διαφορές σήμερα. Η Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν εμπλέκονται σε μια παγωμένη σύγκρουση για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Το Σουδάν έχει αμφισβητήσει τα σύνορά του με την Αιθιοπία στα νοτιοανατολικά και το Νότιο Σουδάν στα νότια. Στις Θάλασσες της Ανατολικής Κίνας και της Νοτίου Κίνας, η Κίνα και οι γείτονές της, συμπεριλαμβανομένων της Ιαπωνίας, των Φιλιππίνων, και του Βιετνάμ, διαφωνούν σχετικά με την κυριαρχία μιας σειράς νησιών. Η μοίρα της Ταϊβάν προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία. Τα επιχειρήματα του Πούτιν για τη νομιμοποίηση της κρατικής υπόστασης της Ουκρανίας απηχούν τον ισχυρισμό της Κίνας ότι η Ταϊβάν και η Κίνα αποτελούν ήδη μια χώρα. Εάν ξαφνικά φανεί αποδεκτή η κατάληψη εδάφους με την βία, οι ηγέτες κρατών με μακροχρόνιες ανεπίλυτες εδαφικές διεκδικήσεις θα μπορούσαν να επιχειρήσουν να ενσωματώσουν κυρίαρχα έθνη.

Οι υπάρχοντες κανόνες και οι νομικές δομές έχουν συμβάλλει στο να σταματήσει η κλιμάκωση των πρόσφατων εδαφικών συγκρούσεων, προσφέροντας μη βίαιες οδούς για την διαχείριση και την επίλυσή τους. Για παράδειγμα, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (International Court of Justice, ICJ) επέλυσε μια υπόθεση μεταξύ του Ελ Σαλβαδόρ και της Ονδούρας το 1986. Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών και ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών (Organization of American States) επέλυσαν μια σύντομη σύγκρουση μεταξύ του Ισημερινού και του Περού το 1998. Αρκετά χρόνια αργότερα, το ICJ επέλυσε μια μακροχρόνια στρατιωτικοποιημένη εδαφική διαμάχη μεταξύ του Μπαχρέιν και του Κατάρ˙ στην συνέχεια, τα δύο κράτη επένδυσαν σε αυτό που θα είναι η μεγαλύτερη γέφυρα του κόσμου. Αυτή η διαμεσολάβηση επέτρεψε στα κράτη να διευθετήσουν τις διαφορές τους χωρίς σημαντική αιματοχυσία.

Ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία [18] αφορά κάτι πολύ περισσότερο από την Ρωσία και την Ουκρανία. Το να αφεθεί ο κανόνας κατά της εδαφικής κατάκτησης να εξασθενίσει θα σήμαινε ότι θα αποκαλύπτονταν κρυφές εδαφικές διαφορές σε όλο τον κόσμο και ότι εκατομμύρια άμαχοι θα καθίσταντο πιο ευάλωτοι στην αδιάκριτη στοχοποίηση. Αυτή την στιγμή, οι άμεσες επιπτώσεις του πολέμου περιορίζονται σε μεγάλο βαθμό στην Ουκρανία, στην Ρωσία, και τις χώρες που υποδέχονται Ουκρανούς πρόσφυγες. Αλλά στην πορεία, εάν ο κανόνας κατά της εδαφικής κατάκτησης καταλήξει ως άλλο ένα θύμα αυτού του πολέμου, θα ήταν συνετό τα κράτη να φυλάξουν προσεκτικά τα σύνορά τους.

Η TANISHA M. FAZAL είναι καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών στο University of Minnesota και η συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο State Death: The Politics and Geography of Conquest, Occupation, and Annexation [1].

Foreign Affairs

https://foreignaffairs.gr/articles/73967/tanisha-m-fazal/i-epistrofi-ton-kataktiseon?page=show

https://www.foreignaffairs.com/articles/ukraine/2022-04-06/ukraine-russia-war-return-conquest

 

Greek Finance Forum Team

 

 

Σχόλια Αναγνωστών

 

 
 

 

 

 

 

 

 

 

 
   

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2022 Greek Finance Forum