|
Οι αμερικανικές και οι
ευρωπαϊκές αγορές
άρχισαν το νέο έτος με
απώλειες, καθώς, όπως
επισημαίνουν και οι
περισσότεροι αναλυτές,
μετατοπίστηκαν οι
προσδοκίες για το
χρονοδιάγραμμα και την
έκταση των μειώσεων
των επιτοκίων της
Federal Reserve το 2024.
Και οι τρεις μεγάλοι
χρηματιστηριακοί δείκτες
των ΗΠΑ διέκοψαν ένα
σερί ανόδου εννέα
εβδομάδων, αφού η
απροσδόκητη ισχυρή αγορά
εργασίας, με τη
δημιουργία νέων θέσεων
τον Δεκέμβριο, ώθησε
τους επενδυτές να
αναπροσαρμόσουν για λίγο
τις πιθανότητες μείωσης
των επιτοκίων για το
Μάρτιο. Πλέον υπάρχουν
αρκετές αμφιβολίες εάν
υπάρξει μείωση επιτοκίου
από τη Federal Reserve
τον Μάρτιο.
Ήδη, το λεγόμενο
«φαινόμενο του
Ιανουαρίου» (January
Effect) ή η θεωρία ότι
οι μετοχές τείνουν να
αυξάνονται περισσότερο
τον πρώτο μήνα του
έτους, σε σχέση με τους
υπολοίπους, θα μπορούσε
να δοκιμαστεί από την
αβεβαιότητα κυρίως για
την πρόοδο της
αποκλιμάκωσης του
πληθωρισμού. Η πτωτική
τάση του πληθωρισμού
τους τελευταίους μήνες
είχε δώσει στους
επενδυτές την ελπίδα ότι
θα μπορούσαν να
πραγματοποιηθούν έως και
έξι ή επτά μειώσεις
επιτοκίων της τάξεως των
0,25 π.μ. από την
Federal Reserve το 2024,
ξεκινώντας από τον
Μάρτιο.
Αλλαγή προσδοκιών
Τις πρώτες μέρες του
νέου έτους, ωστόσο, η
πραγματικότητα έχει
αρχίσει να αλλάζει.
Πρώτον, οι πολλαπλές
μειώσεις επιτοκίων
τείνουν να συνδέονται
συχνότερα με ύφεση και
όχι με ήπια προσγείωση
για την οικονομία.
Επιπλέον, η ιδέα ότι
η Fed θα μπορούσε να
ακολουθήσει όσες
μειώσεις επιτοκίων
εκτίμησαν οι traders θα
αύξανε σημαντικά την
πιθανότητα οι υπεύθυνοι
χάραξης πολιτικής να
χάσουν τη μάχη ενάντια
στον πληθωρισμό, σύμφωνα
με τον Mike Sanders,
επικεφαλής σταθερού
εισοδήματος στη Madison
Investments. Αυτό
οφείλεται στο γεγονός
ότι έξι ή περισσότερες
μειώσεις επιτοκίων θα
χαλάρωναν υπερβολικά τις
οικονομικές συνθήκες και
θα ενίσχυαν τον κίνδυνο
νέας κλιμάκωσης του
πληθωρισμού που θα
αναγκάσει τους
αξιωματούχους να αύξαναν
ξανά το επιτόκιο, είπε.
Τα πρακτικά της
συνεδρίασης της Fed στις
12-13 Δεκεμβρίου
δείχνουν ότι επικρατούσε
αβεβαιότητα σχετικά με
τις προβλέψεις για
μειώσεις επιτοκίων φέτος
ενώ δεν αποκλείστηκε το
ενδεχόμενο περαιτέρω
αυξήσεων των επιτοκίων.
Παρόλα αυτά, οι
επενδυτές συμβάσεων
μελλοντικής εκπλήρωσης
συνέχισαν να επιμένουν
να εκτιμούν μεγάλη
μείωση του κόστους
δανεισμού, με τη
μεγαλύτερη πιθανότητα να
βρίσκεται τώρα σε
μειώσεις συνολικά 125 ή
150 μονάδες βάσης μέχρι
το τέλος του έτους. Αυτό
είναι περίπου διπλάσιο
από αυτό που σημείωσαν
οι υπεύθυνοι χάραξης
πολιτικής τον περασμένο
μήνα, όταν ψήφισαν να
διατηρήσουν τα επιτόκια
σε υψηλό 22 ετών από
5,25% έως 5,5%.
Η αβεβαιότητα σχετικά με
την πορεία των
αμερικανικών επιτοκίων
θα μπορούσε για άλλη μια
φορά να μειώσει την
αισιοδοξία που οδήγησε
και τους τρεις μεγάλους
αμερικανικούς
χρηματιστηριακούς
δείκτες το 2023 στις
καλύτερες ετήσιες
επιδόσεις της τελευταίας
τριετίας. Τον Νοέμβριο,
αναλυτές της Deutsche
Bank απαρίθμησαν επτά
φορές από το 2021, στις
οποίες οι αγορές
ανέμεναν λανθασμένα ότι
η Fed θα έκανε στροφή
στην πολιτική της.
Οι χρηματοπιστωτικές
αγορές λειτουργούν με
«υψηλές προσδοκίες» για
μειώσεις επιτοκίων το
2024, αλλά ο μόνος
τρόπος για να
τεκμηριωθούν έξι
μειώσεις φέτος είναι με
μια «απότομη ύφεση της
οικονομίας», σχολίασε ο
Todd Thompson, διευθύνων
σύμβουλος της Reams
Asset Management.
Οδεύοντας προς το 2024,
η ευφορία για την
προοπτική χαμηλότερου
κόστους δανεισμού
προκάλεσε αυτό που ο
Thompson αποκαλεί
«ανησυχητικό ράλι», το
οποίο καθιστά τις
μετοχές και το εταιρικό
χρέος υψηλών αποδόσεων
ευάλωτα σε αναταράξεις
τους επόμενους έξι
μήνες. Πέρα από αυτήν
την περίοδο, ωστόσο, «η
τάση είναι πιθανό να
είναι για χαμηλότερα
επιτόκια καθώς η
οικονομία τελικά
επηρεάζεται από τις
αυστηρότερες συνθήκες
την ίδια στιγμή που ο
πληθωρισμός συνεχίζει να
υποχωρεί».
Κρίσιμα τα στοιχεία
Η εβδομάδα που ανοίγει
σήμερα φέρνει την
επόμενη σημαντική
ενημέρωση για τον
πληθωρισμό των ΗΠΑ, με
την ανακοίνωση του
Δείκτη Τιμών Καταναλωτή
του Δεκεμβρίου να
αναμένεται την Πέμπτη. Ο
ετήσιος ρυθμός
πληθωρισμού
επιβραδύνθηκε στο 3,1%
τον Νοέμβριο από το
ανώτατο όριο του 9,1%
τον Ιούνιο του 2022.
Επιπλέον, ο βασικός
δείκτης από τον
αγαπημένο μετρητή
πληθωρισμού της Fed,
γνωστό ως PCE, μειώθηκε
στο 3,2% ετησίως το
Νοέμβριο από το 4,2% τον
Ιούλιο.
Η Fed πρέπει να
διατηρήσει τα επιτόκια
υψηλότερα λόγω της
αβεβαιότητας σχετικά με
την πορεία του
πληθωρισμού, ενώ η αγορά
εργασίας των ΗΠΑ «δεν θα
επιδεινωθεί αρκετά
γρήγορα το πρώτο τρίμηνο
για να δικαιολογήσει μια
πρώτη μείωση επιτοκίων
τον Μάρτιο», σύμφωνα με
τον Sanders της Madison
Investments αναφέρει το
δημοσίευμα του ot.gr.
Οι προσδοκίες για μείωση
των επιτοκίων «θα είναι
το ζήτημα για το 2024
και πολλά θα
περιστρέφονται γύρω από
την επιστροφή του
πληθωρισμού στον στόχο
του 2%,» είπε ο Sanders.
“Νομίζουμε ότι κάπου
μεταξύ 75 και 125 μ.β.
μειώσεων επιτοκίων έχουν
νόημα και ότι η πρώτη
κίνηση είναι περισσότερο
πιθανή στην συνεδρίαση
του Ιουνίου. Δεν
νομίζουμε ότι είναι
λογικό να μειώσει το
επιτόκιο νωρίτερα, εκτός
εάν η αγορά εργασίας
πέσει από ένα βράχο”,
ανέφερε χαρακτηριστικά.
Τα μηνύματα των ομολόγων
Την ίδια ώρα, η ιστορία
δείχνει ότι οι αποδόσεις
των αμερικανικών
ομολόγων τείνουν να
πέφτουν τους μήνες που
οδηγούν στην πρώτη
μείωση του επιτοκίου.
Ωστόσο, αυτό δεν
συμβαίνει αυτή τη
στιγμή. Οι αποδόσεις του
κυβερνητικού χρέους
βρίσκονται σε ανοδική
τάση από τα τέλη
Δεκεμβρίου, φτάνοντας
την Παρασκευή (5/1) στα
υψηλότερα επίπεδα τους
σε περισσότερο από δύο
έως τρεις εβδομάδες.
Ενώ οι χρηματοπιστωτικές
αγορές γενικά τείνουν να
είναι αποτελεσματικοί
επεξεργαστές
πληροφοριών, «δεν ήταν
πολύ ακριβείς όσον αφορά
την τιμολόγηση στις
μειώσεις επιτοκίων» αυτή
τη φορά, σχολίασε ο
Lawrence Gillum, ο
επικεφαλής στρατηγικής
σταθερού εισοδήματος για
την LPL Financial. Ο
μεγάλος κίνδυνος για το
2024 είναι εάν οι
οικονομικές συνθήκες
χαλαρώσουν πάρα πολύ και
η Fed κηρύξει τη νίκη
στον πληθωρισμό πολύ
σύντομα, κάτι που θα
μπορούσε να αναζωπυρώσει
τις πιέσεις στις τιμές
με τρόπο που να θυμίζει
την περίοδο της
δεκαετίας του 1970 υπό
τον πρώην πρόεδρο της
Fed, Arthur Burns.
«Πιστεύουμε ότι οι
προσδοκίες για μείωση
επιτοκίων έχουν
προχωρήσει πάρα πολύ
γρήγορα, ενώ η πορεία με
τις αποδόσεις των
ομολόγων είναι ότι η
αγορά αναγνωρίζει ότι
ίσως οι μειώσεις
επιτοκίων δεν θα είναι
τόσο επιθετικές όσο
αυτές που
τιμολογήθηκαν», εξήγησε
ο Gillum. |