|
Ήδη τα κλιματικά
stress tests άρχισαν για
110 ευρωπαϊκές τράπεζες -μεταξύ
των οποίων και οι
τέσσερις ελληνικές
συστημικές- και κατά
γενική ομολογία η άσκηση
θα έχει σημαντικές
δυσκολίες που μπορεί να
επηρεάσουν τα πιστωτικά
ιδρύματα στη χώρα μας,
κυρίως λόγω των ακραίων
κλιματικών συνθηκών που
δεν έχουν ληφθεί υπόψη
σε όλα τους τα μοντέλα,
αναφέρουν έγκυροι
τραπεζικοί παράγοντες.
Κι ενώ τα ελληνικά
πιστωτικά ιδρύματα έχουν
προχωρήσει σε σημαντικό
βαθμό τα σχέδια προς την
επίτευξη ορισμένων εκ
των στόχων, παραμένουν
δυσλειτουργίες ορατές
διά γυμνού οφθαλμού.
Για παράδειγμα, οι
τέσσερις τράπεζες δεν
έχουν συμφωνήσει στο
περιεχόμενο και
δεν έχουν αποστείλει
ακόμη στις μεγάλες
επιχειρήσεις-πελάτες
τους τα ερωτηματολόγια
για τα κριτήρια ESG,
ώστε να μπορούν να
ξεκινήσουν τη
βαθμονόμηση της
πελατειακής τους βάσης.
Οι τράπεζες καλούνται να
ποσοτικοποιήσουν μέσα
από το νέο κλιματικό
test, το οποίο βρίσκεται
σε πλήρη ανάπτυξη από
την Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα (ΕΚΤ), σε ποιον
βαθμό λαμβάνουν υπόψη
τους στις πιστώσεις τους
τον κλιματικό κίνδυνο
και εάν ναι, με ποιον
τρόπο αυτό αποτυπώνεται
στους ισολογισμούς τους.
Οι κίνδυνοι
Η κλιματική αλλαγή
επηρεάζει τον τρόπο με
τον οποίο λειτουργεί η
οικονομία. Αυτό
συμβαίνει ως αποτέλεσμα
δύο ειδών κινδύνου: των
φυσικών κινδύνων που
συνεπάγεται το
μεταβαλλόμενο κλίμα,
συμπεριλαμβανομένων
συχνότερων ή σοβαρότερων
καιρικών φαινομένων,
όπως πλημμύρες, ξηρασίες
και καταιγίδες, καθώς
και των κινδύνων
μετάβασης προς μια
οικονομία ουδέτερου
ισοζυγίου άνθρακα.
Οι κίνδυνοι αυτοί
επηρεάζουν δείκτες, όπως
ο πληθωρισμός, η
οικονομική ανάπτυξη, η
χρηματοπιστωτική
σταθερότητα και η
μετάδοση της
νομισματικής πολιτικής.
Επηρεάζουν, επίσης, την
αξία και το προφίλ
κινδύνου των στοιχείων
ενεργητικού στον
ισολογισμό του
ευρωσυστήματος.
Η κλιματική αλλαγή έχει
σημασία για το έργο της
ΕΚΤ, που ως κεντρική
τράπεζα και ως εποπτική
αρχή πρέπει να λαμβάνει
υπόψη την επίδραση της
κλιματικής αλλαγής στις
εργασίες της για τη
διατήρηση της
σταθερότητας των τιμών
και της
χρηματοπιστωτικής
σταθερότητας. Αυτό
σημαίνει ότι παράμετροι
που σχετίζονται με την
κλιματική αλλαγή πρέπει
να ενσωματωθούν στην
ανάλυση και τη λήψη
αποφάσεων της ΕΚΤ και
αντιστοίχως
των τραπεζών:
α) στα μακροοικονομικά
υποδείγματα, στις
προβολές και στα
σενάρια,
β) στην αξιολόγηση της
χρηματοπιστωτικής
σταθερότητας,
γ) στην ανάλυση και στη
διαμόρφωση της
νομισματικής πολιτικής,
δ) στο πλαίσιο
διαχείρισης κινδύνων.
ΕΚΤ: Αντικείμενο
διαρκούς έρευνας
Το κλίμα έχει αρχίσει να
γίνεται αντικείμενο
διαρκούς έρευνας από την
ΕΚΤ σε δύο άξονες: α)
πραγματικές δράσεις σε
σχέση με τις τράπεζες
και β) αποφυγή
«ξεπλύματος»
διαδικασιών, δηλαδή έργα
τα οποία δεν πληρούν
τα κριτήρια να
βαφτίζονται πράσινα.
Σε πρόσφατη έρευνα του
blog της ΕΚΤ
διαπιστώθηκε πως οι
τράπεζες μιλούν
περισσότερο για το
περιβάλλον. Τέτοιες
συζητήσεις, ωστόσο, δεν
συμβαδίζουν με χορήγηση
πιστώσεων προς πράσινους
δανειολήπτες ή πράσινα
δάνεια. Το ιστολόγιο της
ΕΚΤ διαπιστώνει μια
αποσύνδεση επί του
θέματος: οι τράπεζες που
μιλούν περισσότερο για
τις περιβαλλοντικές
πολιτικές και τους
στόχους τους τείνουν να
δανείζουν περισσότερα σε
«καφέ βιομηχανίες».
Σε ό,τι αφορά το stress
test που «τρέχει», η ΕΚΤ
θα επιχειρήσει να
ελέγξει:
Πόσο μεγάλη είναι η
έκθεση των τραπεζών σε
κλιματικούς κινδύνους.
Στο σημείο αυτό θα
συνυπολογιστούν οι
ειδικές συνθήκες σε ό,τι
αφορά το κλίμα της
χώρας, αλλά και σε ό,τι
αφορά τις χορηγήσεις σε
επιχειρήσεις όπου οι
κίνδυνοι είναι
ενισχυμένοι λόγω
κλιματικής αλλαγής. Οι
πρόσφατες πυρκαγιές στη
Ρόδο ή οι πλημμύρες στη
Θεσσαλία αποτελούν σαφή
παραδείγματα για το τι
ακριβώς επιχειρείται να
καταγραφεί από τη
συγκεκριμένη άσκηση.
Μηχανισμούς που έχουν
αναπτύξει οι τράπεζες
για την αξιολόγηση των
κινδύνων και για την
αντιμετώπισή τους. Μέσα
στη διαδικασία αυτή
ενσωματώνεται και η
τιμολόγηση στην οποία
προβαίνουν τα πιστωτικά
ιδρύματα, αλλά και οι
απαιτήσεις για την
ασφάλιση της
δραστηριότητας των
επιχειρήσεων.
Έκθεση των τραπεζών σε
δευτερογενείς επιπτώσεις
από παρόμοιους
κινδύνους. Ως
δευτερογενής επίπτωση
είναι μια ολόκληρη
περιοχή να μην μπορεί να
λειτουργήσει επί μακρόν
έπειτα από μια κλιματική
καταστροφή, έστω και εάν
οι πελάτες των τραπεζών
δεν έχουν υποστεί
πρωτογενή ζημιά.
Το κόστος
Στο πλαίσιο όλων των
παραπάνω απαιτήσεων, από
το 2024 όλες οι μεγάλες
επιχειρήσεις θα πρέπει
να αναφέρουν τις
εκπομπές τους σε
διοξείδιο του άνθρακα,
αλλά και τους κινδύνους
τους οποίους τυχόν
αντιμετωπίζουν από την
κλιματική αλλαγή. Ως
μεγάλες επιχειρήσεις
θεωρούνται όσες
απασχολούν περισσότερους
από 250 εργαζόμενους και
έχουν τζίρο άνω των 40
εκατ. ευρώ. Περίπου
1.000 τέτοιες
επιχειρήσεις αποτελούν
πελάτες των ελληνικών
τραπεζών.
Στο πλαίσιο αυτό
εντάσσεται και η
πρωτοβουλία των
πιστωτικών ιδρυμάτων για
τη δημιουργία
πλατφόρμας, στην οποία
οι μεγάλες
επιχειρήσεις-πελάτες
τους θα αναφέρονται σε
μια σειρά από κρίσιμα
ζητήματα για τους
κινδύνους που
αντιμετωπίζουν από την
κλιματική αλλαγή,
πρωτογενώς ή και
δευτερογενώς. Η
πρωτοβουλία, ωστόσο,
όπως αναφέρθηκε, δεν
έχει ολοκληρωθεί ακόμη.
Στόχος όλων των παραπάνω
πρωτοβουλιών είναι η
συνδιαμόρφωση της
τιμολογιακής πολιτικής
των πιστωτικών
ιδρυμάτων. Είναι
απολύτως βέβαιο πως τα
επιτόκια θα
μεταβάλλονται σταδιακά
και θα γίνονται αρκετά
πιο ακριβά στις
ρυπογόνες βιομηχανίες.
Ήδη σε τράπεζες στην
Ευρώπη οδηγούν τις
χρηματοδοτήσεις των
επιχειρήσεων με τέτοια
κριτήρια.
Τα ορόσημα
Το δεύτερο κλιματικό
stress test άρχισε την
1η Δεκεμβρίου και θα
διαρκέσει μέχρι τις 12
Μαρτίου 2024. Το θέμα
είναι η άμεση απαίτηση
για μείωση
των εκπομπών του
διοξειδίου του άνθρακα
κατά 55% έως το 2030.
Έτσι, εντατικοποιούνται
οι προσπάθειες, ώστε να
επιτευχθούν οι στόχοι
και μοιραία
δημιουργούνται σημαντικά
κόστη για τη λειτουργία
των επιχειρήσεων και των
τραπεζών.
Τα αποτελέσματα σε αυτήν
τη φάση της άσκησης
απλώς θα καταμετρηθούν,
μιας και η εν εξελίξει
διαδικασία θα πρέπει να
θεωρείται το πρώτο
στάδιο της επόμενης
άσκησης, της οποίας το
αποτέλεσμα θα
προσμετρηθεί στα
κεφάλαια των τραπεζών.
Έτσι, λοιπόν, η ΕΚΤ
κρούει σωστά καμπανάκι
κινδύνου για τις
τράπεζες.
Στο κλιματικό stress
test ζητείται από τις
τράπεζες να αναφέρουν
συγκεντρωτικά δεδομένα
και δεδομένα σε επίπεδο
αντισυμβαλλομένων
(δηλαδή πελατών) με
στοιχεία που έχουν στη
διάθεσή τους τα
πιστωτικά ιδρύματα από
τον Δεκέμβριο του 2022.
Πηγή: Ναυτεμπορική |