|
Η γνωστή αλυσίδα
σαντουϊτσάδικων ιδρύθηκε
το 1965 από έναν 17χρονο
και έναν πυρηνικό φυσικό
και έφτασε να μετρά
σήμερα περισσότερα από
44.000 καταστήματα σε
112 χώρες.
Όπως γράφουν τα διεθνή
μέσα, μία λιγούρα ήταν
αρκετή να τροφοδοτήσει
την ιδέα δημιουργίας των
Subway, τα οποία
αργότερα έγιναν μία από
τις μεγαλύτερες αλυσίδες
εστιατορίων.
O Peter Buck ήταν ο
άνθρωπος που από 27
χρονών και με μόνο 1.000
δολάρια budget έφτιαξε
μία αυτοκρατορία που
υπάρχει και πουλάει
σάντουιτς σε όλο τον
κόσμο. Σε κάθε γωνιά της
γης μπορεί πλέον κανείς
να βρει ένα κατάστημα
Subway.

O Peter Buck
Η αρχή
Η Subway ιδρύθηκε το
1965 από τον Fred DeLuca
και τον Peter Buck. Ο
17χρονος DeLuca, γιος
ενός εργάτη εργοστασίου,
ήλπιζε να σπουδάσει
ιατρική και για αυτό
έπιασε δουλειά για το
καλοκαίρι σε ένα
κατάστημα με εργαλεία.
Βλέποντας ότι ο μισθός
του δεν επρόκειτο να
καλύψει τα έξοδα των
σπουδών του, σκέφτηκε να
ανοίξει ένα
σαντουϊτσάδικο.
Μια Κυριακή του Ιουλίου
του 1965 ξεκίνησε μια
συνεργασία που θα άλλαζε
για πάντα τη βιομηχανία
του φαστ φουντ. Σε ένα
οικογενειακό
μπάρμπεκιου, ο DeLuca
προσέγγισε τον Buck,
έναν πυρηνικό φυσικό που
δούλευε για την General
Electric και ήταν φίλος
της οικογένειας του.
Εκείνος έκανε την αρχική
επένδυση των 1.000
δολαρίων και έτσι
δημιουργήθηκε το «Pete’s
Super Submarines», στο
Μπίτζπορτ του
Κονέκτικατ. Στις ΗΠΑ,
submarines ή subs
ονομάζονται τα σάντουιτς
-ζεστά ή κρύα- που
φτιάχνονται από μία
στρογγυλή μπαγκέτα
ψωμιού κομμένη στη μέση,
αφού το σχήμα τους
θυμίζει υποβρύχιο. Από
εκεί πήρε και το όνομά
της η επιχείρηση.
Ο Buck θυμόταν την παλιά
γειτονιά Ιταλών
μεταναστών όταν ήταν
πολύ μικρό παιδί και τα
μαγαζιά με τα φαγητά που
υπήρχαν εκεί. Όλοι τότε
έκαναν ουρές για ένα
σάντουιτς. Ο ίδιος είχε
τρεις κανόνες που δεν
καταπατούσε ποτέ: Πάντα
να δίνεις την καλύτερη
ποιότητα στους πελάτες
σου, οι τιμές σου να
είναι λογικές και να μην
σταματάς ποτέ να
εξελίσσεσαι.
Από τότε ο Buck και μετά
από σκληρή δουλειά
κατάφερε να κάνει το
πρώτο του
δισεκατομμύριο. Ναι κι
όλα αυτά από ένα απλό
μαγαζάκι με σάντουιτς.
Πριν από το θάνατο του
το περιοδικό Forbes τον
είχε ανακηρύξει στον πιο
πλούσιο ιδιοκτήτη
ακινήτων στις ΗΠΑ.

O Fred DeLuca
Από την άλλη πλευρά, ο
νεαρός DeLuca έβαλε την
οικογένειά του να
βοηθήσει στο μαγαζί. Η
μητέρα του έκανε
συσκέψεις στο τραπέζι
της κουζίνας και
αργότερα έγινε
διευθύντρια της
εταιρείας. Η αδερφή του
έγινε αντιπρόεδρος,
υπεύθυνη λειτουργίας και
έρευνας και ανάπτυξης.
Τελικά, καθώς η
επιχείρηση μεγάλωνε, ο
DeLuca εγκατέλειψε τα
σχέδιά του να γίνει
γιατρός (αν και πήρε
πτυχίο ψυχολογίας).
Το 1974, οι δύο
συνέταιροι άρχισαν να
πουλάνε τα δικαιώματα
franchise και έτσι, έως
το 1978, η Subway είχε
ανοίξει το 100ο
κατάστημά της, ενώ το
1987 έσπασε το φράγμα
των 1.000 εστιατορίων.
Αρχή και φιλοσοφία της
Subway ήταν να
προετοιμάζονται τα
λαχταριστά σάντουιτς
μπροστά στο πελάτη με τα
υλικά που αυτός προτιμά.
Γι’ αυτό -σύμφωνα με το
σλόγκαν- υπάρχουν 1
εκατομμύριο διαφορετικοί
συνδυασμοί που μόνο στην
Subway μπορείς να βρει
κανείς. Ένα τυπικό
εστιατόριο της Subway
αποτελούνταν από έναν
μικρό χώρο με έναν
διαφανή πάγκο που
περιέχει υλικά για
σάντουιτς. Πίσω από τον
πάγκο βρίσκονταν οι
φούρνοι στους οποίους
ψήνονται ψωμάκια για
σάντουιτς.
Η Roark Capital
Σημειώνεται πως η Roark
Capital που εξαγοράζει
την Subway έχει επίσης
στην κατοχή της μεγάλα
brand της εστίασης, όπως
τα Dunkin’,
Baskin-Robbins, Sonic,
Arby’s, Buffalo Wild
Wings, Jimmy John’s,
Auntie Anne’s, Carvel
και Cinnabon.
Η ανακοίνωση πώλησης
έβαλε ένα τέλος στη
μακρά διαδικασία πώλησης
που ξεκίνησε τον
περασμένο Φεβρουάριο. Η
Subway αξίωνε 10
δισεκατομμύρια, μία τιμή
που βρήκαν αποτρεπτικά
υψηλή πολλοί πιθανοί
μνηστήρες, όπως όμιλοι
εστιατορίων, αφήνοντας
μόνο τις εταιρείες
ιδιωτικού επενδυτικού
κεφαλαίου να
«κονταροχτυπηθούν»
μεταξύ τους. Προσφορές
φέρονται να κατέθεσαν
επίσης οι TDR Capital
και Sycamore Partners.
Subway και Roark δεν
έχουν κάνει ακόμη
γνωστούς τους όρους της
συμφωνίας, ωστόσο
σύμφωνα με την Wall
Street Journal η τελική
προσφορά φέρεται να ήταν
περίπου 9,6
δισεκατομμύρια δολάρια.
Πηγή: Οικονομικός
Ταχυδρόμος |