|
Με αφορμή επίσης
τις καθυστερήσεις σε
έργα συνδεδεμένα με το
Ταμείο Ανάκαμψης, όπως
για παράδειγμα ο ΒΟΑΚ,
υπάρχει κίνδυνος να
χαθούν πόροι. Σύμφωνα με
πρόσφατη ανάλυση της
Τραπέζης της Ελλάδος, λιγότερο
από το ¼ των πόρων που
είχε λάβει η Ελλάδα ως
δάνεια από το ΤΑΑ μέχρι
τον Απρίλιο του 2024
είχαν φτάσει στους
τελικούς αποδέκτες τους
(ιδιωτικές
επιχειρήσεις). Ο
λόγος; Κυρίως εξαιτίας
της γραφειοκρατίας.
Για τις επιχορηγήσεις το
ποσοστό αυτό ήταν
σημαντικά μεγαλύτερο,
στο 45% του ποσού που
έχει ληφθεί από το
Ταμείο Ανάκαμψης. Ένα
επιπλέον 31% είχε
μεταφερθεί στις
περιφέρειες, τους δήμους
και άλλες αρχές και
οργανισμούς υλοποίησης,
χωρίς όμως να υπάρχουν
δημόσια διαθέσιμα
στοιχεία για την πορεία
των επιμέρους
χρηματοδοτούμενων έργων.
Το 95% των επενδύσεων
και πάνω από το 60% των
μεταρρυθμίσεων του
σχεδίου «Ελλάδα 2.0»
είναι προγραμματισμένες
να ολοκληρωθούν την
τριετία 2024–2026
Ποιοι είναι οι
μεγαλύτεροι αποδέκτες;
Ο Ευρωπαίος Επίτροπος
Valdis Dombrovskis και
Paolo Gentiloni προ
ολίγων ημερών
αναφέροντας εμμέσως πλην
σαφώς πως η Κομισιόν δεν
έχει λάβει ακόμα για τον
τρέχον έτος τη λίστα με
τους αποδέκτες. Από την
απάντηση προκύπτει ότι
μόνο η Ελλάδα και η
Βουλγαρία δεν έχουν
ακόμη γνωστοποιήσει τον
κατάλογο με τους 100
μεγαλύτερους δικαιούχους
χρηματοδοτήσεων γι το
τρέχον έτος. Εάν δεν
αποσταλούν τα στοιχεία
μέσα στον Οκτώβρη θα
ληφθούν μέτρα σύμφωνα με
τον κανονισμό.
Σύμφωνα με στελέχη της
κυβέρνησης ο κανονισμός
αναφέρει να
γνωστοποιείται η λίστα
δυο φορές το χρόνο. Η
Ελλάδα έχει δημοσιεύσει
δυο φορές τη λίστα το
2023, όταν εντάχθηκε η
πρόβλεψη αυτή στον
Κανονισμό.
Ωστόσο, η Ελλάδα και η
Βουλγαρία είναι οι
μοναδικές χώρες που
αναμένεται να στείλουν
τα στοιχεία. Το ερώτημα
είναι σημαντικό και
είναι γιατί η Ελλάδα δεν
έχει οριστικοποιήσει
ακόμα τους 100 πρώτους
αποδέκτες.
Αφορμή για τις
απαντήσεις τις Κομισιόν
στάθηκαν οι ερωτήσεις
που έθεσε ο
Ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ
Νικόλας Φαραντούρης για
την πορεία του Ταμείου
Ανάκαμψης στην Ευρώπη,
μιλώντας στην Επιτροπή
Προϋπολογισμών της
Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η τελευταία λίστα
δημοσιεύτηκε τον
Δεκέμβριο του 2023 και
είναι αναρτημένη στην
ιστοσελίδα για το Ελλάδα
2.0.
Σύμφωνα με τα στοιχεία,
η τελευταία λίστα
δημοσιεύτηκε τον
Δεκέμβριο του 2023 και
είναι αναρτημένη στην
ιστοσελίδα για το Ελλάδα
2.0. Δείτε
εδώ
Το in απευθύνθηκε
στο αρμόδιο υπουργείο
(Εθνικής Οικονομίας και
Οικονομικών με
επικεφαλής τον κ. Νίκο
Παπαθανάση). Στο ερώτημα
γιατί δεν έχει η Ελλάδα
αποστείλει ακόμα τη
λίστα για το 2024, η
Ειδική Υπηρεσία
Συντονισμού Ταμείου
Ανάκαμψης αναφέρει τα
εξης: Η Ελλάδα
συμμορφώνεται πλήρως με
τον Κανονισμό του Ταμείο
Ανάκαμψης και
Ανθεκτικότητας και
δημοσιεύει τα στοιχεία
δύο φορές το χρόνο. Ο
Κανονισμός δεν προβλέπει
συγκεκριμένες
ημερομηνίες το έτους για
τη δημοσιοποίηση,
επομένως δεν τίθεται
ζήτημα καθυστέρησης
σύμφωνα με τον
Κανονισμό. Για το τρέχον
έτος η πρώτη
δημοσιοποίηση των
στοιχείων θα γίνει τον
Οκτώβριο και η επόμενη
πριν το τέλος του έτους.
Κρίσιμο σταυροδρόμι
Έχοντας διανύσει η
Ελλάδα πλέον τη μισή
διαδρομή, η ελληνική
οικονομία, η κυβέρνηση
στέκονται σ’ ένα κρίσιμο
σταυροδρόμι ως προς το
Ταμείο Ανάκαμψης. Η
πορεία στο εξής
αναμένεται να είναι
αρκετά πιο απαιτητική.
Σύμφωνα με
οικονομολόγους αλλά και
με την πρόσφατη ανάλυση
της Eurobank το νέο
σχέδιο που υπέβαλε η
Ελλάδα τον Ιούλιο του
2023 και εγκρίθηκε τον
Ιούλιο του 2024 ήταν
αρκετά πιο οπισθοβαρές
από το αρχικό, τόσο
ποσοτικά όσο και
ποιοτικά.
Το 95% των επενδύσεων
και πάνω από το 60% των
μεταρρυθμίσεων του
σχεδίου «Ελλάδα 2.0»
είναι προγραμματισμένες
να ολοκληρωθούν κατά το
δεύτερο μισό της
προγραμματικής περιόδου,
δηλαδή κατά την τριετία
2024–2026. Επιπρόσθετα,
οι επενδύσεις και οι
μεταρρυθμίσεις αυτές δεν
είναι μόνο περισσότερες
αριθμητικά, αλλά είναι
και οι πιο σημαντικές
για τη μελλοντική πορεία
της οικονομίας και
παράλληλα οι πιο
απαιτητικές.Κατά την
πρώτη τριετία, τα
περισσότερα ορόσημα
αφορούσαν την ψήφιση
νόμων, την εκπόνηση
σχεδίων και μελετών και
την προκήρυξη
διαγωνισμών.
Κατά τη δεύτερη τριετία,
αφορούν την εφαρμογή των
μεταρρυθμίσεων, την
ολοκλήρωση των έργων,
ενώ υπεισέρχεται και η
επίτευξη ποσοτικά
μετρήσιμων στόχων.
Την περασμένη εβδομάδα
δημοσιεύτηκε το πρώτο
τμήμα της Έκθεσης που
συνέταξε για λογαριασμό
της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
μια ομάδα διακεκριμένων
ερευνητών υπό τον πρώην
Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας Μάριο
Ντράγκι («Το μέλλον της
ευρωπαϊκής
ανταγωνιστικότητας»).
Σύμφωνα με την ανάλυση
της Eurobank, στην
έκθεση τονίζεται η
σημασία της ανάκτησης
της ανταγωνιστικότητας
για το μέλλον της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε
να βρεθεί ξανά η
τελευταία σε θέση να
ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ και
την Κίνα στις διεθνείς
αγορές.

Για την επίτευξη αυτού
του στόχου απαιτούνται
διαρθρωτικές
μεταρρυθμίσεις που θα
ενισχύσουν την
καινοτομία, θα στηρίξουν
την προσπάθεια
απανθρακοποίησης και θα
ενισχύσουν την ασφάλεια
του συνασπισμού, αλλά
και επιπρόσθετες
επενδύσεις. Για την
χρηματοδότηση αυτού του
σχεδίου εκτιμάται ότι
απαιτούνται επιπλέον
επενδύσεις τουλάχιστον
€750 με €800 δισεκ. σε
ετήσια βάση, οι οποίες
αντιστοιχούν στο 4,4% με
4,7% του ΑΕΠ του 2023.
Στόχος η αύξηση των
επενδύσεων στην ΕΕ27 από
το 22% του ΑΕΠ στο 27%.
Η χρηματοδότησή
επενδύσεων τέτοιας
κλίμακας, αναφέρεται
στην Έκθεση, προϋποθέτει
και τη συμμετοχή του
δημόσιου τομέα, ο οποίος
θα πρέπει να αντλήσει
μέρος των απαιτούμενων
πόρων από τις αγορές.
Προς το παρόν όμως
ομοφωνία για κάτι τέτοιο
δε φαίνεται να υπάρχει.
Η Ελλάδα υστερεί
σημαντικά και στην
καινοτομία
Η συμμετοχή των
επενδύσεων παγίων στο
ΑΕΠ της Ελλάδας το 2023
βρισκόταν μόλις στο 14%.
Αν και αυξημένη σε σχέση
με τα προ-πανδημίας
επίπεδα, όταν είχε
υποχωρήσει κάτω από το
11%, παρέμενε η
χαμηλότερη μεταξύ των
χωρών-μελών της ΕΕ27.
Η Ελλάδα υστερεί
σημαντικά και στην
καινοτομία, η οποία
αποτελεί βασική
κινητήρια δύναμη της
οικονομικής ανάπτυξης
και βρίσκεται σε σχέση
αλληλοτροφοδότησης με
τις επενδύσεις.
Χαρακτηριστικά, σύμφωνα
με το Παγκόσμιο
Οργανισμό Πνευματικής
Ιδιοκτησίας του
Οργανισμού Ηνωμένων
Εθνών, η Ελλάδα το 2023
βρισκόταν μόλις στην 24η
θέση στην ΕΕ27 και στην
37η θέση μεταξύ των 50
χωρών υψηλού εισοδήματος
στον δείκτη καινοτομίας.
Διαχρονικά εμφανίζει
στασιμότητα, καθώς μετά
από μια βελτίωση της
σχετικής της θέσης κατά
την περίοδο της κρίσης
και των προγραμμάτων
προσαρμογής, από το 2017
και έπειτα διακυμαίνεται
μεταξύ της 40ης και της
50ης θέσης στη διεθνή
κατάταξη, χωρίς εμφανή
τάση βελτίωσης.
Πηγή: Ελένη Στεργίου –
in.gr |