«Φανταστείτε έναν κόσμο
όπου υπάρχει ένας
γιατρός που λειτουργεί
με τεχνητή νοημοσύνη και
κάνει τους πάντες πιο υγιείς σε
ολόκληρο τον κόσμο.
Φανταστείτε έναν κόσμο
όπου έχετε έναν δάσκαλο
που λειτουργεί με
τεχνητή νοημοσύνη και
αυξάνει την εκπαιδευτική
ικανότητα όλων
σε κάθε γλώσσα
παγκοσμίως», είπε ο
Schmidt.
«Αυτά
είναι αξιοσημείωτα.
Και αυτές οι
τεχνολογίες, που είναι
γενικά γνωστές ως μεγάλα
γλωσσικά μοντέλα,
μπορούν σίγουρα να το
επιτύχουν».
«Αλλά, ταυτόχρονα»,
προσέθεσε,
«αντιμετωπίζουμε νέες
προκλήσεις από
αυτή την τεχνολογία,
όπως π.χ.
η παραπληροφόρηση των
deepfakes ή το
ενδεχόμενο οι άνθρωποι
να αρχίσουν να
ερωτεύονται τον AI
δάσκαλό τους».
Η τεχνολογία τεχνητής
νοημοσύνης έχει βρεθεί
στο επίκεντρο του
ενδιαφέροντος από τότε
που κυκλοφόρησε
λογισμικό όπως το ChatGPT –
ένα chatbot που
βασίζεται σε μεγάλες
ποσότητες δεδομένων και
αλγορίθμων, ώστε να
μπορεί να συνδυάζει
λέξεις απαντώντας σε
ερωτήματα, σύμφωνα με
το Insider.
Παρά τα πολλά θετικά της
τεχνολογίας, ορισμένοι
ηγέτες του κλάδου και
ειδικοί ζήτησαν
να τεθεί ένα μορατόριουμ στην
περαιτέρω ανάπτυξή της
λόγω ανησυχιών σχετικά
με τη διάδοση της
παραπληροφόρησης, την
αυτοματοποίηση και σταδιακή
κατάργηση των θέσεων
εργασίας που
αυτή τη στιγμή
απασχολούν ανθρώπους και
τις απειλές των
deepfakes.
Ο Schmidt, ο οποίος
υπήρξε διευθύνων
σύμβουλος της Google από
το 2001 έως το 2011 και
εκτελεστικός πρόεδρος
της εταιρείας από το
2011 έως το 2015, ανέλυσε
τα θετικά και τους
κινδύνους της
τεχνολογίας τεχνητής
νοημοσύνης κατά τη
διάρκεια της
συνέντευξης.
Ο Schmidt είπε ότι
ανησυχεί για το πώς η
τεχνητή νοημοσύνη μπορεί
να χρησιμοποιηθεί στη «βιολογία,
ή σε επιθέσεις στον
κυβερνοχώρο, ή
σε τέτοιου είδους
εφαρμογές, ειδικά στη χειραγώγηση του
τρόπου με τον οποίο
λειτουργεί το πολιτικό
σώμα και ειδικότερα πώς
λειτουργούν οι
δημοκρατίες».
Έκλεισε λέγοντας ότι
ολόκληρος ο κλάδος της
τεχνητής νοημοσύνης
πρέπει να ενωθεί για να
βρει τις κατάλληλες «ασφαλιστικές
δικλείδες»,
καθώς η τεχνολογία θα
συνεχίσει να
αναπτύσσεται και να
γίνεται ικανότερη. |