|
Το spread
του ελληνικού 10ετούς
ομολόγου έναντι
του γερμανικού έχει
υποχωρήσει στις 122
μονάδες βάσης και στα
χαμηλότερα επίπεδα από
τον Οκτώβριο του 2021,
με το ράλι να έχει
ενταθεί έπειτα από τον
πρώτο γύρο των εκλογών
και να συνεχίζεται και
την τελευταία εβδομάδα.
Μάλιστα τα ελληνικά
ομόλογα έχουν καταγράψει
τη μεγαλύτερη βελτίωση
στην Ευρωζώνη από τον
περασμένο Ιούλιο όπου η
ΕΚΤ ξεκίνησε τις
αυξήσεις επιτοκίων, με
την πτώση του spread να
ξεπερνάει τις 100 μ.β.
To spread έναντι της
Ιταλίας κινείται σταθερά
σε αρνητικό έδαφος, με
τα ελληνικά ομόλογα να
διαπραγματεύονται κατά
περίπου 55 μ.β.
χαμηλότερα από τα
ιταλικά, ενώ το spread
έναντι της Ισπανίας έχει
μειωθεί σε πολυετή
χαμηλά, με την απόδοση
του ελληνικού 10ετούς
στο 3,63% την Παρασκευή,
να κινείται μόλις 23
μ.β. υψηλότερα έναντι
του 3,4% του ισπανικού.
Το ελληνικό Δημόσιο
δανείζεται φθηνότερα
πλέον από χώρες όπως η
Κύπρος, η Μάλτα, η
Κροατία, η Λετονία, η
Σλοβακία, η Σλοβενία και
η Λιθουανία – όλες χώρες
με επενδυτική βαθμίδα αν
κοιτάξουμε την περιοχή
της Ευρωζώνης–, ενώ αν
και η σύγκριση δεν είναι
ίση, λόγω διαφορετικών
νομισμάτων και συνθηκών,
δανείζεται (πολύ)
φθηνότερα και από τις
ΗΠΑ και το Ηνωμένο
Βασίλειο.
Οπως έχει σημειώσει η
«Κ», η Ελλάδα δανείζεται
φθηνότερα ακόμη και από
την Κομισιόν σε ό,τι
αφορά τις διάρκειες 2-3
ετών, ενώ στη 10ετία
κινείται μόλις 60 μ.β.
υψηλότερα. Αυτό βέβαια
είναι περισσότερο
«τεχνικό» θέμα, καθώς η
Ε.Ε. δεν αντιμετωπίζεται
από τους επενδυτές ως
ένας «κρατικός
δανειστής» και γι’ αυτό
εξάλλου ξεκίνησε την
περασμένη εβδομάδα
έρευνα στους διεθνείς
επενδυτές ώστε να
εντοπίσει τρόπους για να
ενισχύσει τις
συναλλαγές, τη
ρευστότητα και την
ελκυστικότητα των
ομολόγων που εκδίδει.
Είναι σημαντικό πως παρά
το τριπλό «Α» που δίνουν
οι οίκοι αξιολόγησης
στην Ε.Ε., τα ομόλογά
της δεν
συμπεριλαμβάνονται στους
διεθνείς δείκτες
ομολόγων.
Η εξήγηση της
υπεραπόδοσης των
ελληνικών ομολόγων είναι
πολύ απλή, επισημαίνουν
στην «Κ» αναλυτές και
διαχειριστές κρατικού
χρέους. Ενας
λόγος είναι τα θεμελιώδη
μεγέθη της οικονομίας
και οι προοπτικές της
και ένας άλλος είναι το
μικρό μέγεθος της
ελληνικής αγοράς και το
γεγονός ότι τα ελληνικά
ομόλογα είναι ουσιαστικά
«δυσεύρετα».
«Η θεαματική υπεραπόδοση
των ελληνικών ομολόγων
είναι ο συνδυασμός ενός
θετικού μακροοικονομικού
περιβάλλοντος
(συμπεριλαμβανομένου του
εκλογικού αποτελέσματος
και των καλύτερων
δημοσιονομικών
προοπτικών) και της
έλλειψης ρευστότητας», σημειώνει
στην «Κ» ο Αντουάν
Μπουβέ,
επικεφαλής αναλυτής της
ING. «Η διασπορά (free
float) των ελληνικών
ομολόγων είναι ένα μικρό
μέρος του χρέους της
κυβέρνησης και είναι μια
μικρότερη αγορά από τις
περισσότερες στην
Ευρωζώνη. Αυτό σημαίνει
ότι όταν (όπως συμβαίνει
τώρα) το μακροοικονομικό
περιβάλλον βελτιώνεται,
η αγορά δεν είναι σε
θέση να ανταποκριθεί
στην πρόσθετη ζήτηση»,
όπως εξηγεί.
Την ίδια στιγμή, η αγορά
ποντάρει στην επενδυτική
βαθμίδα, με αποτέλεσμα
πολλές επενδυτικές
τράπεζες να αγοράζουν
ελληνικά ομόλογα ώστε να
μπορέσουν να τα
διαθέσουν στους πελάτες
τους όταν επιτευχθεί το
«ορόσημο».
Αν και για να ενταχθεί η
Ελλάδα στους διεθνείς
δείκτες ομολόγων θέλει
πάνω από μία βαθμολογία
επενδυτικής βαθμίδας,
ωστόσο θεωρείται πως,
όπως συνέβη και με την
Πορτογαλία τον
Σεπτέμβριο του 2017, θα
υπάρξουν σημαντικές
εισροές με την πρώτη
αναβάθμιση. Αυτή, κατά
τους επενδυτικούς
οίκους, αναμένεται τον
Σεπτέμβριο από την DBRS
ή το αργότερο τον
Οκτώβριο από την S&P. H
JP Morgan εκτίμησε πριν
από μερικές ημέρες πως
ακόμη και εντός του 2023
η Ελλάδα θα καταφέρει να
λάβει το investment
grade από τρεις οίκους,
γεγονός που σημαίνει πως
πριν κλείσει η χρονιά θα
βρεθεί στο γκρουπ των
«επενδύσιμων» χωρών,
προσελκύοντας ένα
μεγαλύτερο κοινό
επενδυτών, με
μακροπρόθεσμο ορίζοντα
και ποιοτικά
χαρακτηριστικά.
«Η αναβάθμιση σε
επενδυτική βαθμίδα θα
φέρει πολλές παθητικές
αγορές από funds που
επενδύουν στους βασικούς
διεθνείς δείκτες
ομολόγων, οι οποίες θα
κινηθούν περίπου στα
16-18 δισ. ευρώ», επισημαίνει
στην «Κ» διαχειριστής
γαλλικής τράπεζας που
διαπραγματεύεται και
ελληνικά ομόλογα.
Δεδομένου ότι υπάρχουν
μόνο 74 δισ. ευρώ
ελληνικών ομολόγων σε
κυκλοφορία, εκ των
οποίων τα 35 δισ. ευρώ
βρίσκονται στην ΕΚΤ,
αυτό είναι σίγουρα ένα
σημαντικό μέγεθος.
Παράγοντες της αγοράς
επισημαίνουν στην «Κ» πως
η αντίληψη απέναντι στην
Ελλάδα έχει αλλάξει
σημαντικά, με τη χώρα να
βρίσκεται στο επίκεντρο
της προσοχής και του
θαυμασμού. Αυτό που
κάνει την Ελλάδα να
ξεχωρίζει, όπως εξηγούν,
είναι η πολιτική
σταθερότητα. Μια
κυβέρνηση με ισχυρή
πλειοψηφία αποτελεί
συνεπώς το εισιτήριο για
την επενδυτική βαθμίδα,
καθώς αυτό σημαίνει
αυτόματα διατήρηση της
πορείας της χώρας στις
δημοσιονομικές και
μεταρρυθμιστικές της
δεσμεύσεις. «Το μόνο
εμπόδιο μπροστά στην
αναβάθμιση της
αξιολόγησης της Ελλάδας
είναι η πολιτική
αβεβαιότητα. Αν υπάρξει
αλλαγή της πολιτικής η
οποία θα οδηγήσει σε
παύση τις διαρθρωτικές
μεταρρυθμίσεις και των
εισροών του Ταμείου
Ανάπτυξης, η πτωτική
τάση του δείκτη χρέους
προς ΑΕΠ το 2023-2025
μπορεί να μην
υλοποιηθεί», όπως
σημειώνει και η Société
Générale. Αξίζει να
επισημανθεί πως σύμφωνα
με το Ελληνικό Πρόγραμμα
Σταθερότητας, ο δείκτης
του χρέους προς ΑΕΠ θα
μειωθεί στο 135,2% έως
το 2026, χαμηλότερα από
τον δείκτη χρέους της
Ιταλίας (140,4%).
Πηγή: Καθημερινή |