Όμως, έστω και εάν οι
θέσεις στα μετρητά
μοιάζουν πιο ελκυστικές,
η UBS τονίζει πως είναι
λάθος να αποταμιεύει
κανείς μεγάλα ποσά σε
μετρητά, περιμένοντας να
κάνει κάποια σημαντική
εξαγορά, αντί να
επενδύει τα χρήματα
αυτά.
Σύμφωνα με ανάλυση του
ελβετικού επενδυτικού
οίκου (οποία παρουσιάζει
το Money Review),
υπάρχουν τρεις βασικοί
λόγοι που συνηγορούν
κατά της τήρησης μεγάλου
μέρος ενός χαρτοφυλακίου
σε μετρητά:
• Το βαρίδι των
μετρητών: Ιστορικά, οι
μεγάλες θέσεις σε
μετρητά επιδρούν
αρνητικά στα
χαρτοφυλάκια. Από το
2000, τα μετρητά σε
δολάρια έχουν χάσει
περίπου το 43% της
πραγματικής αγοραστικής
τους δύναμης, ενώ τα
μετρητά σε ευρώ έχουν
χάσει περίπου το 37%.
Ένας καταθετικός
λογαριασμός σε ελβετικό
φράγκο δίνει, στο ίδιο
διάστημα, μηδενικές
πραγματικές αποδόσεις.
Ενώ ο πληθωρισμός
αποκλιμακώνεται τους
τελευταίους μήνες στα
περισσότερα μέρη του
κόσμου, η πραγματική
αγοραστική δύναμη των
αποταμιεύσεων σε μετρητά
εξακολουθεί να
«ροκανίζεται» σχεδόν με
τον ταχύτερο ρυθμό των
τελευταίων δεκαετιών.
• Το κόστος του να
απέχει κανείς από την
αγορά: Το να πουλήσει
όλο ή μεγάλο μέρος του
χαρτοφυλακίου του, ή
απλά να αποταμιεύει σε
μετρητά για μελλοντικές
αγορές συνεπάγεται ένα
σημαντικό κόστος
ευκαιρίας για έναν
επενδυτή, σημειώνει η
UBS. Ασφαλώς, οι
καταθέσεις σε μετρητά
μπορεί να υπερ-αποδώσουν
έναντι των μετοχών σε
μικρά χρονικά
διαστήματα. Ιστορικά,
κοιτάζοντας έναν
οποιοδήποτε μεμονωμένο
μήνα, τα μετρητά έχουν
40% πιθανότητες να
υπερ-αποδώσουν σε σχέση
με τις μετοχές. Όμως,
σε βάθος δεκαετίας, οι
πιθανότητες πέφτουν στο
13% και σε ορίζοντα
20ετίας, κοντά στο 0%.
Και ο βαθμός στον οποίο
οι μετοχές
υπερ-αποδίδουν έναντι
των μετρητών είναι
μεγάλος –κατά μέσο όρο
κατά 9 ποσοστιαίες
μονάδες από το 1928.
• Ο κίνδυνος του timing
της αγοράς: Εάν
προσπαθεί κανείς να
«πιάσει» το timing της
αγοράς, συνήθως
πετυχαίνει χαμηλότερες
αποδόσεις σε σχέση με το
να αγοράζει και να
περιμένει (buy-and-hold
investing). Όταν κανείς
πουλά μέρος του
χαρτοφυλακίου του για να
χρηματοδοτήσει κάποια
μεγάλη αγορά είναι μία
μορφή προσπάθειας timing
της αγοράς, ακόμα και
εάν στηρίζεται σε
ανάγκες για δαπάνες και
όχι σε μία συγκεκριμένη
άποψη για την πορεία της
αγοράς, σημειώνει η UBS.
Επιπλέον, πωλήσεις που
γίνονται σε κακό timing
μπορεί να έχουν
σημαντική αρνητική
επίδραση στη
μακροπρόθεσμη ανάπτυξη
ενός χαρτοφυλακίου. Για
παράδειγμα, κατά το
δεύτερο τρίμηνο του 2009
βγήκε ένα σημαντικό
μέρος των αποδόσεων της
επόμενης δεκαετίας. Εάν
κάποιος είχε χάσει το
τρίμηνο αυτό και μόνο,
θα είχε μειώσει τις
αποδόσεις του από το
532% στο 446%, με βάση
την πορεία του S&P 500,
εξηγούν οι αναλυτές της
UBS.
Στο πλαίσιο αυτό, ο
οίκος συστήνει στους
επενδυτές να μην τηρούν
μεγάλες θέσεις σε
μετρητά, οι οποίες
χάνουν την αγοραστική
τους δύναμη, αλλά να
εφαρμόσουν μια
στρατηγική ρευστότητας
που θα καλύπτει τις
ανάγκες ταμειακών ροών
του χαρτοφυλακίου τους
σε ορίζοντα 3-5 χρόνων
(πρόκειται για το
διάστημα που ιστορικά
χρειάζεται για να
ανακάμψουν οι αγορές
ακόμα και από το
χειρότερο bear market).
Επιπλέον, εάν κανείς
χρειάζεται ρευστότητα,
ακόμα και ο δανεισμός
μπορεί να έχει νόημα,
υπό κάποιες συνθήκες,
αντί να πουλήσει
επενδύσεις που κατά τα
άλλα μπορούν να
προσφέρουν υψηλές
αποδόσεις, ειδικά εάν
έχει προηγηθεί ένα sell
off και άρα έχουν χάσει
μέρος της αξίας τους.
«Το κόστος δανεισμού
έχει αυξηθεί τον
τελευταίο χρόνο, αλλά
παράλληλα έχουν αυξηθεί
και οι προσδοκώμενες
αποδόσεις των
χαρτοφυλακίων, έπειτα
από την κακή πορεία των
μετοχών και των ομολόγων
το 2022», εξηγούν οι
αναλυτές. |