Η επέκταση της Αμερικής
είναι ακόμα πιο
εντυπωσιακή αν
αναλογιστεί κανείς τα
πολλά πράγματα που θα
μπορούσαν να την είχαν
στραγγαλίσει. Καθώς η
Ομοσπονδιακή Τράπεζα
πολεμάει να τιθασεύσει
τον πληθωρισμό, η
οικονομία βιώνει την πιο
απότομη αύξηση των
επιτοκίων από τότε που ο
Jimmy Carter ήταν στον
Λευκό Οίκο. Η πανδημία
της Covid-19, ο
εντεινόμενος εμπορικός
πόλεμος με την Κίνα και
η καταπολέμηση της
κλιματικής αλλαγής
αναδιαμόρφωσαν από
κοινού τις αλυσίδες
εφοδιασμού, τις αγορές
εργασίας και τις
προτιμήσεις των
καταναλωτών. Οι πόλεμοι
στην Ουκρανία και τη
Γάζα επιδείνωσαν τις
γεωπολιτικές εντάσεις
και τις πιέσεις στο
παγκόσμιο εμπορικό
σύστημα.
Μπορεί η αξιοσημείωτη
δύναμη της Αμερικής να
διατηρηθεί; Οι απειλές
για την ανάπτυξη
εξακολουθούν να
υφίστανται. Όσο
περισσότερο τα επιτόκια
παραμένουν υψηλά, για
παράδειγμα, τόσο
μεγαλύτερη ζημιά μπορούν
να προκαλέσουν. Αν και ο
πληθωρισμός έχει
μειωθεί, παραμένει
κολλημένος πάνω από τον
στόχο της Fed για 2%,
πράγμα που σημαίνει ότι
η Fed μπορεί να μην
είναι σε θέση να
εκπληρώσει τις ελπίδες
των επενδυτών για μείωση
των επιτοκίων από τον
Ιούνιο και μετά. Εν τω
μεταξύ, οι γεωπολιτικές
εντάσεις, φαίνεται
πιθανό να ωθήσουν τον
οικονομικό
κατακερματισμό. Ωστόσο,
η μεγαλύτερη απειλή από
όλες προέρχεται από τις
προεδρικές εκλογές του
Νοεμβρίου. Ούτε ο Joe
Biden ούτε ο Donald
Trump φαίνεται πιθανό να
καλλιεργήσουν την
οικονομική επέκταση σε
περίπτωση που
επιστρέψουν στον Λευκό
Οίκο. Αντιθέτως, τα
σχέδιά τους θα την
θέσουν σε κίνδυνο.
Για να το καταλάβουμε,
ας δούμε τους λόγους για
τις εξαιρετικές
επιδόσεις της
οικονομίας. Βασικός
άξονας ήταν τα
γενναιόδωρα πανδημικά
επιδόματα, τα οποία με
ποσοστό 26% του ΑΕΠ ήταν
υπερδιπλάσια του μέσου
όρου του πλούσιου
κόσμου. Αυτή η
γενναιοδωρία τροφοδότησε
τον πληθωρισμό, αλλά
εξασφάλισε επίσης ταχεία
ανάπτυξη: οι καταναλωτές
δεν έχουν ακόμη ξοδέψει
όλο το ζεστό χρήμα που
έλαβαν σε μορφή
επιταγών. Ακόμα κι
όταν πέρασε η πανδημική
κρίση, η κυβέρνηση
συνέχισε να δανείζεται.
Το υποκείμενο έλλειμμα
κατά το προηγούμενο έτος
ήταν σχεδόν 8% του ΑΕΠ
και στήριξε τη ζήτηση
ακόμα και τη στιγμή που
τα επιτόκια αυξήθηκαν.
Η ισχυρή ζήτηση
αντιμετωπίστηκε με
αυξανόμενη προσφορά. Η
Αμερική διαθέτει 4%
περισσότερους
εργαζόμενους από ό,τι
στο τέλος του 2019, εν
μέρει χάρη στην αύξηση
της συμμετοχής του
εργατικού δυναμικού,
αλλά κυρίως λόγω της
υψηλότερης
μετανάστευσης. Ο
πληθυσμός που γεννήθηκε
στο εξωτερικό αυξήθηκε
κατά 4,4 εκατ. άτομα,
αριθμός που ενδέχεται να
υποεκτιμά όσους έφτασαν
παράνομα. Παράλληλα, το
διευρυμένο αυτό εργατικό
δυναμικό χρησιμοποιείται
παραγωγικά. Η ευέλικτη
αγορά εργασίας της
Αμερικής σχεδόν σίγουρα
διευκόλυνε την οικονομία
να προσαρμόζεται γρήγορα
σε έναν μεταβαλλόμενο
κόσμο.
Υπάρχουν κι άλλα
μακροχρόνια
πλεονεκτήματα που
τοποθέτησαν την Αμερική
σε αξιοζήλευτη θέση ώστε
να αντιμετωπίσει τις
γεωπολιτικές αναταραχές.
Η τεράστια εσωτερική της
αγορά ενθαρρύνει την
καινοτομία και σημαίνει
ότι εξαρτάται λιγότερο
από το εξωτερικό εμπόριο
απ’ ό,τι οι μικρότερες
πλούσιες οικονομίες.
Επειδή η έκρηξη του
σχιστόλιθου στη δεκαετία
του 2010 κατέστησε την
Αμερική καθαρό εξαγωγέα
ενέργειας, έχει συνολικά
επωφεληθεί παρά υποφέρει
από τις υψηλές τιμές
ενέργειας που έπληξαν
τις τσέπες των
Ευρωπαίων.
Το πρόβλημα είναι ότι
αυτά τα συστατικά της
ανάπτυξης δεν μπορούν
πλέον να στηριχθούν. Οι
πολιτικοί μπορεί να
μπουν στον πειρασμό να
εξάγουν συμπεράσματα από
την πρόσφατη επιτυχία
της Αμερικής και να
ενισχύσουν την οικονομία
με περαιτέρω οικονομική
στήριξη, αλλά αυτή η
προσέγγιση δεν είναι
πλέον βιώσιμη. Οι
επίσημες προβλέψεις
δείχνουν ότι η Αμερική
θα δαπανήσει φέτος
περισσότερα για τους
τόκους του χρέους από
ό,τι για την εθνική
άμυνα. Ο μεγαλύτερος
δανεισμός ενέχει τον
κίνδυνο να συσσωρεύσει
οικονομικούς κινδύνους
στο μέλλον.
Ταυτόχρονα, τόσο ο κ.
Trump όσο και ο κ. Biden
υποδαυλίζουν λαϊκιστικά
και προστατευτικά
ένστικτα που το μόνο που
θα καταφέρουν είναι να
βλάψουν το αναπτυξιακό
δυναμικό της Αμερικής. Ο
καταιγισμός οικονομικής
στήριξης βοήθησε να
συγκαλυφθούν οι
επιζήμιες επιπτώσεις
αυτών των πολιτικών κατά
την πρώτη θητεία του
κάθε προέδρου. Αυτή τη
φορά, ωστόσο, η ζημιά
δεν θα συγκαλυφθεί.
Ο κ. Trump αποτελεί τη
σοβαρότερη απειλή. Έχει
σκεφτεί έναν γενικό
δασμό 10% στις
εισαγωγές, τον οποίο
ορισμένοι σύμβουλοί του
θεωρούν απλώς ως σημείο
εκκίνησης. Μια τέτοια
προσέγγιση θα
τριπλασίαζε τις
υφιστάμενους δασμούς της
Αμερικής στις εισαγωγές
αγαθών, θα επιδείνωνε
τον πληθωρισμό και θα
αύξανε το κόστος των
εισαγόμενων εξαρτημάτων
για τους κατασκευαστές.
Παράλληλα, ο κ. Trump
έχει υποσχεθεί τη μαζική
απέλαση των παράνομων
μεταναστών. Αυτό
υπερβαίνει κατά πολύ την
προσπάθεια να
διασφαλιστούν τα σύνορα
από νέους παράνομους
εισερχόμενους – ένας
λογικός στόχος – και
εγκυμονεί κινδύνους για
την προσφορά εργασίας:
το 2021 οι 10,5 εκατ.
παράτυποι μετανάστες της
Αμερικής εκτιμάται ότι
αποτελούσαν το 5% του
εργατικού δυναμικού της.
Μια προεδρία Trump θα
απειλούσε επίσης την
ανεξαρτησία της Fed. Ο
κ. Trump δηλώνει ότι δεν
θα αναδιορίσει τον
πρόεδρό της, Jerome
Powell, η θητεία του
οποίου λήγει το 2026 και
τον οποίο συχνά επέκρινε
όταν ήταν στην εξουσία.
Μια πειθήνια Fed σε μια
εποχή μεγάλων
ελλειμμάτων -τα οποία ο
κ. Trump θα μπορούσε να
αυξήσει με περισσότερες
φορολογικές περικοπές-
θα μπορούσε να απειλήσει
τη μακροοικονομική
σταθερότητα της
Αμερικής.
Μια δεύτερη θητεία Biden
δεν υπόσχεται τίποτα
τόσο δυνητικά
καταστροφικό. Ο κ. Biden
άφησε τη Fed να
συνεχίσει να καταπολεμά
τον πληθωρισμό και θέλει
να αυξήσει τους φόρους
για να μειώσει τα
ελλείμματα. Ωστόσο,
είναι επίσης οικονομικός
εθνικιστής. Η ομιλία του
για την κατάσταση της
Ένωσης στις 7 Μαρτίου
ήταν γεμάτη με
προστατευτικές
υποσχέσεις, όπως ότι η
κυβέρνηση θα «αγοράζει
αμερικανικά», και
κρατικιστικές ιδέες για
τον έλεγχο των τιμών των
πάντων, από τη στέγαση
μέχρι τις μπάρες
Snickers.
Τόσο ο κ. Biden όσο και
ο κ. Trump τρέφουν μια
αδικαιολόγητη νοσταλγία
για τις δεκαετίες του
1950 και του ’60 και
δικαιολογούν τις
πολιτικές τους
παρουσιάζοντας τη
σημερινή οικονομία ως
πιο αδύναμη από ό, τι
είναι. Ο κ. Trump
πιστεύει ότι το εμπόριο
και η μετανάστευση έχουν
κάνει τη χώρα φτωχότερη
– ο κ. Biden είναι βαθιά
δύσπιστος απέναντι στις
μεγάλες επιχειρήσεις.
Επιπλέον, όπου
αναγνωρίζουν τα
πλεονεκτήματα της
Αμερικής, και οι δύο τα
αποδίδουν στον δικό τους
κακώς νοούμενο
παρεμβατισμό. Στην
πραγματικότητα,
ροκανίζουν τις ελεύθερες
αγορές που είναι η
απόλυτη πηγή του πλούτου
της χώρας.
Η αλήθεια είναι ότι η
Αμερική ευημερεί καθώς
οι εταιρείες και οι
εργαζόμενοί της
καινοτομούν και
προσαρμόζονται σε έναν
ταχέως μεταβαλλόμενο
κόσμο. Αν ο επόμενος
πρόεδρος δεν το
αναγνωρίσει, η ακμάζουσα
οικονομία της Αμερικής
μάλλον θα ξεφουσκώσει.
Πηγή: The Economist
|