|
Μετά την επενδυτική
βαθμίδα για την ελληνική
οικονομία, η οποία,
σημειωτέον, δεν ήταν
προορισμός, αλλά το
ορόσημο σε μια δύσκολη
και επίπονη διαδρομή η
οποία θα πρέπει να
συνεχιστεί ώστε η Ελλάδα
να ανακτήσει την προ
κρίσης βαθμίδα της, το
ΧΑ έχει να περιμένει
πολλά φέτος. Με πρώτη
και κύρια εξέλιξη την
επιστροφή του στις
ώριμες αγορές, όπου τα
κεφάλαια που
δραστηριοποιούνται, σε
σχέση με τις αναδυόμενες
στις οποίες βρίσκεται
σήμερα, είναι σαφώς
περισσότερα και
ομολογουμένως πιο
μακροπρόθεσμα.
Η ανάκαμψη του ΧΑ
Η εξέλιξη αυτή
ενδεχομένως να μην
επιβεβαιωθεί εντός του
ερχόμενου 12μηνου, αλλά
και μόνο η προσδοκία,
αλλά και η πρόοδος που
θα πρέπει να προηγηθεί
σε πολλαπλά επίπεδα από
τις αρχές πρωτίστως, θα
τροφοδοτεί τις
προσδοκίες για καλύτερες
επιδόσεις. Δηλαδή θα
είναι το βασικό καύσιμο
της νέας χρονιάς για την
εγχώρια κεφαλαιαγορά.
Ήδη η ανάκαμψη του ΧΑ τη
χρονιά που πέρασε ήταν
εντυπωσιακή. Αν και από
χαμηλή βάση, με συνολική
κεφαλαιοποίηση περίπου
65 δισ. στην αρχή του
2023, η ελληνική αγορά
έφτασε να αποτιμάται στα
88 δισ., δηλαδή περίπου
στο 40% του ΑΕΠ της
χώρας, αν λάβουμε υπόψιν
και τον δείκτη Buffett,
ο οποίος συγκρίνει το
μέγεθος της αγοράς με το
παραγόμενο προϊόν της
χώρας στην οποία
βρίσκεται.
Η αξία των συναλλαγών
Επίσης, η μέση αξία των
συναλλαγών από την αρχή
του έτους έχει φτάσει
κοντά στα 111 εκατ. ευρώ
(+50% σε σχέση με το
αντίστοιχο διάστημα
πέρσι), ένα μέγεθος που
δεν είχε μετά το 2014
(127 εκατ.) και το 2010
(139 εκατ.). Σε όλα τα
υπόλοιπα έτη της κρίσης,
οι συναλλαγές
κυμαίνονταν μεταξύ 60
και 80 εκατ. ευρώ.
Το 2023 φεύγει λοιπόν
αφήνοντας μια «γλυκιά»
γεύση σε όλους τους
συμμετέχοντες, παρά το
ότι το τελευταίο
πεντάμηνο δεν ήταν και
το καλύτερο. Αλλά οι
εγχώριοι αναλυτές έχουν
πολλάκις αναφέρει ότι
δεν είναι στοιχείο
υγείας μια συνεχής,
δίχως σταθμούς και
διορθώσεις, άνοδος μιας
αγοράς. Και το ΧΑ όχι
μόνο έδωσε αρκετές
ευκαιρίες κερδών, αλλά
προσέφερε ακόμη
περισσότερες ώστε να μην
υπάρξουν εγκλωβισμοί και
ζημιές (οι όποιες
εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν
τον κανόνα).
Μεγάλες προσδοκίες
Πλέον οι προσδοκίες
μεγαλώνουν σε μία
οικονομία που οι
προβλέψεις δείχνουν ότι
θα καταφέρει κόντρα στο
ρεύμα να έχει σημαντική
αύξηση στο ΑΕΠ, με τους
συμμετέχοντες να
αυξάνονται εκθετικά τόσο
στην πραγματική
οικονομία όσο και στο
χρηματιστήριο. Όπως
μάλιστα επισημαίνει και
η Fast Finance, οι
προσδοκίες για μείωση
επιτοκίων το δεύτερο
εξάμηνο του 2024 μπορεί
να βοηθήσουν ακόμα
περισσότερο την αγορά αν
και καλό θα ήταν σε αυτό
το κομμάτι να κρατάμε
μικρό καλάθι έχοντας την
πολυτέλεια και χωρίς
μειώσεις επιτοκίων να
έχουμε πρόβλεψη για 2,5%
αύξηση στο ΑΕΠ.
Άλλωστε, δεν είναι λίγοι
και οι ξένοι που βλέπουν
θετικές αποδόσεις για
την Ελλάδα. Πρόσφατα
η Capital
Economics εκτίμησε ότι η
ελληνική οικονομία θα
συνεχίσει να έχει
καλύτερες επιδόσεις
έναντι της ευρύτερης
οικονομίας της ευρωζώνης
για τα επόμενα δύο
χρόνια και το δημόσιο
χρέος θα μειωθεί, την
ώρα που το μεγαλύτερο
μέρος της ηπείρου θα
παραμείνει σε ή κοντά
στην ύφεση το πρώτο
εξάμηνο του 2024.
Επίσης, η Schroders
θεωρεί επενδυτική
ευκαιρία την Ελλάδα και
το 2024, καθώς η
οικονομία της θα
υπεραποδώσει έναντι της
Ευρωζώνης, ενώ και ο
πληθωρισμός έχει σαφή
πτωτική πορεία.
Η HSBC δίνει επίσης ψήφο
εμπιστοσύνης στην Ελλάδα
και τα ελληνικά assets,
υπογραμμίζοντας γιατί η
χώρα αποτελεί έναν από
τους προτιμώμενους
επενδυτικούς προορισμούς
αυτή τη στιγμή. Όπως
επισημαίνει στην έκθεση
επενδυτικής στρατηγικής
για το τελευταίο τρίμηνο
του 2023 στο περιβάλλον
των αναδυόμενων αγορών,
οι ελληνικές μετοχές και
ειδικά οι ελληνικές
τράπεζες, αποτελούν από
τα μεγαλύτερα stories
του επόμενου
διαστήματος, τη στιγμή
που έχουν και πολύ
ελκυστικές αποτιμήσεις.
Σύσταση «overweight» για
το ελληνικό
χρηματιστήριο έχει δώσει
και η JP Morgan,
σημειώνοντας μάλιστα
χαρακτηριστικά ότι «η
Ελλάδα είναι η τάση».
Όπως εξηγεί υπάρχουν
χαμηλές αποτιμήσεις αλλά
και σταθερή αναβάθμιση
των εκτιμήσεων για τα
κέρδη ανά μετοχή στις
τέσσερις συστημικές
τράπεζες. Έτσι, από το
σύνολο της ελληνικής
αγοράς, προτιμά τις
ελληνικές συστημικές
τράπεζες σε σχέση με τις
εταιρείες του μη
χρηματοπιστωτικού τομέα
και αυτό οφείλεται
ξεκάθαρα στη διαδικασία
αποεπένδυσης του Ταμείου
Χρηματοπιστωτικής
Σταθερότητας, η οποία
ξεκίνησε και
επιταχύνεται.
Δεν λείπουν βέβαια και
οι επιφυλακτικοί, όπως
οι αναλυτές της Deutsche
Bank που τοποθετούν πολύ
κάτω από το μέσο όρο που
τοποθετούν την ανάπτυξη
της Ελλάδας. Η γερμανική
τράπεζα εκτιμά ότι η
ελληνική ανάπτυξη θα
κινηθεί μόλις στο 1,2%
το 2024, αλλά θα
βελτιωθεί σημαντικά,
κοντά στο 2% το 2025.
Επίσης, ο πληθωρισμός
αναμένεται να υποχωρήσει
στο 2,2% την ερχόμενη
χρονιά, με την κυβέρνηση
να μειώνει το έλλειμμα
του προϋπολογισμού στο
1%.
Επιφυλακτική και
η UniCredit με την
επίδοση της ελληνικής
οικονομίας το 2024. Σε
αντίθεση με τις μέσες
εκτιμήσεις των αναλυτών
και θεσμών, που
τοποθετούν την ανάπτυξη
της Ελλάδας πάνω από το
2%, η ιταλική τράπεζα
βλέπει το ΑΕΠ να
αυξάνεται κατά μόλις
1,3% το 2024, από 2,3%
φέτος, με τον ρυθμό να
βελτιώνεται στο 1,7% το
2025.
Επιδόσεις εισηγμένων
Οι επιδόσεις της
ελληνικής οικονομίας δεν
μπορεί να μην
αποτυπωθούν και σε
μεγέθη των εισηγμένων,
με τη μεγάλη εικόνα να
δείχνει ότι οι εταιρίες
κινούνται σε τροχιά
ιστορικών επιδόσεων για
μια ακόμα χρήση με
ενισχυμένα μερίσματα και
σχετικά χαμηλές
αποτιμήσεις. Ενδεικτικό
των επιδόσεων είναι ότι
τα μερίσματα φέτος θα
ξεπεράσουν τα 3 δισ.
ευρώ, ξεπερνώντας την
επίδοση των 2,4 δισ.
ευρώ του 2022, που είναι
και το υψηλότερο από το
2009, δηλαδή το
τελευταίο έτος πριν
αρχίσει η μεγάλη
οικονομική κρίση, παρά
το γεγονός ότι οι
τέσσερις συστημικές
τράπεζες συνεχίζουν να
μην διανέμουν μερίσματα.
Παρόλα αυτά, αν και οι
εκτιμήσεις των
περισσοτέρων αναλυτών
είναι θετικές για το νέο
έτος, δεδομένου του ότι
και η κερδοφορία το 2023
συνεχίζει να είναι σε
πολύ υψηλά επίπεδα και η
οικονομία αναμένεται να
αναπτυχθεί σημαντικά,
η Societe
Generale βλέπει το 2024
πτώση της κερδοφορίας
των ελληνικών
εισηγμένων.
Μετά την ισχυρή άνοδο
της κερδοφορίας των
ελληνικών εισηγμένων το
2023, η Societe Generale
δεν είναι τόσο θετική
για τις επιδόσεις τους
την επόμενη χρονιά,
καθώς αναμένει να
υπάρξει πτώση 3,48% στα
κέρδη ανά μετοχή. Η
εκτίμηση έρχεται σε
πλήρη αντίθεση με το +8%
που περιμένει η Goldman
Sachs για τον EPS των
ελληνικών εισηγμένων το
2024, αλλά και τη
μηδενική ανάπτυξη που
περιμένει η πλειονότητα
των αναλυτών.
Τράπεζες
Με πάνω από 60% άνοδο
στον τραπεζικό δείκτη, ο
κλάδος βρίσκεται υψηλά
στις προτιμήσεις των
αναλυτών και για το
2024. Όπως μάλιστα
τονίζει και η Beta
Securities, ο κλάδος
είναι βασικός εκφραστής
των τάσεων της
οικονομίας, ενώ διαθέτει
ακόμη και χαμηλές
αποτιμήσεις βάση
κερδοφορίας. Η εξυγίανση
των ισολογισμών, τα
μερίσματα και η έξοδος
του ΤΧΣ από την μετοχική
σύνθεση εκτιμά ότι θα
αυξήσει το ενδιαφέρον
των επενδυτών
καθιστώντας και πάλι τον
κλάδο σηματωρό της
ελληνικής αγοράς.
Στο ίδιο μήκος και η JP
Morgan, η οποία έχει
δώσει σύσταση overweight
έχει αναθεωρήσει και τις
εκτιμήσεις για τα κέρδη
ανά μετοχή (EPS) την
περίοδο 2023-2026.
Μάλιστα, στον ευαίσθητο
τομέα των επιτοκιακών
εσόδων (ΝΙΙ) εκτιμά
καλύτερες τάσεις
βελτιώνοντας επίσης και
τις εκτιμήσεις της για
τα κέρδη ανά μετοχή
μεσοσταθμικά κατά 5% το
2023 και το 2024 και
κατά 8% το 2025.
Ιδιαιτέρως θετική και η
S&P Global Rating, η
οποία βλέπει ότι οι
ελληνικές τράπεζες
δρέπουν τους καρπούς των
ισχυρών μετασχηματισμών
των ισολογισμών τα
τελευταία τέσσερα
χρόνια, έχοντας ως πολλά
υποσχόμενες εξελίξεις
μπροστά τους. Η πρώτη
είναι ότι μπορεί να
επιστρέψουν στην πληρωμή
μερισμάτων, για πρώτη
φορά μετά το 2009 και η
δεύτερη ότι οι δείκτες
των μη εξυπηρετούμενων
ανοιγμάτων θα
υποχωρήσουν κάτω από το
5% έως το 2025.
Ομόλογα
Υψηλή θέση στις
προτιμήσεις των αναλυτών
έχουν και τα ελληνικά
ομόλογα, καθώς πλέον
φέρουν και την
επενδυτική βαθμίδα που
ανέκτησε η χώρα τους
προηγούμενους μήνες από
τους οίκους αξιολόγησης
(πλην Moody’s). Άλλωστε,
με βάση τις νέες
αξιολογήσεις, οι κωδικοί
ISIN των ελληνικών
ομολόγων θα ενταχθούν
στους δείκτες FTSE World
Government Bond Index
(WGBI) και iBoxx του
Standard & Poor’s. Επί
της ουσίας δηλαδή θα
φέρει και πάλι τους
ελληνικούς τίτλους στις
διεθνείς κατατάξεις προς
επένδυση.
Μια τέτοια εξέλιξη
επομένως θα ενισχύσει τη
ζήτηση για τους
ελληνικούς τίτλους,
καθώς σύμφωνα με τους
υπολογισμούς των
αναλυτών στους δείκτες
στάθμισης, τα ελληνικά
ομόλογα θα αποτελούν
περίπου το 1% του
δείκτη, προκαλώντας
εισροές. Αν και οι τιμές
στα ελληνικά ομόλογα
είναι δίκαιες, οι
εισροές, ιδίως από
passive index θεσμικούς
επενδυτές, θα ενισχύσουν
το ράλι ανόδου.
Έτσι η JP
Morgan προχώρησε σε
ανανέωση της long θέσης
στα ελληνικά ομόλογα
έναντι των ιταλικών,
καθώς αναμένει αποδόσεις
πάνω από 3,5% μέχρι το
τέλος του 2024 (τις
οποίες και επέτυχε από
το άνοιγμα τους).
Υπενθυμίζεται εδώ ότι η
JP Morgan είχε συστήνει
long στα ελληνικά 10ετή
ομόλογα στις 14 Ιουλίου
2023 με έξοδο στις 22
Σεπτεμβρίου 2023.
Στο στρατόπεδο των
“ταύρων” για τα ελληνικά
ομόλογα βρίσκεται και η
UBS, επιβεβαιώνοντας την
σημαντική ένταξή τους
στους διεθνείς δείκτες
μετά και την τελευταία
αναβάθμιση της ελληνικής
οικονομίας από τον οίκο
Fitch. Έτσι, και η UBS,
δηλώνει bullish στα
ελληνικά ομόλογα.
Στις θετικές…
«αποκλίσεις» της
Ευρωζώνης εντάσσει την
Ελλάδα η Societe
Generale, όπως και την
Ιρλανδία και την
Πορτογαλία, με τη
γαλλική τράπεζα να
συστήνει επίσης long
θέσεις στα ελληνικά
ομόλογα, έναντι των
ιταλικών, όπως και long
θέσεις στα ιρλανδικά,
έναντι των γερμανικών.
Πηγή: Οικονομικός
Ταχυδρόμος |