|
Από την
άλλη πλευρά, το
περιβάλλον παραμένει
ευνοϊκό για τις
μεγαλύτερες εισηγμένες,
οι οποίες βλέπουν στη
δημόσια πρόταση της
Euronext
μια ευκαιρία για
καλύτερη πρόσβαση σε
ρευστότητα και διεθνή
κεφάλαια. Ο διευθύνων
σύμβουλος της
Euronext,
Στεφάν Μπουζνά, κατά τη
συνέντευξη Τύπου της
20ής Οκτωβρίου στην
Αθήνα, ήταν σαφής:
«Διαβάστε τα χείλη μου…
Δεν θα αυξήσουμε το
τίμημα. Αν η δημόσια
πρόταση απορριφθεί, θα
προχωρήσουμε παρακάτω.
Αυτή είναι η ζωή». Η
δήλωση αυτή επιβεβαίωσε
ότι η
Euronext
δεν προτίθεται να
τροποποιήσει το
προσφερόμενο αντάλλαγμα
— μία μετοχή
Euronext
για κάθε 20 μετοχές ΕΧΑΕ
— το οποίο, σύμφωνα με
τον ίδιο, είναι
«ελκυστικό για την
ελληνική οικονομία, την
κεφαλαιαγορά και τους
μετόχους της ΕΧΑΕ». Η
προθεσμία αποδοχής της
πρότασης λήγει στις 17
Νοεμβρίου 2025.
Ωστόσο,
η απουσία μετρητών από
την προσφορά και η
πιθανότητα η
Euronext
να προχωρήσει σε
διαγραφή (delisting)
της ΕΧΑΕ, εφόσον
συγκεντρώσει ποσοστό άνω
του 67% αλλά κάτω του
95%, δημιουργούν
αβεβαιότητα. Η πρόσφατη
τροπολογία για τις
διασυνοριακές συναλλαγές
παρέχει πλέον τέτοια
ευχέρεια στον Όμιλο,
χωρίς να απαιτείται
βελτίωση των όρων της
πρότασης.
Ο κ.
Μπουζνά επιχείρησε να
αναδείξει τα οφέλη που,
όπως υποστηρίζει, θα
αποφέρει η εξαγορά στην
ελληνική οικονομία και
στις επιχειρήσεις
ανεξαρτήτως μεγέθους.
«Οι διαφορές ελληνικής
και ευρωπαϊκής
νομοθεσίας διορθώθηκαν.
Από εκεί και πέρα, οι
μέτοχοι είναι ελεύθεροι
να επιλέξουν αυτό που
θεωρούν καλύτερο»,
ανέφερε χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η
ένταξη του
Χρηματιστηρίου Αθηνών
στο δίκτυο της
Euronext
θα προσφέρει πρόσβαση σε
42% μεγαλύτερη
ρευστότητα για τις
εισηγμένες εταιρείες,
ενώ οι προμήθειες θα
μειωθούν, καθώς σήμερα
είναι 2,5 φορές
υψηλότερες από τις
υπόλοιπες ευρωπαϊκές
αγορές.
Παράλληλα, από το 2026
αναμένεται να ξεκινήσουν
προγράμματα στήριξης
μικρομεσαίων
επιχειρήσεων πριν και
μετά την εισαγωγή τους
στο χρηματιστήριο, με
στόχο την ενίσχυση της
εξωστρέφειας και της
πρόσβασής τους σε διεθνή
κεφάλαια. Η
Euronext,
που διαχειρίζεται 10-12
δισ. ευρώ ημερησίως σε
συναλλαγές και είναι
διπλάσια σε μέγεθος από
την αγορά του Λονδίνου,
φιλοδοξεί να καταστήσει
την Αθήνα περιφερειακό
κόμβο για τη
Νοτιοανατολική Ευρώπη,
στα πρότυπα του Όσλο,
που λειτουργεί ήδη ως
αντίστοιχο κέντρο για τη
Σκανδιναβία.
Παρά τα
παραπάνω επιχειρήματα, η
παρουσία του κ. Μπουζνά
στην Αθήνα άφησε αρκετές
ασάφειες. Ο ίδιος
παραδέχθηκε ότι «η
ελληνική αγορά είναι
δυσανάλογα μικρότερη σε
σχέση με τη δυναμική της
οικονομίας», υπονοώντας
πως η
Euronext
επιδιώκει να εξαγοράσει
μια αγορά με σημαντικά
περιθώρια ανάπτυξης.
Πηγές της αγοράς
σημειώνουν ότι η πρόταση
αποτιμά την ΕΧΑΕ σε 22
φορές τα έσοδα του 2024,
στοιχείο που αντανακλά
τον μονοπωλιακό
χαρακτήρα του ελληνικού
χρηματιστηρίου, τον
οποίο όμως, όπως
σχολίασε, «μπορεί να
αλλάξει στο μέλλον».
Παράλληλα, η εξαγορά
αναμένεται να μεταβάλει
το προφίλ των μετόχων
της ΕΧΑΕ: από μια
επένδυση έντονα
μερισματοφόρο — καθώς η
εταιρεία διανέμει σχεδόν
το 100% των κερδών της —
σε μια θέση με
αναπτυξιακό
προσανατολισμό, καθώς η
Euronext
επανεπενδύει το ήμισυ
των κερδών της σε νέα
έργα και τεχνολογικές
επενδύσεις.
Η
Euronext
τονίζει ότι η εξαγορά
δεν αποτελεί απλή
συναλλαγή, αλλά μέρος
ενός ευρύτερου σχεδίου
για την ενοποίηση των
ευρωπαϊκών
κεφαλαιαγορών, με στόχο
τη δημιουργία ενός
ενιαίου
χρηματοοικονομικού
οικοσυστήματος. Η
Ελλάδα, λόγω της
γεωγραφικής και θεσμικής
της θέσης, μπορεί να
εξελιχθεί σε φυσικό
κόμβο συνδεσιμότητας για
επιχειρήσεις των
Βαλκανίων και της
Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται
και στην τεχνολογική
διάσταση. Η
Euronext
δεσμεύεται να
αναβαθμίσει τις υποδομές
του Χρηματιστηρίου
Αθηνών, αξιοποιώντας την
εμπειρία της σε θέματα
κυβερνοασφάλειας και
χρηματοοικονομικής
τεχνολογίας. Στο πλαίσιο
αυτό, σχεδιάζει τη
δημιουργία Κέντρου
Υποστήριξης και
Τεχνολογίας στην Αθήνα,
στα πρότυπα εκείνου που
έχει αναπτύξει στην
Πορτογαλία, με στόχο να
αξιοποιήσει τις
δεξιότητες των Ελλήνων
επαγγελματιών.
Ειδική
αναφορά έκανε ο κ.
Μπουζνά στον ναυτιλιακό
κλάδο, σημειώνοντας ότι
πολλές ελληνικών
συμφερόντων εταιρείες
είναι εισηγμένες στο
Όσλο. Όπως είπε, στόχος
της
Euronext
είναι να προσελκύσει εκ
νέου αυτές τις εταιρείες
στην Αθήνα,
αναβαθμίζοντας το κύρος
και τη διεθνή εμβέλεια
της ελληνικής αγοράς.
Παρά τα
θετικά στοιχεία, το
δίλημμα για τους
μετόχους της ΕΧΑΕ
παραμένει έντονο. Από τη
μία πλευρά, η πρόταση
της
Euronext
υπόσχεται ενσωμάτωση σε
ένα ευρωπαϊκό δίκτυο
υψηλής ρευστότητας και
τεχνολογικής υπεροχής.
Από την άλλη, εγείρει
ερωτήματα σχετικά με την
απώλεια αυτονομίας, την
επάρκεια στήριξης των
μικρομετόχων και την
τύχη των μικρομεσαίων
εισηγμένων.
Όπως
χαρακτηριστικά ανέφερε ο
κ. Μπουζνά, «η εξαγορά
είναι σημαντική για
εμάς, αλλά όχι κρίσιμη.
Αν δεν γίνει, προχωράμε
παρακάτω. Έτσι είναι οι
business».
Η
δημόσια πρόταση της
Euronext
για την ΕΧΑΕ αποτελεί
κομβική στιγμή για την
ελληνική κεφαλαιαγορά.
Αν εγκριθεί, μπορεί να
προσφέρει νέα κεφάλαια,
τεχνολογική αναβάθμιση
και θεσμική ενίσχυση. Αν
απορριφθεί, θα
σηματοδοτήσει την
πρόθεση της αγοράς να
διατηρήσει την αυτονομία
της. Σε κάθε περίπτωση,
η Αθήνα βρίσκεται πλέον
στο επίκεντρο της
ευρωπαϊκής προσπάθειας
ενοποίησης των
κεφαλαιαγορών, με την
έκβαση να καθορίσει τον
ρόλο της Ελλάδας στον
νέο χάρτη των ευρωπαϊκών
χρηματοοικονομικών.
|