| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 

 

Παρασκευή, 00:01 - 09/09/2022

 

Περίληψη: 

 
Η Ουάσιγκτον θα πρέπει να απομακρυνθεί από την σκέψη της εποχής του Ψυχρού Πολέμου που επικεντρωνόταν σε προληπτικές στάσεις και όπλα αντιποίνων σχεδιασμένα για μια τεράστια στρατηγική ανταλλαγή πυρηνικών πληγμάτων. Τα επόμενα χρόνια, οι αναδυόμενες τεχνολογίες και η ευρεία ισορροπία συμβατικής στρατιωτικής ισχύος θα έχουν πολύ πιο σημαντικό αντίκτυπο στα αποτελέσματα της αποτροπής και της άμυνας από όσο τα πυρηνικά όπλα.
 

 
-------------------
 
Αργά το απόγευμα της Κυριακής 27 Φεβρουαρίου, ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, συγκάλεσε μια ομάδα ανώτερων αξιωματούχων του Κρεμλίνου για να γίνουν μάρτυρες μιας έκτακτης δημόσιας δήλωσης. Ο Πούτιν ανακοίνωσε ότι έκανε το «άνευ προηγουμένου» βήμα να διατάξει τις πυρηνικές κεφαλές της Ρωσίας να προετοιμαστούν για «ειδική πολεμική ετοιμότητα». Ανάμεσα στο κραδαίνον πυρηνικό σπαθί του Πούτιν και την αυξανόμενη ανησυχία για την προοπτική μιας στρατιωτικής σύγκρουσης με την Κίνα για την Ταϊβάν, τα άλλοτε απόκρυφα ζητήματα πυρηνικής στρατηγικής και αποτροπής έχουν επιστρέψει στο επίκεντρο της παγκόσμιας πολιτικής.
 

 

Μέλη του πληρώματος συντήρησης της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ εξέρχονται από ένα σιλό πυρηνικών πυραύλων ICBM κοντά στην αεροπορική βάση Malmstrom στη Μοντάνα, τον Αύγουστο του 2005. Adam Tanner / Reuters
 
-------------------------------------------
 
Από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, ο φόβος της πυρηνικής σύγκρουσης μεγάλων δυνάμεων δεν είχε ποτέ τόσο κεντρικό ρόλο στις διεθνείς υποθέσεις. Η καμπύλη εκμάθησης της πυρηνικής στρατηγικής ήταν απότομη για πολλούς από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τους εκλεγμένους αξιωματούχους του κόσμου. Όσοι είναι αρκετά μεγάλοι για να θυμούνται τις συζητήσεις για τα πυρηνικά [ζητήματα] της εποχής του Ψυχρού Πολέμου μαθαίνουν ότι το πεδίο έχει μεταμορφωθεί και ότι τα διδάγματα και οι πεποιθήσεις που κάποτε καθοδηγούσαν την πολιτική εκείνη σπάνια εφαρμόζονται σήμερα.

 

Οι μοναδικές προκλήσεις του Ψυχρού Πολέμου διαμόρφωσαν την στρατηγική σκέψη για την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων με συγκεκριμένους τρόπους. Οι σημερινές συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές, και η απλή εφαρμογή των διδαγμάτων του παρελθόντος θα ήταν λανθασμένη και ακόμη και επικίνδυνη. Δυστυχώς, μεγάλο μέρος της πυρηνικής μυϊκής μνήμης στις Ηνωμένες Πολιτείες -πνευματική, στρατηγική, και οργανωτική- έχει τις ρίζες της σε μια ψυχροπολεμική εμπειρία που ρίχνει λίγο φως στις σημερινές και μελλοντικές μας πυρηνικές προκλήσεις.
 
Ειδικότερα, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να απομακρυνθεί από την σκέψη της εποχής του Ψυχρού Πολέμου που επικεντρωνόταν σε προληπτικές στάσεις και όπλα αντιποίνων σχεδιασμένα για μια τεράστια στρατηγική ανταλλαγή [πυραύλων]. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αποδεχθούν ότι πιθανότατα δεν θα χρησιμοποιήσουν ποτέ προληπτικά —ή ακόμη και καθόλου— πυρηνικά όπλα, εκτός από την απίθανη περίπτωση που το έδαφος των ΗΠΑ υποστεί πυρηνική επίθεση. Οι στόχοι της Ουάσιγκτον για επέκταση της αποτροπής και περιορισμό της διάδοσης των πυρηνικών όπλων θα μπορούσαν να επιτευχθούν καλύτερα εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους ενίσχυαν τις στρατιωτικές τους δυνατότητες που είναι χρησιμοποιήσιμες και αποτελεσματικές κατά την διάρκεια μιας σύγκρουσης. Επιπλέον, τα επόμενα χρόνια, οι αναδυόμενες τεχνολογίες και η ευρεία ισορροπία συμβατικής στρατιωτικής ισχύος θα έχουν πολύ πιο σημαντικό αντίκτυπο στα αποτελέσματα της αποτροπής και της άμυνας από όσο τα πυρηνικά όπλα.
 
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
 
Στην αρχή της πυρηνικής εποχής, η αμερικανική στρατηγική σκέψη επηρεάστηκε από τρεις δεκαετίες δολοφονικής παγκόσμιας σύγκρουσης που είχε παρασύρει τις απρόθυμες Ηνωμένες Πολιτείες σε δύο παγκόσμιους πολέμους. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος καθοδηγήθηκε από αυταρχικά κράτη που επιδίωκαν ολοκληρωτικό πόλεμο, δύο από τα οποία, η ναζιστική Γερμανία και η αυτοκρατορική Ιαπωνία, εξαπέλυσαν αιφνιδιαστικές επιθέσεις το 1941: την εισβολή της Γερμανίας στην Σοβιετική Ένωση κατά την διάρκεια της Επιχείρησης Barbarossa και την επίθεση της Ιαπωνίας στο Περλ Χάρμπορ. Με βάση αυτή την ιστορία, η Ουάσιγκτον υπέθεσε ότι η ολοκληρωτική Σοβιετική Ένωση επιδίωκε παρομοίως την παγκόσμια κατάκτηση και θα μπορούσε ακόμη και να εξαπολύσει μια αιφνιδιαστική επίθεση στις Ηνωμένες Πολιτείες -“a bolt from the blue” («ένας κεραυνός από αίθριο ουρανό») όπως έγινε γνωστό στην πυρηνική σφαίρα.
 
Ένα άλλο στοιχείο της αμερικανικής σκέψης στην αυγή της πυρηνικής εποχής ήταν το γεγονός ότι η καταστροφή που προκλήθηκε από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η αποδυνάμωση των παραδοσιακών δυνάμεων όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, και η πλήρης ήττα της ναζιστικής Γερμανίας και της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας είχαν δημιουργήσει μαζικά κενά ισχύος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες χωρίζονταν από αυτά τα κενά ισχύος από δύο ωκεανούς. Η Σοβιετική Ένωση, από την άλλη πλευρά, είχε τον μεγαλύτερο στρατό στον κόσμο -τον οποίο διατηρούσε μέσω μιας καθοδηγούμενης οικονομίας- και το πλεονέκτημα της εγγύτητας. Εάν η Μόσχα εκμεταλλευόταν αυτή την ασυμμετρία για να καταλάβει εδάφη, θα μπορούσε να οικοδομήσει μια ευρασιατική οικονομική και βιομηχανική βάση που θα μπορούσε να αποτελέσει υπαρξιακή απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
 
Αυτή η προοπτική έκανε τις Ηνωμένες Πολιτείες να εγκαταλείψουν την παραδοσιακή αποφυγή εμπλοκών στο εξωτερικό και να προσφέρουν προστασία εν καιρώ ειρήνης σε μακρινούς συμμάχους και πρώην αντιπάλους.
 
Ωστόσο, η Ουάσιγκτον δεν διέθετε κανένα εύλογο, οικονομικά αποδοτικό μέσο για να τις υπερασπιστεί με συμβατικές στρατιωτικές δυνάμεις, εκτός από την οικοδόμηση ενός κράτους-φρουρίου και ενδεχομένως να χρεοκοπήσει την οικονομία της. Η άλλη επιλογή -το να επιτραπεί σε ευάλωτους συμμάχους να αποκτήσουν τα δικά τους πυρηνικά όπλα για να αποτρέψουν την Σοβιετική Ένωση- θα μπορούσε να περιορίσει την ελευθερία δράσης της Ουάσιγκτον, να την εκθέσει σε ενισχυμένους περιφερειακούς δρώντες, ή να παγιδεύσει τις δυνάμεις των ΗΠΑ σε συγκρούσεις που θα μπορούσαν να αποφευχθούν. Το να επιτραπεί στην Δυτική Γερμανία και την Ιαπωνία να κατέχουν πυρηνικά όπλα θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει την Ευρώπη και την Ασία, διασπώντας τις προσπάθειες για οικοδόμηση συμμαχιών και προκαλώντας σοβιετική επέμβαση. Για αυτούς τους λόγους, η μη διάδοση έγινε βασικό δόγμα της μεταπολεμικής μεγάλης στρατηγικής των ΗΠΑ.
 
Πέραν της στρατηγικής πρόκλησης, η Ευρώπη δεν θα μπορούσε να ανακάμψει οικονομικά —ούτε θα ήταν δυνατό να αμυνθεί— χωρίς την ανάκαμψη και την συμμετοχή της Δυτικής Γερμανίας. Η Μόσχα και ακόμη και οι στενοί ευρωπαϊκοί σύμμαχοι της Ουάσιγκτον ανησυχούσαν εύλογα για την αποκατάσταση μιας διαιρεμένης χώρας που πρόσφατα είχε προκαλέσει αφάνταστο θάνατο και καταστροφή. Από την πλευρά της, η Δυτική Γερμανία δεν ενθουσιαζόταν να επισημοποιήσει το καθεστώς της ως δεύτερης κατηγορίας και να παραχωρήσει το έδαφός της σε έναν ευρωπαϊκό πόλεμο. Ούτε η Βόννη θα ενστερνιζόταν μια στρατιωτική στρατηγική η οποία θα νικούσε την Σοβιετική Ένωση μέσω ενός αμερικανικού πυρηνικού βομβαρδισμού που θα άφηνε την επικράτειά της ένα ερείπιο με ακτινοβολία. Παρόμοιοι υπολογισμοί επηρέασαν επίσης την Ιαπωνία.
 
Αυτές οι συνθήκες διαμόρφωσαν την αμερικανική σκέψη για τα πυρηνικά όπλα και την άμυνα της Ευρώπης. Εάν επίκειτο ένας πόλεμος, η στρατηγική των ΗΠΑ προέβλεπε τη μαζική και προληπτική χρήση πυρηνικών όπλων για την εξάλειψη των πυρηνικών δυνατοτήτων της Σοβιετικής Ένωσης ενώ θα άμβλυνε την συμβατική υπεροχή της [Μόσχας] πριν τα σοβιετικά στρατεύματα περάσουν τα ενδο-γερμανικά σύνορα. Αυτή η επιθετική στρατηγική, ελπιζόταν, θα αποθάρρυνε τους συμμάχους, ιδιαίτερα την Δυτική Γερμανία, από την απόκτηση ανεξάρτητων πυρηνικών δυνατοτήτων. Ένα τόσο τρομακτικό έργο απαιτούσε τεράστιες ποσότητες όπλων, που θα παραδίδονται με ακρίβεια, ταχύτητα, και μυστικότητα, με την ικανότητα να στοχεύουν τα στρατηγικά πλεονεκτήματα της Μόσχας πριν από την εκτόξευση. Αυτοί οι στόχοι αποτυπώθηκαν στο σχέδιο πυρηνικού πολέμου των Ηνωμένων Πολιτειών, το Ενιαίο Ολοκληρωμένο Επιχειρησιακό Σχέδιο (Single Integrated Operational Plan, SIOP), που αναπτύχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και επανεξετάστηκε και επικαιροποιήθηκε κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
 
Ωστόσο, παρέμεινε ασαφές εάν ήταν αξιόπιστη μια πυρηνική στρατηγική που καλούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες να απειλήσουν έναν παγκόσμιο θερμοπυρηνικό πόλεμο σε μια κρίση και να εκθέσουν την πατρίδα τους σε καταστροφή. Και με την πάροδο του χρόνου, ένας συνδυασμός παραγόντων έκανε την ιδέα ενός προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών που θα εκκινήσει το SIOP όλο και πιο απίθανη. Στην δεκαετία του 1960, η Σοβιετική Ένωση πέτυχε την δυνατότητα επιβίωσης σε δεύτερο χτύπημα, ή την ικανότητα να προκαλεί απαράδεκτες ζημιές στις Ηνωμένες Πολιτείες, ακόμη και μετά την επίθεση, και τελικά [πέτυχε] στρατηγική ισοτιμία με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μια επανάσταση στην τεχνολογία δορυφορικής επιτήρησης διέλυσε τις ανησυχίες για μια αιφνιδιαστική επίθεση. Ταυτόχρονα, ο κοινός φόβος της πυρηνικής καταστροφής, το κόστος και οι κίνδυνοι της κούρσας των πυρηνικών εξοπλισμών, η πολιτική ελκυστικότητα του ελέγχου των εξοπλισμών, και το αμοιβαίο ενδιαφέρον για την καταστολή της διάδοσης δημιούργησαν την συνεργασία των υπερδυνάμεων για τον περιορισμό των κινδύνων των πυρηνικών όπλων.
 
Ως αποτέλεσμα, οι αντιφάσεις στην στρατηγική των ΗΠΑ ήταν βαθιές. Η Ουάσιγκτον επεδίωξε στρατηγική σταθερότητα μέσω του ελέγχου των εξοπλισμών με τη Μόσχα με βάση την αμοιβαία ευπάθεια και την άρση των κινήτρων κάθε πλευράς να χρησιμοποιήσει πρώτη πυρηνικά όπλα. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες υιοθέτησαν ταυτόχρονα στρατηγικές και όπλα που επεδίωκαν ένα άπιαστο πυρηνικό πλεονέκτημα για να επεκτείνουν την αποτροπή, να περιορίσουν την διάδοση, και να πιέσουν την Σοβιετική Ένωση. Η στρατηγική που προέκυψε ήταν δαπανηρή, αντιφατική, και δεν είχε αξιοπιστία. Και όμως, αναμφισβήτητα, λειτούργησε. Παρά τις περιστασιακές διαφωνίες, οι εταίροι του ΝΑΤΟ και άλλοι σύμμαχοι αποδέχθηκαν την στρατηγική και συνεργάστηκαν. Η διάδοση των πυρηνικών όπλων παρέμεινε περιορισμένη. Και οι προσπάθειες της Ουάσιγκτον να επιτύχει ένα πυρηνικό πλεονέκτημα φάνηκε να επηρεάζουν τους Σοβιετικούς ηγέτες, οδηγώντας τους σε μια ακριβή κούρσα εξοπλισμών που πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι αποκάλυψε τις δομικές αδυναμίες της Σοβιετικής Ένωσης και βοήθησε στην επιτάχυνση της διαδικασίας που τελικά οδήγησε στην διάλυσή της. Κοιτάζοντας πίσω, είναι δύσκολο να πούμε αν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η πυρηνική στρατηγική τους ήταν ευφυείς ή απλώς τυχερές.
 
ΤΑ ΑΥΞΑΝΟΜΕΝΑ ΚΟΣΤΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗΣ
 
Αν και έμφορτο και αβέβαιο, το σημερινό διεθνές πολιτικό περιβάλλον δεν ανταγωνίζεται τον πρώιμο Ψυχρό Πόλεμο ως προς τον κίνδυνο. Ούτε η Κίνα ούτε η Ρωσία είναι πιθανό να κυριαρχήσουν στην ευρασιατική ξηρά όπως απείλησε να κάνει η Σοβιετική Ένωση στα μέσα του εικοστού αιώνα. Με την πάροδο του χρόνου, το κόστος της κατάκτησης έχει αυξηθεί δραματικά και τα οφέλη έχουν μειωθεί. Αντί για τα εξαντλημένα, αδύναμα κράτη που ήταν διάσπαρτα στην σοβιετική περιφέρεια, η Κίνα και η Ρωσία περιβάλλονται από μια σειρά από ισχυρές, οικονομικά ζωηρές χώρες που διαθέτουν εντυπωσιακές στρατιωτικές δυνατότητες και ισχυρούς δεσμούς με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Επιπλέον, οι σύγχρονες συμβατικές ικανότητες της Ρωσίας έχουν εκτεθεί ως υπερεκτιμημένες κι εκείνες της Κίνας παραμένουν αδοκίμαστες. Η Κίνα δεν απάντησε με ενθουσιώδη υποστήριξη, πόσω μάλλον με συνεργασία, στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να προβάλουν εντυπωσιακή συμβατική στρατιωτική ισχύ σε σχέση με τους αντιπάλους τους καλύτερα από όσο κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Μια αιφνιδιαστική πυρηνική επίθεση στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι απίθανη. Αντίθετα, η σύγχρονη Κίνα και η Ρωσία ενδέχεται να χρησιμοποιήσουν πυρηνική αποτροπή για να αποτρέψουν τις Ηνωμένες Πολιτείες από το να επέμβουν σε περιφερειακές συγκρούσεις στην αυλή τους.
 
Επιπλέον, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χρησιμοποιήσουν πυρηνικά όπλα για να κάνουν οτιδήποτε άλλο εκτός από την υπεράσπιση της πατρίδας τους. Είναι δύσκολο, για παράδειγμα, να φανταστεί κανείς έναν πρόεδρο των ΗΠΑ να χρησιμοποιεί πυρηνικά όπλα πρώτος, ακόμα κι αν η Κίνα εισέβαλε στην Ταϊβάν ή η Ρωσία καταλάμβανε την Εσθονία. Δεν είναι ρεαλιστικό να βασιζόμαστε σε μια απειλή στρατηγικής πρόληψης τύπου εποχής του Ψυχρού Πολέμου για να αποτρέψουμε ή να νικήσουμε την περιφερειακή επιθετικότητα από αντίπαλες μεγάλες δυνάμεις.
 
Για τον λόγο αυτό, η σημασία της στρατηγικής πυρηνικής ισορροπίας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων έχει μειωθεί. Η στρατηγική πυρηνική υπεροχή έχει μικρότερη σημασία σε έναν κόσμο στον οποίο είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τις Ηνωμένες Πολιτείες ή κάποια άλλη μεγάλη δύναμη να εγκρίνει ένα προληπτικό πρώτο χτύπημα. Οι υπολογισμοί της Κίνας απέναντι στην Ταϊβάν, για παράδειγμα, είναι απίθανο να διαμορφωθούν αποφασιστικά από την σημαντική στρατηγική πυρηνική υπεροχή των Ηνωμένων Πολιτειών. Η ισορροπία, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, των συμβατικών στρατιωτικών δυνατοτήτων, ειδικά εκείνων που βασίζονται σε αναδυόμενες τεχνολογίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη, θα διαμορφώσει την στρατηγική συμπεριφορά πολύ περισσότερο από το να είναι πιο ικανή η μια πλευρά από την άλλη στο να περιορίσει την ζημιά ή να κυριαρχήσει στην «σκάλα της κλιμάκωσης» σε μια υποθετική στρατηγική πυρηνική ανταλλαγή [πυρών].
 
Ωστόσο, ο πρωταρχικός στόχος της πυρηνικής στρατηγικής των ΗΠΑ θα πρέπει να εξακολουθεί να είναι η διατήρηση της ασφαλούς επιβίωσής τους σε δεύτερο χτύπημα. Αν και μια συντονισμένη κινεζο-ρωσική πυρηνική στρατηγική, για να μην πω για συνδυασμένη πυρηνική επίθεση, είναι εξαιρετικά απίθανη, μπορεί να έχει νόημα να προετοιμαστούμε για ένα τόσο απίθανο σενάριο, έστω και μόνο ως μορφή εξασφάλισης. Ως μέρος αυτής της προσπάθειας, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να προστατεύονται από την Κίνα ή την Ρωσία που αναπτύσσουν ασύμμετρες ικανότητες, που κυμαίνονται από τις υπερ-υπερηχητικές έως την τεχνητή νοημοσύνη, οι οποίες ενδέχεται να απειλήσουν την βιωσιμότητα των στρατηγικών δυνάμεων των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτή η αποστολή είναι πολύ πιο εύκολη και λιγότερο δαπανηρή από τις ψυχροπολεμικής εμπνεύσεως προσπάθειες για την αναζήτηση ενός άπιαστου στρατηγικού πυρηνικού πλεονεκτήματος.
 
Τα επόμενα χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αντιμετωπίσουν τουλάχιστον τρία κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με τα πυρηνικά όπλα. Τι ρόλο, εάν υπάρχει, θα παίξουν τα πυρηνικά όπλα ενάντια σε μικρότερα, εχθρικά πυρηνικά κράτη, όπως η Βόρεια Κορέα και πιθανώς το Ιράν; Πώς θα πρέπει να αντιδράσει η Ουάσιγκτον εάν μια μεγάλη δύναμη χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα σε υποστρατηγικό ή τακτικό επίπεδο —για παράδειγμα, εάν η Ρωσία πυροδοτήσει έναν πυρηνικό μηχανισμό για σκοπούς μάχης ή επίδειξης; Τέλος, τι θα γίνει με την εκτεταμένη πυρηνική αποτροπή σε έναν κόσμο στον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνωρίζουν τη ματαιότητα ενός στρατηγικού πυρηνικού πλεονεκτήματος;
 
Οι στάσεις του Ψυχρού Πολέμου ή οι στρατηγικές δυνάμεις θα ήταν ελάχιστα χρήσιμες σε οποιοδήποτε από αυτά τα σενάρια. Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούσαν να εξουδετερώσουν την πυρηνική ικανότητα ενός αδίστακτου καθεστώτος, να αποτρέψουν ή να ανταποκριθούν στην τακτική χρήση πυρηνικών όπλων από μια μεγάλη δύναμη, ή να ενισχύσουν την δέσμευση της Ουάσιγκτον να υπερασπιστεί έναν σύμμαχο, θα ήταν καλύτερο να κατασκευάσουν και να αναπτύξουν ισχυρά όπλα των οποίων η χρήση θα ήταν πιο αξιόπιστη και καταναγκαστική. Η αποδεδειγμένη ικανότητα απόκρουσης μιας κινεζικής αμφίβιας επίθεσης στην Ταϊβάν, για παράδειγμα, ή μια ξεκάθαρη υπεροχή στις κυβερνοεπιχειρήσεις, την τεχνητή νοημοσύνη, και τις διαστημικές ικανότητες θα ήταν πιο πιθανό να καθησυχάσει τους ενδιαφερόμενους συμμάχους και να αποτρέψει τους εχθρούς παρά τα βελτιωμένα συστήματα πυρηνικής ανταπόδοσης.
 
Οι επικριτές θα απαντήσουν ότι αυτή η στάση θα μπορούσε να αποδυναμώσει την εκτεταμένη αποτροπή. Ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες ούτε οι σύμμαχοί τους είναι πρόθυμοι να παραδεχτούν το προφανές -ότι η Ουάσιγκτον είναι απίθανο να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα πρώτη ή και καθόλου, παρά μόνο ως απάντηση σε μια επίθεση σε αμερικανικό έδαφος. Ωστόσο, η διακήρυξη δογμάτων που είναι ξεκάθαρα αναληθή, ενώ γίνεται επένδυση σε δαπανηρές στρατηγικές δυνατότητες πυρηνικής ανταπόδοσης των οποίων η χρήση είναι αδιανόητη μπορεί να έχει διαβρωτικό αποτέλεσμα και να προκαλέσει εφησυχασμό και να δελεάσει τους αντιπάλους. Με την πάροδο του χρόνου, οι αντίπαλοι είναι πιο πιθανό να αποτραπούν και οι σύμμαχοι είναι πιο πιθανό να καθησυχαστούν από εργαλεία που η Ουάσιγκτον μπορεί να χρησιμοποιήσει στην πραγματικότητα.
 
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν επίσης να επανεξετάσουν τις πολιτικές τους σχετικά με τους συμμάχους που αποκτούν πυρηνικά όπλα. Η Ουάσιγκτον διατηρεί την επιθυμία της να περιορίσει την εξάπλωση των πυρηνικών όπλων και θα πρέπει να εργαστεί σκληρά για να αποτρέψει την διάδοση. Ωστόσο, σχεδόν 80 χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η απόκτηση πυρηνικών από δημοκρατικούς συμμάχους όπως η Γερμανία ή η Ιαπωνία θα ήταν πολύ λιγότερο απειλητική από όσο κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όταν θα μπορούσε να είχε διαλύσει την Δυτική συμμαχία ή να προκαλέσει σοβιετική επίθεση. Ένας μελλοντικός κόσμος με, για παράδειγμα, μια πυρηνική Αυστραλία, Νότια Κορέα, Σουηδία, Τουρκία, ή Βιετνάμ δύσκολα θα ήταν ιδανικός για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, θα ήταν πολύ χειρότερος για την Κίνα και την Ρωσία.
 
Η πιο σημαντική αλλαγή που πρέπει να κάνει η Ουάσιγκτον, ωστόσο, είναι η νοοτροπία της. Η σκέψη για την πυρηνική στρατηγική του Ψυχρού Πολέμου έχει ξεπεράσει από καιρό την ίδια την σύγκρουση. Όντες περισσότερες από τρεις δεκαετίες μέσα στη μεταψυχροπολεμική εποχή, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν έχουν ακόμη καταφέρει να ενημερώσουν πλήρως την άποψή τους για τις πυρηνικές απειλές που αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και τον κατάλληλο τρόπο αντιμετώπισής τους. Για χάρη της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ και για την σταθερότητα του κόσμου, πρέπει να επιταχύνουν τον ρυθμό τους.
 
O FRANCIS J. GAVIN είναι διακεκριμένος καθηγητής στην έδρα Giovanni Agnelli και διευθυντής του Henry A. Kissinger Center for Global Affairs στην Σχολή Προηγμένων Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου Johns Hopkins.
 
Foreign Affairs
 
https://foreignaffairs.gr/articles/73811/francis-j-gavin/ora-na-epaneksetastei-i-pyriniki-stratigiki-tis-amerikis?page=show
 
https://www.foreignaffairs.com/united-states/time-rethink-america-nuclear-strategy
 

Greek Finance Forum Team

 

 

Σχόλια Αναγνωστών

 

 
 

 

 

 

 

 

 

 

 
   

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2022 Greek Finance Forum