|
Ακόμη
και σε χώρες με υψηλή
συμμετοχή σε ακίνητα,
όπως η Ιταλία, το 20%
των κεφαλαίων των
πολιτών κατευθύνεται σε
συνταξιοδοτικά και
χρηματοοικονομικά
προϊόντα. Στη Γερμανία
και τη Γαλλία, τα
αντίστοιχα ποσοστά
φτάνουν το 45%-50%.
Συντηρητισμός και χαμηλή
χρηματοοικονομική
συμμετοχή
Ο
«συντηρητισμός» των
Ελλήνων εκδηλώνεται
επίσης στις καταθέσεις:
πάνω από το 60% των
χρηματοοικονομικών τους
πόρων διατηρείται σε
μετρητά, ποσοστό
υψηλότερο στην Ευρωζώνη,
παρά τα χαμηλά επιτόκια
καταθέσεων. Η κατοχή
επενδυτικών προϊόντων
παραμένει περιορισμένη:
το 8% των ενηλίκων
κατέχει μετοχές, το 5%
επενδυτικό λογαριασμό,
μόλις το 2% αμοιβαία
κεφάλαια, ενώ μικρά
ποσοστά διαθέτουν
ομόλογα ή έντοκα
γραμμάτια του ελληνικού
Δημοσίου.
Αυτή η
εικόνα τοποθετεί την
Ελλάδα σε χαμηλή θέση
στην ευρωπαϊκή αγορά υπό
διαχείριση κεφαλαίων —
στη 16η θέση μεταξύ 21
χωρών — με μόλις 22 δισ.
ευρώ υπό διαχείριση,
έναντι 44 δισ. ευρώ στην
Πορτογαλία, 506 δισ.
στην Ισπανία, 1,5 τρισ.
στην Ιταλία και 4,8
τρισ. ευρώ στη Γαλλία.
Χαμηλός
χρηματοοικονομικός
εγγραμματισμός
Στελέχη
της αγοράς αποδίδουν τη
χαμηλή συμμετοχή σε
επενδυτικά προϊόντα στον
περιορισμένο
χρηματοοικονομικό
εγγραμματισμό. Το 44%
των ενηλίκων δηλώνει ότι
δεν γνωρίζει πώς να
αποταμιεύει ή να
επενδύει μακροπρόθεσμα,
ενώ λιγότεροι από τους
μισούς κατανοούν την
έννοια της
διαφοροποίησης του
κινδύνου. Επιπλέον, η
στάση βραχυπρόθεσμου
ορίζοντα είναι συχνή:
55% πιστεύουν ότι τα
χρήματα υπάρχουν για να
ξοδεύονται, 37% ζουν για
το σήμερα, και 29%
προτιμούν να ξοδεύουν
αντί να αποταμιεύουν.
Ακίνητα
vs χρηματοοικονομικά
μέσα
Η αξία
των ακινήτων ενισχύεται
από την πρόσφατη άνοδο
των τιμών, ωστόσο το
υψηλό κόστος καθιστά την
αγορά απαγορευτική για
πολλούς. Αυτό
αναδεικνύει τη σημασία
των χρηματοοικονομικών
επενδύσεων, ιδιαίτερα
για νοικοκυριά με μικρά
ή μεσαία εισοδήματα.
Επενδύσεις σε αμοιβαία
κεφάλαια, ασφαλιστικά
προϊόντα ή συνδυασμούς
καταθέσεων και
επενδυτικών λογαριασμών
απαιτούν μικρότερα ποσά
και μπορούν να παρέχουν
σταδιακά συμπληρωματικό
εισόδημα, ενισχύοντας
την αποταμίευση, η οποία
παραμένει η χαμηλότερη
στην Ευρωζώνη, με πτώση
3,6% το πρώτο τρίμηνο
του 2025
|