Προάγγελος
νέων αυξήσεων των τιμών πώλησης κατοικιών
αποτελεί η συνεχής αύξηση της ζήτησης τόσο για
νεόδμητα όσο και για μεταχειρισμένα ακίνητα. Η
εικόνα αυτή αποτυπώνεται ξεκάθαρα στην αγορά
στεγαστικής πίστης, όπου οι χορηγήσεις νέων
δανείων κινούνται έντονα ανοδικά, με τις
τρέχουσες εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για 1,2 δισ.
ευρώ νέων στεγαστικών δανείων το 2022, από
περίπου 900 εκατ. ευρώ το 2021.
Σύμφωνα με στοιχεία της
εταιρείας IMS
(Individual Mortgage
Solutions), το 2021
σημειώθηκε αύξηση κατά
20,3% των νέων αιτήσεων
στεγαστικών δανείων, ενώ
άνοδο σημείωσε και το
μέσο αιτούμενο ποσό
χρηματοδότησης, σε
95.000 ευρώ, από 82.000
ευρώ το 2020 και 85.000
ευρώ το 2019, αναφέρει
ρεπορτάζ της Καθημερινής.
Μάλιστα, σήμερα το μέσο
αιτούμενο ποσό έχει
αυξηθεί σε 100.000 ευρώ,
ενώ κατά κανόνα οι
τράπεζες χρηματοδοτούν
μέχρι το 80% της αξίας
του προς απόκτηση
ακινήτου. Η IMS
λειτουργεί ως σύμβουλος
για τους ενδιαφερόμενους
δανειολήπτες,
αναλαμβάνοντας όλες τις
σχετικές διαδικασίες,
έχοντας συνάψει
συνεργασίες με τις
μεγαλύτερες τράπεζες της
χώρας, από τις οποίες
και αμείβεται, εφόσον
εκταμιευθεί το
στεγαστικό δάνειο.
Μάλιστα έχει κατορθώσει
να κατέχει σημαντικό
μερίδιο της αγοράς
στεγαστικής πίστης,
καθώς μέσω αυτής
εκταμιεύεται περίπου το
10% της αξίας των
στεγαστικών δανείων
πανελλαδικά.
Οπως αναφέρει στην «Κ» ο
επικεφαλής της IMS, κ.
Κυριάκος Καμπούρης, η
ζήτηση στην αγορά
κατοικίας –και συνεπώς
και για στεγαστικά
δάνεια– οφείλεται σε μια
σειρά παραγόντων, αρχής
γενομένης από το
περιβάλλον πολύ χαμηλών
επιτοκίων.
Η εξέλιξη αυτή έχει
επιτρέψει στις τράπεζες
να λανσάρουν αρκετά
χαμηλότοκα προϊόντα και
μάλιστα με σταθερό
επιτόκιο, ακόμα και για
δάνεια διάρκειας 30 ετών.
«Σήμερα τα περισσότερα
δάνεια που χορηγούνται
είναι 30 ετών.
Υπολογίζοντας ένα
σταθερό επιτόκιο της
τάξεως του 3% για ποσό
δανείου 100.000 ευρώ, η
μέση μηνιαία δόση
διαμορφώνεται σε 428
ευρώ. Προϋπόθεση για την
έγκριση ενός τέτοιου
δανείου, εφόσον
πρόκειται για έγγαμο με
δύο παιδιά, είναι να
διαθέτει ετήσιο
οικογενειακό εισόδημα
της τάξεως των
20.000-22.000 ευρώ»,
σημειώνει ο κ. Καμπούρης.
Αυτή ακριβώς η χαμηλή
μηνιαία δόση δανείου, σε
συνδυασμό με την
εκτίναξη του κόστους
ενοικίασης, είναι και ο
δεύτερος λόγος που ωθεί
όλο και περισσότερους
στην επιλογή της αγοράς
αντί της ενοικίασης.
Μέχρι και πριν από 3-4
χρόνια μια τετραμελής
οικογένεια μπορούσε να
νοικιάσει ένα ποιοτικό
διαμέρισμα της τάξεως
των 100 τ.μ. με ένα
μηνιαίο ενοίκιο της
τάξεως των 600-700 ευρώ.
Στο διάστημα που
μεσολάβησε το κόστος
ενός στεγαστικού δανείου
έχει μειωθεί κι άλλο, τη
στιγμή που τα ενοίκια
έχουν αυξηθεί κατά
30-40% στην Αττική, με
αποτέλεσμα τα 700 ευρώ
να αντιστοιχούν πλέον σε
αρκετά χαμηλότερης
ποιότητας και
μεγαλύτερης ηλικίας
διαμερίσματα.
DOC0220218
Οσον αφορά το προφίλ των
αγοραστών, σύμφωνα με
τον κ. Καμπούρη, η κύρια
κατηγορία αφορά
ανθρώπους ηλικίας 35-45
ετών, έγγαμους ή νέα
ζευγάρια, με καθαρό
μηνιαίο οικογενειακό
εισόδημα τουλάχιστον
2.000 ευρώ. Πρόκειται
για δημοσίους ή και
ιδιωτικούς υπαλλήλους,
αλλά και για ελεύθερους
επαγγελματίες και
αυτοαπασχολούμενους.
Αρκετοί εξ αυτών
επιθυμούσαν να
αποκτήσουν το δικό τους
ακίνητο, ήδη από την
προηγούμενη δεκαετία,
αλλά ανέβαλαν τη σχετική
απόφαση λόγω της
παρατεταμένης
οικονομικής κρίσης.
35-45 ετών οι αγοραστές
Κατά τον κ. Καμπούρη,
πάνω από το 50% του
αγοραστικού
ενδιαφέροντος αφορά
κατοικίες στα βόρεια και
τα νότια προάστια. Εκεί
βέβαια ο μέσος όρος των
αιτούμενων δανείων
διαμορφώνεται σε 200.000
ευρώ, ενώ ανάλογα
αυξάνεται και η ίδια
συμμετοχή των
ενδιαφερομένων, καθώς το
μέσο κόστος των προς
απόκτηση ακινήτων
κινείται μεταξύ 250.000
και 300.000 ευρώ. Στις
περιοχές αυτές,
αγοραστές είναι κυρίως
αυτοαπασχολούμενοι (π.χ.
γιατροί, επιχειρηματίες
κ.ά.), όπως επίσης και
υπάλληλοι υψηλών
μισθολογικών απολαβών (π.χ.
εργαζόμενοι σε
ναυτιλιακές εταιρείες,
στελέχη με διευθυντικές
αρμοδιότητες κ.ά.).
Εκτός από τις δημοφιλείς
περιοχές των βορείων και
των νοτίων προαστίων,
σημαντική ζήτηση
καταγράφεται και για
ακίνητα στο κέντρο της
Αθήνας (κυρίως για
επενδυτικούς λόγους)
αλλά και στα δυτικά
προάστια.
Σε ποιες περιοχές
«Κατά μέσον όρο
αγοράζονται διαμερίσματα
επιφάνειας της τάξεως
των 85-90 τ.μ., ενώ αν
πρόκειται για ακίνητα
στα βόρεια και τα νότια
της Αττικής οι
επιφάνειες μεγαλώνουν σε
περίπου 110-130 τ.μ. Τα
μικρότερα ακίνητα
αγοράζονται κυρίως με
στόχο την εκμετάλλευση,
π.χ. μέσω ψηφιακών
πλατφορμών βραχυχρόνιας
ενοικίασης», αναφέρει ο
κ. Καμπούρης. Σημαντική
ζήτηση παρουσιάζουν και
τα νεόδμητα διαμερίσματα,
ακόμα και σε περιοχές
όπως τα δυτικά προάστια,
όπου το ελάχιστο κόστος
διαμορφώνεται σε 2.500
ευρώ/τ.μ. Μάλιστα, οι
περισσότεροι σπεύδουν να
αποκτήσουν ακίνητο
προτού αποπερατωθεί η
κατασκευή του.