Δυνατότητα
αγοράς κατοικίας μέσω leasing έχουν πλέον και οι
ιδιώτες, οι οποίοι μπορούν να αποκτήσουν σπίτι
για ιδιοκατοίκηση ή επένδυση χωρίς να χρειαστεί
να καταφύγουν στον παραδοσιακό τραπεζικό
δανεισμό.
Τη δυνατότητα αυτή
παρέχει η νέα διάταξη
που έχει τεθεί σε ισχύ
από τις αρχές του χρόνου,
διευρύνοντας τις
επιλογές είτε για
ιδιοκατοίκηση είτε για
την εκμετάλλευση της
ακίνητης περιουσίας που
διαθέτει ένας ιδιώτης,
αξιοποιώντας τη
χρηματοδοτική μίσθωση.
Ετσι κάποιος μπορεί, π.χ.,
να χρησιμοποιήσει ένα
ακίνητο που έχει στην
κατοχή του και μέσω
leasing να αποκτήσει
ρευστότητα για να
χρηματοδοτήσει άλλες
ανάγκες ή για να
επενδύσει σε άλλο
ακίνητο.
Όπως γράφει η Καθημερινή,
οι δυνατότητες που
ανοίγει το νέο καθεστώς
είναι μεγάλες και θα
μπορούσαν σε κάποιες
περιπτώσεις ακόμα και να
υποκαταστήσουν τον
απευθείας τραπεζικό
δανεισμό ή την
παραδοσιακή μορφή
μίσθωσης ενός ακινήτου,
αποφεύγοντας τους
κινδύνους και τα
προβλήματα που μπορεί να
έχει αυτή η μορφή
αναζήτησης μόνιμης
κατοικίας. Το leasing
αποτελεί διαδεδομένη
μέθοδο στο εξωτερικό όχι
μόνο για
επιχειρηματικούς λόγους,
αλλά και για ιδιώτες και,
όπως εξηγούν στελέχη της
αγοράς, προκρίνεται
κυρίως για όσους δεν
διαθέτουν το αρχικό
αναγκαίο κεφάλαιο για
την αγορά σπιτιού. Στη
χώρα μας μέχρι πρόσφατα
το νομοθετικό πλαίσιο
περιόριζε την αξιοποίηση
αυτής της δυνατότητας
μόνο για επαγγελματική
χρήση, κάτι που πλέον
αίρεται, ανοίγοντας τον
δρόμο για τις εταιρείες
leasing και για τις
τράπεζες να
δημιουργήσουν ειδικά
προϊόντα για τη
συγκεκριμένη αγορά.
Πώς γίνεται
Ο μηχανισμός είναι απλός
και επιτρέπει σε κάποιον
που έχει εντοπίσει ένα
ακίνητο και θέλει να το
αποκτήσει, να απευθυνθεί
σε μια εταιρεία leasing,
η οποία ουσιαστικά θα το
αγοράσει για λογαριασμό
του και στη συνέχεια θα
του το εκμισθώσει. Ο
μισθωτής, αντί για δόση
δανείου στην τράπεζα, θα
πληρώνει ενοίκιο στην
εταιρεία leasing για ένα
συγκεκριμένο χρονικό
διάστημα που θα
συμφωνηθεί στη σύμβαση.
Το ακίνητο θα περιέλθει
στην κατοχή του με τη
λήξη της σύμβασης και
εφόσον έχει καταβάλει το
σύνολο των μισθωμάτων
που έχει συμφωνήσει και
τα οποία υπολογίζονται
με ένα συγκεκριμένο
επιτόκιο, το οποίο,
σύμφωνα με στελέχη της
αγοράς, θα είναι κοντά
σε αυτό ενός στεγαστικού
δανείου, δηλαδή κοντά
στο 3%-4% ανάλογα και με
το προφίλ του πελάτη.