|
Την
περασμένη εβδομάδα, ο
πρόεδρος της
Bundesbank,
Γιόαχιμ Νάγκελ, δήλωσε
ότι «αυτό που χρειάζεται
τώρα είναι μία σταθερή
πολιτική», τονίζοντας
ότι είναι «εξαιρετικά
αβέβαιος» ο αντίκτυπος
του εμπορικού πολέμου,
όπως και του
γεωπολιτικού
περιβάλλοντος, στον
πληθωρισμό της
Ευρωζώνης.
Ο
πληθωρισμός στην
Ευρωζώνη έχει υποχωρήσει
στον στόχο του 2%. Η
δραματική αύξηση του
κόστους χρήματος - η ΕΚΤ
προχώρησε σε αύξηση των
επιτοκίων κατά 4,25
ποσοστιαίες μονάδες τη
διετία 2022-2023 και τα
κράτησε μετά σταθερά έως
τα μέσα του 2024 - σε
συνδυασμό με την
ενεργειακή κρίση
οδήγησαν σε αναιμικούς
ρυθμούς ανάπτυξης στην
Ευρωζώνη και συγκράτηση
της ζήτησης, η οποία
επιβράδυνε τον
πληθωρισμό. Η ανατίμηση
του ευρώ κατά 12% έναντι
του δολαρίου από την
αρχή του χρόνου, λόγω
της φυγής των επενδυτών
από αμερικανικά
assets
μετά τον εμπορικό πόλεμο
του Τραμπ, συνέβαλε
επίσης στη μείωση του
πληθωρισμού, όπως και η
μείωση των τιμών του
πετρελαίου.
Οι
υπηρεσίες της ΕΚΤ
προέβλεπαν τον Ιούνιο
ότι ο πληθωρισμός θα
παραμείνει κοντά στον
στόχο του 2% έως το
2027. Το δυσμενές
σενάριο που κατάρτισαν -
μίας αύξησης των
αμερικανικών δασμών από
το 10% σήμερα στο 20% -
θα οδηγούσε σε ακόμη
χαμηλότερο πληθωρισμό -
στο 1,5% το 2025 και στο
1,8% το 2026 - σε σχέση
με το βασικό σενάριο,
κατά το οποίο οι δασμοί
θα παρέμεναν στο 10%. Με
το βασικό σενάριο,
πληθωρισμός θα
διαμορφωνόταν στο 1,6%
φέτος και στο 2% το
2027.
Η
προειδοποίηση του Τραμπ
για δασμούς 30%
θεωρείται περισσότερο
διαπραγματευτική απειλή
παρά μία ρεαλιστική
εξέλιξη, αν και υπάρχουν
αρκετοί που πιστεύουν
ότι ο Τραμπ μπορεί να
υλοποιήσει την απειλή
του. Θα ήταν, ωστόσο,
δύσκολο να φανταστεί
κανείς ότι θα μπορούσε
να συναινέσει η ΕΕ σε
ένα τόσο υψηλό
συντελεστή και να
προχωρήσει σε μία
εμπορική συμφωνία.
Πιθανότερο είναι είτε
ότι θα υπάρξει μία
συμφωνία με χαμηλότερους
δασμούς ή ότι δεν θα
υπάρξει καμία συμφωνία
και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
θα προχωρήσει με τη
σειρά της στην επιβολή
δασμών σε αμερικανικά
προϊόντα, για την οποία
έχει κάνει τη σχετική
προετοιμασία.
Στην
περίπτωση μίας εμπορικής
συμφωνίας, οι
πιθανότητες να υπάρξει
νέα μείωση επιτοκίων
τους επόμενους μήνες
μοιάζουν να είναι
μοιρασμένες και μία
τέτοια απόφαση θα ληφθεί
αν ο πληθωρισμός
υποχωρήσει αρκετά κάτω
από το 2%. Στην
περίπτωση που δεν
υπάρξει συμφωνία, οι
πιθανότητες νέας μείωσης
επιτοκίων θα είναι
μεγαλύτερες για να
αντιμετωπισθεί ο
κίνδυνος μίας νέας
επιβράδυνσης ή ύφεσης
της οικονομίας.
|